“Μια αληθινή ιστορία για τα ορφανοτροφεία και τη σκοτεινή πλευρά τους“
Ποιο ήταν το ερέθισμα για την ενασχόλησή σας με τη συγγραφή γενικά; Να, μια πολύ καλή ερώτηση. Μια ερώτηση που με γυρίζει πολύ πίσω. Στα χρόνια τα φοιτητικά, όταν, λίγο πολύ, όλο και κάτι γράφαμε εμείς, του φιλολογικού τμήματος. Πότε ποίηση, πότε κάποιο πεζό, πότε κάποιο θεατρικό και παραβγαίναμε, οι φίλες, σε παραγωγή λογοτεχνικού υλικού!
Ύστερα ήρθαν τα χρόνια της βιοπάλης. Εκεί, δεν χωρούσαν τα πρωτόλειά μας. Οι καιροί δύσκολοι, οι διορισμοί αργούσαν, επομένως καθένας και καθεμιά μας πήραμε δρόμους ξεχωριστούς. Άλλος για επαρχία, άλλος για ιδιωτική εκπαίδευση. Πού καιρός για απόπειρες λογοτεχνικές.
Όπως όλοι μας, έτσι κι εγώ, έζησα τη δική μου ιστορία. Κι όταν η ζωή μου άναψε το πράσινο φως, θυμίζοντάς μου πως καιρός ήταν να την περιγράψω, δίχως χασομέρι, μάλιστα, κατάλαβα πως είχα κουρνιάσει, επιτέλους, στο προσωπικό μου άσυλο! Κι από τότε, εδώ και περίπου τριάντα χρόνια, έχω αφοσιωθεί στο νεανικό μου όνειρο: να πλάθω τη ζωή με τα υλικά της γνώσης μου χαρίζοντάς της το απέριττο σχήμα που η ψυχή μου ποθεί!
Ποια ήταν η κύρια έμπνευση που οδήγησε στη δημιουργία του συγκεκριμένου βιβλίου σας; Μία από τις δραστηριότητές μου ήταν να πηγαίνω σε ορφανοτροφεία για να βοηθάω παιδιά που δεν είχαν πολλές ευκαιρίες στη ζωή τους. Μ’ αυτόν τον τρόπο, έζησα, από πολύ κοντά, τα υλικά και ψυχολογικά προβλήματα καθώς και τα ατελείωτα κενά και άγχη τέτοιων αδικημένων παιδιών. Κάποια στιγμή, επομένως, θεώρησα αναγκαίο να μιλήσω με τη δική τους φωνή, προσδοκώντας να ακουστούν πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα, πιο ουσιαστικά.
Τι επίδραση θεωρείτε πως θα έχει το βιβλίο σας αυτό στο αναγνωστικό σας κοινό; Ελπίζω να βοηθήσει τους αναγνώστες μου να σκύψουν πάνω στο ανθρώπινο αυτό πρόβλημα με περισσότερη γνώση και συνέπεια και να μην το προσπερνούν σαν ένα θέμα που δεν μας αφορά. Τα παιδιά, δικά μας ή ξένα, είναι το μέλλον, η ανάσα και αισιοδοξία μας. Οφείλουμε να τα προστατεύουμε δίχως συμβιβασμούς και δεύτερες σκέψεις. Μήπως δεν το ξέρουμε όλοι πως, χωρίς αυτά, είμαστε νεκροί;
Πόσο εύκολη ή δύσκολη ήταν η έρευνα για να αναπαραστήσετε την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το βιβλίο σας; Δεν δυσκολεύτηκα, είναι η αλήθεια, διότι δεν πήγα πολύ μακριά. Εκείνο που μ’ ενδιέφερε, ιδιαίτερα, ήταν ν’ αποδώσω το κλίμα και τα γεγονότα μέσα σ’ ένα ιδιωτικό ίδρυμα. Αυτά μου ήταν περίπου γνωστά. Τα είχα ζήσει, τα είχα νιώσει, με είχαν συγκινήσει, μου είχαν δημιουργήσει την ψυχική ανάγκη να μιλήσω γι’ αυτά. Η εποχή είναι σχετικά κοντινή-40 χρόνια πριν-, τα εξωτερικά γεγονότα επηρεάζουν, αρνητικά, τον πρωταγωνιστή, από ένα σημείο και μετά, άρα δεν χρειαζόμουν έρευνα μεγάλη!
