Γράφει ο Αλέξανδρος Δ. Βαρτζόπουλος
Ένα βήμα προ της ολοκληρώσεως του πολυαναμενόμενου νομοσχεδίου για τη συνεπιμέλεια βρίσκεται το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Το πόρισμα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, με πρόεδρο τον πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και πρόεδρο της Εταιρείας Οικογενειακού Δικαίου κ. Ιωάννη Τέντε, η οποία συνεστήθη τον περασμένο Απρίλιο (ΦΕΚ ΥΟΔΔ 252/08-04-2020) με αντικείμενο την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, παραδόθηκε περί τα μέσα του προηγούμενου μηνός στον υπουργό Δικαιοσύνης κ. Κωνσταντίνο Τσιάρα, ενώ το νομοσχέδιο αναμένεται να αναρτηθεί σε δημόσια διαβούλευση και εν συνεχεία να κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή, ίσως και μέσα στον Ιανουάριο.
Την ίδια στιγμή, η αντιπαράθεση μεταξύ συλλόγων μπαμπάδων που διεκδικούν εδώ και χρόνια τη συνεπιμέλεια και γυναικείων οργανώσεων που αντιδρούν στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις και ζητούν τη μη θεσμοθέτηση της συνεπιμέλειας ως a priori υποχρεωτικής, καλά κρατεί.
Ποια όμως η λογική του νέου νομοσχεδίου; Το επίδικο νομοσχέδιο εστιάζει σε στοχευμένες αλλά καίριες τροποποιήσεις σε ορισμένα άρθρα του 11ου κεφαλαίου του Αστικού Κώδικα, που αφορούν τις σχέσεις γονέων και τέκνων (άρθρα 1505-1541). Όπως δήλωσε την 26/11 σε τηλεοπτική εκπομπή στην ΕΡΤ ο υπουργός δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Τσιάρας:
«Όλοι μας λίγο ή πολύ είμαστε κοινωνοί μιας πραγματικότητας, όπου πολλές φορές τα παιδιά εργαλειοποιούνται, γίνονται το αντικείμενο ουσιαστικά της αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο χωρισμένων γονιών και βεβαίως αυτό από μόνο του σαν γεγονός προβάλλει την πολύ μεγάλη ανάγκη να προβούμε σε μία νομοθέτηση, η οποία θα έχει σαν κύριο στόχο, σαν βασική μέριμνα τη διαφύλαξη του συμφέροντος του παιδιού».
Ακολούθως λοιπόν της πληθώρας των δημοσιευμάτων τόσο στον έντυπο όσο και στον ηλεκτρονικό τύπο, τα βασικά του σημεία αλλά και οι προτεινόμενες διατάξεις είναι οι κάτωθι:
Για πρώτη φορά μετά από περίπου 40 χρόνια από την τελευταία μεγάλη αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου με το Νόμο 1329/83 (ΦΕΚ 25/Α/18-2-1983) επαναπροσδιορίζεται η φιλοσοφία του νομοθέτη, σε περίπτωση διάστασης μεταξύ γονέων, από τη μονοδιάστατη άσκηση της γονικής μέριμνας και δη της επιμέλειας, κυρίως από τον έναν γονέα, στην από κοινού πλέον άσκηση και από τους δύο γονείς. Καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης για οποιονδήποτε λόγο μεταξύ των γονέων, καθώς επίσης και η έννοια της γονεϊκής αποξένωσης. Στις αλλαγές που αναμένεται να φέρει το νομοσχέδιο, το οποίο επισημαίνεται πως δεν έχει φτάσει στην τελική του μορφή και ενδέχεται να υπάρξουν αλλαγές, καθιερώνεται ελάχιστο μαχητό τεκμήριο επικοινωνίας κατά το 1/3 του συνολικού κατανεμόμενου χρόνου, το οποίο μπορεί να φθάνει έως και το 1⁄2 ανάλογα με τις συνθήκες και αξιοποιούνται κατά τα στάδια ως μεθοδολογικά εργαλεία η κοινή συμφωνία των γονέων, η δυνατότητά τους να προσφύγουν από κοινού σε ειδικευμένο διαμεσολαβητή και σε τελικό στάδιο, εφόσον δεν υπάρξει συμφωνία, η προσφυγή στο δικαστήριο, ώστε να αποφεύγεται η εξαρχής αντιδικία που επιδρά αρνητικά στην ομαλή ψυχοσωματική ανάπτυξη του τέκνου.
Πιο συγκεκριμένα:
Ιδιαίτερης σημασίας κρίνεται η αναμόρφωση του άρθρου 1511 ΑΚ, όπου το δικαστήριο καλείται να αποφασίσει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας. Επί του ισχύοντος Άρθρου προβλέπεται ότι:
“Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της ασκησής της”.
