Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Το 2001 εγκαινιάζεται μια νέα εποχή στη γλωσσομάθεια των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την έγκριση και ψήφιση του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑΓ) από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Τούτο το πόνημα έκτασης πολλών εκατοντάδων σελίδων έρχεται να δώσει απαντήσεις στα ερωτήματα που είχε γεννήσει η ίδρυση της ΕΕ με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1993 αναφορικά με τη συνύπαρξη των λαών της ΕΕ. Η συστηματική και μεθοδευμένη διδασκαλία των γλωσσών είναι πλέον γεγονός. Το όραμα της «Ενωμένης Ευρώπης» μετουσιώνεται σταδιακά σε πραγματικότητα.
Θεμελιώδης πτυχή του ΚΕΠΑΓ είναι η περιγραφή των Επιπέδων Γλωσσομάθειας και των απαιτήσεων στις οποίες κανείς καλείται να ανταπεξέρχεται ανά επίπεδο τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Πρόκειται για συνολικά 6 επίπεδα, κατηγοριοποιημένα ανά δυάδες: α) Βασικός Χρήστης (Α1, Α2), β) Ανεξάρτητος Χρήστης (Β1, Β2), γ) Ικανός Χρήστης (Γ1, Γ2). Για την κατοχύρωσή τους προβλέπονται τα Πιστοποιητικά Γλωσσομάθειας, τα οποία εξασφαλίζονται κατόπιν επιτυχούς εξέτασης σε 4 Θεματικές Ενότητες, δηλαδή την Ανάγνωση, την Ακουστική Κατανόηση, την Παραγωγή Γραπτού και Προφορικού Λόγου. Τα θέματα διαφέρουν ανά επίπεδο και γλώσσα, ακολουθώντας στο μέγιστο τις προδιαγραφές του ΚΕΠΑΓ. Κατά πόσο μπορεί όμως ένα χαρτί να αποτελέσει αξιόπιστο μέτρο αναφοράς για τον βαθμό κατάκτησης μιας γλώσσας; Μήπως δίδεται υπερβολική βαρύτητα στις πιστοποιήσεις και αδικείται έτσι η ουσία της γνώσης;
Οι κοινωνίες μεταβάλλονται διαρκώς σε όλα τα επίπεδα, από την αγορά εργασίας μέχρι την καθημερινή συμβίωση των ανθρώπων. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι τείνουν να μετακινούνται από τις επαρχιακές πόλεις στα μεγάλα αστικά κέντρα του εξωτερικού και αυτό προϋποθέτει καλή γνώση ξένων γλωσσών για την αφομοίωσή τους από τις τοπικές κοινωνίες. Για να εξακριβωθεί αυτό, ιδιαίτερα στον εργασιακό χώρο, απαιτείται συνήθως η προσκόμιση μιας επίσημης βεβαίωσης επιπέδου τουλάχιστον Ανεξάρτητου, ενίοτε και Ικανού Χρήστη. Η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι ουκ ολίγες οι περιπτώσεις όπου κανείς έχει στην κατοχή του κάποιο Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας το οποίο δεν αντιστοιχεί στις γνώσεις του. Γιατί άραγε; Διότι ο μαθητευόμενος επιχειρεί να αποκτήσει το χαρτί μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα για να πετύχει κάποιον στόχο, έστω την εύρεση εργασίας στο εξωτερικό. Επομένως, η διδακτική διαδικασία που ακολουθείται δεν αποσκοπεί πρωτογενώς στην κατάκτηση μιας ξένης γλώσσας και την εμβάθυνση σε αυτήν, αλλά μόνο στην προετοιμασία για τις ξενόγλωσσες εξετάσεις. Μια βεβαίωση όμως που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα δεν εξυπηρετεί πουθενά.