Ποια ήταν η ιστορία «πίσω από την ιστορία» του βιβλίου σας αυτού; Ήταν η ιστορία ενός ανθρώπου που ξεκίνησε με αγαθές προθέσεις να χτίσει έναν κόσμο χρήσιμο και δημιουργικό -έτσι τον φανταζότανε- αλλά που στην πορεία προδόθηκε, φριχτά, απ’ τον ίδιο του τον εαυτό, αποδεικνύοντας πως, πολύ λίγο, γνωρίζουμε ποιοι είμαστε. Η καθημερινή τριβή και τα εξωτερικά γεγονότα μας αποκαλύπτουν πόσο ευάλωτοι είμαστε στην «πτώση». Η οποία συχνά συμπαρασύρει κι αθώους γύρω μας που κάνουν την πτώση μας ακόμα πιο τραγική!
Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε λίγο για τους ήρωές σας; Σε ποιον έχετε μεγαλύτερη αδυναμία και γιατί; Όταν γράφω, δεν συμπαθώ ή αντιπαθώ τους ήρωές μου. Ούτε έχω ιδιαίτερες αδυναμίες. Στην προσπάθειά μου, να αποδώσω, στις διαστάσεις που επιθυμώ, τον κάθε ήρωα, εμπλέκομαι τόσο βαθιά μαζί του που καταλήγω να τους αγαπάω όλους. Ο καθένας τους με κερδίζει με διαφορετικό τρόπο. Αλλιώς ένας θετικός ήρωας, διαφορετικά ένας αρνητικός. Και όπως η μάνα αγαπάει όλα τα παιδιά της, έτσι κι εγώ λυπάμαι βαθιά τον ήρωα-παραβάτη που κλείνεται στη φυλακή, συμπάσχω μαζί του, ψάχνοντας μάλιστα να του βρίσκω ελαφρυντικά, ενώ τον θετικό τον χαίρομαι και τον απολαμβάνω!
Σε τούτο το μυθιστόρημα, βέβαια, που έχει να κάνει με παιδιά, αθώα κι ανυπεράσπιστα, δεν χρειάζεται να πω πως η αδυναμία μου είναι αυτά. Πώς θα μπορούσε να γινόταν αλλιώς; Ο πόνος, η αγωνία, η εγκατάλειψη, ο φόβος που κρύβει η ματιά τους πώς μπορούσαν να μη με παρασύρουν συναισθηματικά;
Ποια τα μηνύματα που θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες μέσα από το έργο σας; Συνήθως, δεν επιδιώκω να περνάω μηνύματα. Προτιμώ ν’ αφήνω τον αναγνώστη, διαβάζοντας, να δημιουργεί ένα δικό του μυθιστόρημα και να διαμορφώνει μια δική του πραγματικότητα ασκώντας την αυστηρή του κριτική.
Εδώ, όμως, «Στα κορίτσια πίσω απ’ τη χαραμάδα», το μήνυμα αναβλύζει πηγαίο και κραυγαλέο: σκύψτε με ενδιαφέρον και αγάπη πάνω στα απροστάτευτα παιδιά -είναι εκατομμύρια στον κόσμο- και μην τα προσπερνάτε βιαστικά κι επιφανειακά. Έχουν ανάγκη να τα ακούσουμε και να τα νιώσουμε. Να τους απλώσουμε ένα χέρι καθαρό. Να τους προσφέρουμε άδολη κι έμπρακτη αγάπη!
