ΔΕΥΤΕΡΑ 1 ΑΠΡΙΛΟΥ 2024 στις 19.30 στο ΒΡΥΣΑΚΙ
Αριάδνη Αναστάσιμη ή, ο γύρος της σοφίας της γης σε δεκαέξι κεφάλαια
Η Αριάδνη του Θανάτου, (< Αριάγνη = αγία), κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, προελληνική θεά της βλάστησης όπως και η (Ωραία) Ελένη, αναγεννάται εξακολουθητικά ως γυναικεία πρωτογένεια, μολονότι στην πορεία των αιώνων υποκαθίσταται από τις ολύμπιες Αρτέμιδα και Αφροδίτη που εμφανίζονται στον μύθο της.
Ο προσφιλής ετούτος και διαδεδομένος μύθος, που έχει ως αφετηρία του την αληθινή απελευθέρωση της Αθήνας από την ηγεμονία της Κρήτης κατά τους προϊστορικούς χρόνους (περ. 1200 π.Χ.), απαθανατισμένος σε αττικά ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία, σε ρωμαϊκές σαρκοφάγους, σε οροφογραφίες του Carracci στο Palazzo Farneze και σε πίνακες της Angelica Kauffman και του Τισιανού, συνδέεται επίσης άρρηκτα με εκείνους του Θησέα, του Μινώταυρου και του θεού Διόνυσου, ενώ περιλαμβάνει σφοδρό ανίερο έρωτα και δυο αρπαγές, γάμο γονιμικό αλλά και θάνατο της ίδιας της Αριάδνης και του αγέννητου παιδιού της.
Όπως και η προδομένη από τον Ιάσονα ανιψιά της μητέρας της, Μήδεια, η Αριάδνη, η πρώτη υφάντρα που γνωρίζουμε, ερωτεύτηκε με τη σειρά της ξένο βέβηλο. Παραβαίνοντας την πατρική βούληση, βοήθησε τον νεαρό Αθηναίο Θησέα να φονεύσει τον τερατόμορφο ετεροθαλή αδελφό της Μινώταυρο, δίνοντάς του τον μίτο του Δαιδάλου προκειμένου να εισχωρήσει στο άδυτο του Λαβυρίνθου και ύστερα να επιστρέψει με ασφάλεια στην έξοδο, καθώς εκείνη εξακολουθούσε να κρατά την άλλη άκρη του. Στον πρώτο σταθμό του ταξιδιού του γυρισμού, τη Νάξο, η Αριάδνη εγκαταλελειμμένη από τον Θησέα όπως είχαν ορίσει οι θεοί, συνάντησε τον Διόνυσο που με τη συνοδεία του τη σήκωσε σε άρμα ζεμένο πάνθηρες, για να την οδηγήσει θριαμβικά στον Όλυμπο, φορώντας της χρυσό άνθινο στεφάνι, έργο του Ηφαίστου. Σύμφωνα με την παραλλαγή αυτή του μύθου, η θνητή Αριάδνη έγινε σύζυγος αθάνατη θεού. Άλλη παράδοση ωστόσο, θέλει την Αριάδνη να φονεύεται από την Άρτεμη στη Νάξο, με εντολή του Διόνυσου. Ή να πεθαίνει στο νησί της Κύπρου, ετοιμόγεννη. Τον τάφο της Αριάδνης έδειχναν σε διαφορετικές ελληνικές πόλεις όπως στο Άργος, όπου υπήρχε ναός του Κρήσιου Διονύσου και της Αφροδίτης, ξόανο της οποίας είχε χαρίσει η Αριάδνη στον Θησέα που με τη σειρά του το αφιέρωσε στη Δήλο. Λέγεται ακόμη, ότι στον ναό του Διόνυσου στο Άργος, βρέθηκε λάρνακα ιερή με στάχτη της Αριάδνης.