Πώς μπορεί λοιπόν να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα του ΚΕΠΑΓ και κατ’επέκταση των Πιστοποιητικών Γλωσσομάθειας; Όλα αρχίζουν από τη συνειδητοποιημένη εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας με ρεαλιστικές επιδιώξεις. Αν η εκμάθηση μιας γλώσσας έχει ως πρωταρχικό μέλημα μόνο την απόκτηση μιας βεβαίωσης, δεν θα σημειώσει ποτέ ουσιαστική επιτυχία. Αντίθετα, όταν οι διδακτικοί στόχοι είναι σαφείς και υπάρχει ένα πλάνο για την επίτευξή τους, τότε η γλώσσα γίνεται κτήμα του μαθητευομένου και εν καιρώ έρχεται και το Πιστοποιητικό Γλωσσομάθειας. Η ενσυνείδητη μεθόδευση του μαθήματος της (ξένης) γλώσσας στηρίζεται στις λεγόμενες μεταγνωστικές δεξιότητες, δια των οποίων ο ξενόγλωσσος εκπαιδευτικός είναι σε θέση να γνωρίζει και να εξηγεί στον μαθητή πού αποσκοπεί κάθε άσκηση και δραστηριότητα που ενσωματώνεται στο μάθημα. Είναι υψίστης σημασίας ο τελευταίος να ενημερώνεται με ακρίβεια τι κάνει κάθε φορά και για ποιο λόγο.
Σε καθαρά παιδαγωγικό επίπεδο, το ΚΕΠΑΓ καλείται από ετών να συγκρουστεί με μια σειρά εκπαιδευτικών προκλήσεων. Μια εκ των κυριότερων αδυναμιών πολλών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και ιδίως των μεσογειακών κρατών είναι οι ελλείψεις που παρουσιάζουν ειδικά τα δημόσια σχολεία σε ξενόγλωσσο εκπαιδευτικό προσωπικό. Πρώτα και κύρια οι καθηγητές της Αγγλικής, που διδάσκεται υποχρεωτικά ως πρώτη ξένη γλώσσα, είναι εμφανώς μειωμένοι συγκριτικά με τις πραγματικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Ακόμα περισσότερο, οι ήδη διορισμένοι καθηγητές ξένων γλωσσών έχουν έρθει αντιμέτωποι με άλλοτε αδιανόητες καταστάσεις εντός της σχολικής αίθουσας. Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα σχεδόν όλων των χωρών έχουν γνωρίσει στους κόλπους τους τις συνέπειες της ανεξέλεγκτης παγκοσμιοποίησης που είναι σε μεγάλο βαθμό καρπός της μετανάστευσης για οικονομικούς και βιοποριστικούς λόγους. Εντός της σχολικής αίθουσας αναμειγνύονται με τους γηγενείς παιδιά πολλών διαφορετικών καταγωγών με πάσης φύσεως διαφορετικές νόρμες. Πλέον οι ξενόγλωσσοι εκπαιδευτικοί καλούνται από το δικό τους μετερίζι, πέρα από τη μεταλαμπάδευση της γλώσσας, να παίξουν και έναν ρόλο συνδετικού κρίκου μεταξύ των πολυπλεύρως διαφορετικών μαθητών, προκειμένου να μη σημειωθούν φαινόμενα αντίθετα με την ηθικοπλαστική φύση της εκπαίδευσης, όπως αποκλεισμοί, εκφοβισμοί μειονοτήτων κλπ. Κάτι τέτοιο απαιτεί και επιπλέον παιδαγωγική-εκπαιδευτική κατάρτιση, την οποία πάρα πολλά κράτη, ελλείψει εκσυγχρονισμένων υποδομών και ανθρωπίνου δυναμικού, δεν είναι σε θέση να παράσχουν επαρκώς.
Στον αιώνα που διανύουμε, η πολυγλωσσία συνιστά αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση στον αγώνα για οικοδόμηση αξιοκρατικών κοινωνιών που τιμούν τον άνθρωπο ως «φύσει πολιτικὸν ζῷον» κατά τον φιλόσοφο Αριστοτέλη. Ένα χαρτί από μόνο του όμως δεν αρκεί. Δεν είναι η πιστοποίηση της κατοχής μιας γλώσσας που καταξιώνει τον άνθρωπο, αντίθετα είναι ο άνθρωπος που τιμά την πιστοποίηση που κρατά στα χέρια του αποδεικνύοντας εμπράκτως πως είναι αντάξιός της. Ας μην δημιουργήσει η γραφειοκρατία τοξικό κλίμα ανταγωνισμού. Πρώτα ας ανακαλύψουμε τους μαγευτικούς κόσμους των ποικίλων γλωσσών. Τα πρακτικώς απαραίτητα χαρτιά θα ακολουθήσουν μετέπειτα.