Επί του σκεπτικού τώρα της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής αναφέρεται ότι «το συμφέρον του τέκνου, που εξυπηρετείται πρωτίστως από την ισόχρονη και ουσιαστική παρουσία και των δύο γονέων στην ανατροφή και φροντίδα του τέκνου, καθώς επίσης από την αποτροπή αποξένωσής του από καθέναν απ’ αυτούς, πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του δικαστηρίου, όταν καλείται αυτό να αποφασίσει».
Στη δεύτερη παράγραφο, αναμένεται να προστεθεί και ότι η απόφαση του δικαστηρίου θα πρέπει να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού, εκτός από τις ήδη αναφερόμενες διακρίσεις του φύλου, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, των πολιτικών, της ιθαγένειας, της εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας.
Σχετικά με την 3η παράγραφο του άρθρου, που αναφέρεται στη γνώμη του τέκνου, το νέο νομοσχέδιο εξετάζει ότι η προσθήκη αυτή πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται «εφόσον κριθεί από το δικαστήριο ότι δεν αποτελεί προϊόν καθοδήγησης ή υποβολής”.
Στο άρθρο 1512 ΑΚ που αναφέρεται σε περιπτώσεις διαφωνίας των γονέων, η ισχύουσα νομοθεσία αναφέρει ότι: “Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο.”
Η προτεινόμενη όμως ρύθμιση περιλαμβάνει πρώτα το στάδιο της διαμεσολάβησης, η οποία αν δεν αποδώσει τότε θα οδηγηθεί η υπόθεση σε δικαστική κρίση.
Καίρια χαρακτηρίζεται και η αλλαγή του άρθρου 1513 ΑΚ, όπου μέχρι σήμερα: “ Στις περιπτώσεις διαζυγίου η ακύρωσης του γάμου και εφόσον ζουν και οι δύο γονείς, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο”.
Η εισηγούμενη ρύθμιση επιβάλλει την «από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής μέριμνας», εκτός αν συμφωνηθεί να ανατεθεί σε έναν από αυτούς.
Επίσης, εξετάζεται το να μπορούν οι γονείς να ρυθμίζουν την επικοινωνία με έγγραφο βέβαιης χρονολογίας για τουλάχιστον 2 χρόνια, όταν υπάρχει διακοπή συμβίωσης, χωρίς να υπάρχει διαζύγιο ή ακύρωση γάμου. Σε περίπτωση διαφωνίας, μπορούν να προσφύγουν στο δικαστήριο.
Το δικαστήριο θα μπορεί ανάλογα με την περίπτωση: α) Να κατανείμει την άσκηση της γονικής μέριμνας μεταξύ των γονέων με εξειδίκευση στον τρόπο άσκησής της στα κατ’ ιδίαν θέματα ή να αναθέσει την άσκηση της γονικής μέριμνας στον έναν γονέα ή σε τρίτο, β) όταν οι συνθήκες ζωής των γονέων και των τέκνων το επιτρέπουν και εφόσον είναι προς το συμφέρον του τέκνου το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την εναλλασσόμενη διαμονή του, γ) το δικαστήριο μπορεί να διατάξει πραγματογνωμοσύνη να ληφθεί οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μετρό. Μπορεί επίσης να διατάξει διαμεσολάβηση ή την επανάληψή της, ορίζοντας συγχρόνως τον διαμεσολαβητή.
Στο άρθρο 1518 ΑΚ, όπου ρυθμίζονται τα ζητήματα επιμέλειας του προσώπου του ανηλίκου, θεσπίζεται η υποχρέωση του γονέα να διαφυλάσσει και να ενισχύει τη σχέση του τέκνου με τον άλλον γονέα, τους αδελφούς του, καθώς και με την οικογένεια του άλλου γονέα, ιδίως όταν οι γονείς δεν ζουν μαζί ή ο άλλος γονέας έχει αποβιώσει.
Το άρθρο 1519 ΑΚ το οποίο όλως προσφάτως προστέθηκε με το άρθρο 139 Ν.4714/2020,ΦΕΚ Α 148/31.7.2020 (Το αρχικό άρθρο 1519 καταργήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 2447/1996 (Α` 278), αναφέρεται στο μείζων ζήτημα της τοποθεσίας όπου διαμένει το τέκνο και προβλέπει ότι: “ Μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει κάθε πρόσφορο μέσο”.