Η Αριάδνη της Ανάστασης -και του Αναστάση μου-, αποτελεί μια νέα σπαρταριστή ανάγνωση, επαν-εγγραφή και απτική μέσω της ύφανσής της ερμηνευτική του προ-ολύμπιου μύθου. Φιλοπερίεργη και φιλοθέαμη, φιλότεχνη και φιλοτάξιδη, η Αριάδνη εγκαταλείπει δίχως σκέψη τον κύκλιο εκστατικό χορό της στο γενέθλιο χοροστάσι του Δαιδάλου και το πατρικό παλάτι της Κνωσού, για να υφανο-φτερουγίσει ελεύθερη και αδέσμευτη στο εξής, στα πέρατα του νόστου. Για να εισχωρήσει στην καρδιά των απαγορευμένων, των δυσπρόσιτων, των κλειδωμένων γνώσεων. Για να χαράξει νέες πόλεις, σχέσεις, σχέδια, γέφυρες, βουνά, ποτάμια, μονοπάτια, ανθίβολα σε εδάφη άσπιλα. Για να τρυγήσει τη σιωπή. Για να εγγράψει τη γραφή. Για να συλλέξει υφάνσεις έως εσχάτων. Για να ερωτευτεί ξανά από την αρχή χωρίς να παντρευτεί. Χωρίς να ανήκει. Χωρίς να ανήκει καν στον Αναστάση –της, που την ακολουθεί εξακολουθητικά, υφαίνοντας ετούτο το ταξίδι.
Ο μύθος-μίτος της, – μίτος, λέξη ανερμήνευτη αγνώστου ετύμου, που σημαίνει το ο,τιδήποτε οδηγεί στη λύση δύσκολου προβλήματος, είναι αυτός που τη βοηθά να φύγει όλο και μακρύτερα, καθώς περιπλανώμενη στη διαχρονία σαν το αρχετυπικό alter ego της, βαδίζει από την εφηβεία προς την ενηλικίωση, από το εγνωσμένο στο άγνωστο και από το κοινότυπο déjà vu στο παγκόσμιο χάος της Ομορφιάς, καθώς κι ο ίδιος ολοένα ξετυλίγεται. Και είναι ταξίδι αυτό της Αριάδνης που υφαίνει κι όλο υφαίνει, φανερώνοντας ηπείρους, επεισόδια, αιώνες, καύκαλα εμπειριών και κενοτάφια εικόνων ως να φτάσει στο σκληρό κουκούτσι της σοφίας του κόσμου, ταξίδι κατά πάσα πιθανότητα χωρίς επιστροφή.
Στο αναστάσιμο ετούτο σύμπαν-νήμα που ονειρεύτηκε και τέλεσε με άχθος συγκινητικό, πανσπερμικό, πληθωρικό και χειροποίητο ο Αναστάσης Μαδαμόπουλος, ο λόγος συναντά το χέρι και η λογοτεχνική πλοκή γίνεται πλέξη, πράξη και ύφανση μεταφορική και κυριολεκτική. Από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ως τις Άνδεις, από την Ήπειρο ως την Αίγυπτο κι από την Κύπρο ως το Πυργί, καθώς ο Klee εν δόξα προχωρά σε εκμάθηση των χθόνιων συμβόλων των σαρακατσάνων και ο εκ Σύμης Κώστας Φαρμακίδης υποδέχεται τον Θεσσαλό Κίτσο Μακρή, η ιστορία του κόσμου τρέπεται ποιητική αδεία σε παλίμψηστη ιστορία της τέχνης και η συλλογική ιστορία της τέχνης μετατρέπεται σε ημερολόγιο του ενός. Κι όλες ετούτες οι ακραίες συνευρέσεις και υποθέσεις, ξαναβρίσκουν την αλήθεια τους μπροστά στην υφαντή κλεψύδρα της μυθολογίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης που ολοένα ανασαλεύει, ρέει και μεταμορφώνεται, ξαναβαφτίζοντας σε αθάνατο συμπαντικό νερό τον κοινωνό της.
Ίρις Κρητικού
Αρχαιολόγος & Ιστορικός της Τέχνης Επιμελήτρια της έκθεσης