Τι να περιμένουμε από εσάς στο άμεσο μέλλον; Έχετε ήδη ξεκινήσει το επόμενο βιβλίο σας και με τι θα καταπιαστείτε αυτήν τη φορά; Ναι, το έχω ήδη τελειώσει. Απλά, τώρα, το διορθώνω. Καταπιάνομαι με ένα θέμα κοινωνικό, ο τομέας που αγαπάω. Τι συμβαίνει στον απλό, καθημερινό άνθρωπο, πώς αντιμετωπίζει τα δύσκολα αλλά και απλά προβλήματά του, τι συνέπειες έχουν οι λύσεις που δίνει είναι θέματα που με προβληματίζουν και μ’ απασχολούν, πάντοτε, βαθιά. Εύχομαι να είναι ένα βιβλίο που θ’ αγαπηθεί, όπως το αγάπησα κι εγώ γράφοντάς το.
ISBN: 978-960-9585-81-1
σελ.: 348
σχήμα: 14×20,5 cm
τιμή: 15,33€ με ΦΠΑ
(-10%): 13,80€ με ΦΠΑ
«Τι παγωμένο σπίτι!» έλεγε με απόγνωση η μικρή Μαρίνα, που ζούσε παρά τη θέλησή της στην Πύλη του Ουρανού.
Ποια είναι η Πύλη του Ουρανού; Ποιοι καθορίζουν τις τύχες των μικρών παιδιών; Τι ένοχα μυστικά κρύβουν;
Αυτά ακριβώς θα μας αποκαλύψει η ηρωίδα μας, που εξαιτίας τής ορφάνιας της έζησε εκεί μέσα, κάτω από τις διαταγές άγνωστων σε εκείνη ανθρώπων. Θα μας εξομολογηθεί με ανοιχτή καρδιά τα βιώματά της, θα μας μιλήσει για καλούς κι αγαπημένους ανθρώπους που τη βοήθησαν να καλλιεργεί το όνειρό της για μια καλύτερη ζωή, αλλά και για άλλους που έχασαν τον δρόμο τους κι αποδείχτηκαν εγκληματικά ανάξιοι να αγγίζουν τις παιδικές ψυχές.
«Ποιος θα σταθεί ικανός να σου αναπληρώσει την αναντικατάστατη γονεϊκή αγάπη;» αναρωτιέται συχνά με βαθύ παράπονο, κυρίως όταν ο τρόμος και η απελπισία τη λυγίζουν.
Μπορούν άραγε τα διάφορα ιδρύματα να καλύψουν τα κενά που αφήνει στην παιδική ψυχή η απώλεια των γονιών; Πόσο βασανίζεται ένα τρυφερό πλάσμα που ψάχνει απεγνωσμένα να μάθει ποιος είναι ο πατέρας της; Και πώς αντιδρά όταν επιτέλους μαθαίνει την αλήθεια;
Μια αφήγηση που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και που μας ρίχνει σε βαθύ προβληματισμό για τη λειτουργία των κοινωνικών δομών, αλλά και που μας οδηγεί αναπόφευκτα στην ανάγκη να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε όλοι μας την παιδική αθωότητα.
Βιογραφικό σημείωμα
Η Βάσω Ζαφειροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου και ζει μόνιμα. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, δημοσιογραφία στη σχολή «Όμηρος», γαλλικά στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και γερμανικά στο Ινστιτούτο Γκαίτε. Εργάστηκε ως φιλόλογος σε ιδιωτικά και δημόσια σχολεία, καθώς και σε φροντιστήρια. Τα τελευταία δέκα χρόνια δίδασκε στο 26ο Λύκειο Αθηνών (Μαράσλειο).
Έχει εκδώσει τρία μυθιστορήματα: «Ο πατέρας αφέντης», Μπουκουμάνης, 1997, «Παράξενη ζωή», Μπουκουμάνης, 2002, «Η τελευταία στάση», Άνεμος εκδοτική, 2016.
Κείμενά της έχουν επίσης δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ιστοσελίδες.