Προτείνεται δε, περαιτέρω εμπλουτισμός του, με προσθήκη έτερης παραγράφου η οποία θα προβλέπει ότι «όταν η επιμέλεια ασκείται από τον έναν γονέα ή έχει γίνει κατανομή της μεταξύ των γονέων, οι αποφάσεις για την ονοματοδοσία του τέκνου, το θρήσκευμα, για ζητήματα της υγείας του εκτός από τα επείγοντα και εντελώς τρέχοντα, καθώς και ζητήματα εκπαίδευσης που επιδρούν αποφασιστικά στο μέλλον του, λαμβάνονται και από τους δύο γονείς από κοινού, ενώ ο γονέας στον οποίο δεν έχει ανατεθεί η άσκηση της γονικής μέριμνας έχει το δικαίωμα να ζητά από τον άλλον πληροφορίες για το πρόσωπο και την περιουσία του τέκνου”.
Ουσιαστική αλλαγή αναμένεται και στο άρθρο 1520 ΑΚ, όπου ορίζεται η προσωπική επικοινωνία. Μέχρι σήμερα αναφέρεται ότι «ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο διατηρεί το δικαίωμα της ευρύτερης προσωπικής επικοινωνίας με αυτό». Στο τραπέζι των συζητήσεων βρίσκεται η συμπλήρωση της φράσης ως εξής: «Στην οποία περιλαμβάνεται τόσο η φυσική παρουσία-επαφή αυτού με το τέκνο όσο και η διαμονή του τέκνου στην οικία του. Ο συνολικός χρόνος που το τέκνο θα επικοινωνεί με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερος από το 1/3 υπολογιζόμενος είτε σε ετήσια είτε σε μηνιαία είτε σε εβδομαδιαία βάση, εκτός εάν ο γονέας που δεν διαμένει με το τέκνο επιθυμεί μικρότερο χρόνο επικοινωνίας».
Επιπλέον, εκτός από την υποχρέωση του γονέα να μη διακόπτει την επικοινωνία του παιδιού με τους συγγενείς του, προστίθεται μια ακόμη πρόταση, αφού «οι γονείς δεν έχουν το δικαίωμα να εμποδίζουν την επικοινωνία του τέκνου με τρίτους που έχουν αναπτύξει μαζί του κοινωνικοσυναισθηματική σχέση οικογενειακής φύσης, εφόσον με την επικοινωνία εξυπηρετείται το συμφέρον του τέκνου».
Τέλος, επί του άρθρου 1532 ΑΚ, όπου προβλέπονται οι συνέπειες της κακής άσκησης της επιμέλειας, ορίζεται ότι κακή άσκηση γονικής μέριμνας συνιστούν ιδίως: η υπαίτια μη συμμόρφωση προς τις αποφάσεις και πράξεις δικαστικών αρχών που αφορούν στο τέκνο, η διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα και την οικογένειά του και η με κάθε τρόπο πρόκληση αποξένωσης του τέκνου από αυτούς, η υπαίτια παράβαση των όρων της συμφωνίας των γονέων ή της δικαστικής απόφασης για την επικοινωνία του τέκνου με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει και η με άλλον τρόπο παρεμπόδιση της επικοινωνίας, η κακή άσκηση και υπαίτια παράλειψη της άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας από τον δικαιούχο γονέα, αλλά και η αδικαιολόγητη άρνηση του γονέα να καταβάλει τη διατροφή που επιδικάστηκε στο τέκνο από το δικαστήριο ή συμφωνήθηκε μεταξύ των γονέων.
Αντιδικία μεταξύ συλλόγων μπαμπάδων και γυναικείων οργανώσεων.
Οι μπαμπάδες ισχυρίζονται, ότι έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει πράξη η πολυετής διεκδίκησή τους για περισσότερο και ποιοτικότερο χρόνο με τα παιδιά τους. Τονίζουν πως “η ποιότητα της επαφής γονέα παιδιού έγκειται στην ποσότητα και αυτό ισχύει για τα παιδιά κάθε ηλικίας περιλαμβανομένων και των βρεφών. Δηλαδή δε δύναται να υπάρξει ποιότητα χωρίς επαρκή ποσότητα”. Προς την αυτή κατεύθυνση ευρίσκεται τόσο η τοποθέτηση του Συνήγορου του Πολίτη, ο οποίος με επιστολή του προς τον αρμόδιο Υπουργό υπογραμμίζει ότι : «Η παγιωμένη πρακτική της ανάθεσης της άσκησης της επιμέλειας του προσώπου του τέκνου στον έναν γονέα, καλλιεργεί σε αυτόν την πεποίθηση ότι η επιμέλεια αποτελεί ατομικό του δικαίωμα, το οποίο εκτείνεται μέχρι του σημείου του αποκλεισμού του άλλου γονέα από τη ζωή του παιδιού», όσο κι ο Συνήγορος του Παιδιού, που επισημαίνει πως «στον ανήλικο συμφέρει περισσότερο μια φροντίδα από δύο άτομα, που ελέγχουν το ένα το άλλο, παρά μια εξουσία ενός μόνο προσώπου, η οποία… μπορεί να ρέπει ευκολότερα προς τον αυταρχισμό».
Ήθελε δε τονιστεί πως 57 γυναίκες-πανεπιστημιακοί τάσσονται στο πλευρό των μπαμπάδων σημειώνοντας: «Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ένας από τους δύο γονείς είναι αποδεδειγμένα βίαιος, κακοποιητικός ή αμελής, η συνεπιμέλεια και ο ίσος χρόνος των παιδιών με τους δύο γονείς είναι μια συνθήκη από την οποία κερδίζουν όλοι. […] Η συνεπιμέλεια υποστηρίζει και όλα αυτά για τα οποία πάλεψε το κίνημα του φεμινισμού εδώ και πολλές δεκαετίες: την αυτενέργεια, την ελευθερία και την ισοτιμία των γυναικών».
Στην αντίπερα όχθη, οι γυναικείες οργανώσεις υποστηρίζουν ότι όσο η ενδοοικογενειακή βία, οι κακοποιητικοί και αδιάφοροι πατεράδες είναι μέρος της ελληνικής πραγματικότητας και μάλιστα μέρος που δεν παρακολουθείται και δεν λύνεται επαρκώς, το όλο ζήτημα τυγχάνει ιδιαιτέρως πολυδιάστατο. Κατ’ επέκταση λοιπόν, διερωτώνται πώς θα καταστεί δυνατή, η έγκαιρη πιστοποίηση της κακοποίησης, επί ενός πλαισίου, όπου η συνεπιμέλεια θα είναι a priori αναγκαστική;
Επί τούτου όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι ανωτέρω “γκρίζες” ζώνες όπως και οι εύλογες ανησυχίες των γυναικείων οργανώσεων έχουν ήδη διαπιστωθεί, καθώς το θέμα συζητείται αυτή τη στιγμή ανάμεσα στα κόμματα, ενώ σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, πρόκειται όπως επί του πολυαναμενόμενου νομοσχεδίου να συμπεριληφθούν πρόσθετες “δικλείδες ασφαλείας” όπως το ότι η συνεπιμέλεια δεν θα εφαρμόζεται σε περιπτώσεις που υπάρχει ενδοοικογενειακή βία, κακοποίηση της γυναίκας ή/και του παιδιού καθώς και ότι η συνεπιμέλεια δεν θα αποκλείει τον πατέρα από την υποχρέωση της διατροφής όπως ισχύει ως τώρα.
Εν κατακλείδι, πρέπει όπως λεχθεί, ότι το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο χρίζει απαραιτήτως μεταρρυθμίσεως, η οποία θα πρέπει εκ των ουκ άνευ, όπως συμπεριλάβει και τους δύο γονείς στην ανατροφή/επιμέλεια του κοινού τους τέκνου, σαφέστατα όμως δίδοντας και στον εφαρμοστή του δικαίου, την απαραίτητη ευχέρεια κινήσεων, προκειμένου να κρίνει την εκάστοτε περίπτωση in concreto, έχοντας πάντα ως κύριο μέλημα του, το συμφέρον του ανήλικου τέκνου.
Η λανθασμένη, τουλάχιστον κατά τον γράφοντα, παγιωθείσα νομολογιακή πρακτική, η οποία σχεδόν απαρέγκλιτα ακολουθεί το δόγμα της βιοκοινωνικής υπεροχής της μητέρας, αναθέτοντας στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων την αποκλειστική επιμέλεια σε αυτήν, πρέπει σίγουρα να αλλάξει. Σημειωτέο πως το 2017 εκδόθηκαν 19.190 διαζύγια, εκ των οποίων τα 15.721 αφορούσαν οικογένειες με παιδιά. Στο 98% των περιπτώσεων το δικαστήριο ανέθεσε την άσκηση της επιμέλειας, αποκλειστικά στη μητέρα.
Όπως δε, επισημαίνουν οι σύλλογοι των μπαμπάδων: “Οι γονείς ανατρέφουν καθημερινά το παιδί τους από κοινού, έχοντας ο καθένας χρόνο ανατροφής, δεν έρχονται σε επικοινωνία με αυτό. Ας φυλάξουμε την επικοινωνία για τον ανάξιο ή τον έγκλειστο γονέα. Και για τους παππούδες, τους θείους, τους νονούς”.
Εναπόκειται πλέον στην Πολιτεία, όπως πράξει τα δέοντα, προκειμένου οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που θα λάβουν χώρα να έχουν ως αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του παιδιού.
Ο Αλέξανδρος Δ. Βαρτζόπουλος είναι Δικηγόρος, ΜΔ, LLM, Λοχαγός ε.α. ΜΔΕ Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών Α.Π.Θ.
L.LM. Transnational Commercial Law IHU
Μητροπόλεως 55, Θεσσαλονίκη (2ος όροφος)
Τηλ.: 2310250944, Κιν.: 6978415930
email: [email protected]