Γράφει ο *Γρηγόρης Ορφανίδης
Φανταστείτε πως κατοικείτε σε μια βικτωριανή κατοικία με την μητέρα, τον πατέρα και τα αδέρφια σας. Ζείτε αρμονικά, συνομιλείτε με τους οικείους σας περί διαφόρων θεμάτων και περνάτε εποικοδομητικά το χρόνο σας, παρόλα αυτά αναδύονται, ορισμένες φορές, προστριβές ανάμεσα σας. Αυτή είναι η οικογένεια. Στο ευήλιο δωμάτιο, το οποίο μοιράζεστε με δύο από τα αδέρφια σας, διαβάζετε, παίζετε, μαθαίνετε και γενικότερα έρχεστε σε επαφή με νέα, άγνωστα θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα. Μπροστάρεις σ’ αυτό το μεστό ταξίδι της γνώσης ο παππούς σας, γεμάτος σύνεση και εμπειρία. Αυτό είναι το σχολείο. Κάθε απόγευμα στον καταπράσινο και θαλερό κήπο σας περιτριγυρίζεστε από οικεία και μη πρόσωπα, με τα οποία εφαρμόζετε όσα μαθαίνετε στο φωτεινό δωμάτιο σας και, ενδεχομένως, έρχεστε σε αντιπαραθέσεις για θέματα τα οποία σας ταλανίζουν. Όλο αυτό, που βιώνετε, είναι η κοινωνία.
Ο θεσμός της οικογένειας είναι ο ισχυρότερος στην ελληνική κοινωνία, καθώς και ο σημαντικότερος για την ψυχοσωματική ανάπτυξη του παιδιού. Η ελληνική οικογένεια εξελίχθηκε, αν αναλογιστούμε πως πριν πενήντα χρόνια η σύζευξη επιτυγχάνονταν, κατά κύριο λόγο, μέσω του λεγόμενου “προξενιού” και όχι από επιθυμία του ζευγαριού, ο ρόλος της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένος, όπως επίσης και η επαγγελματική της αποκατάσταση ήταν όνειρο θερινής νυκτός, συνεπώς και η χειραφέτηση της φάνταζε ακατόρθωτη. Ακόμη και η διάκριση ανάμεσα στο φύλο των παιδιών ήταν συχνό φαινόμενο, κυρίως στις κλειστές κοινωνίες της επαρχίας, δημιουργώντας κατ’ αυτόν το τρόπο ένα τοξικό περιβάλλον. Μπορεί η επίδραση της μητέρας στο παιδί να ήταν και να είναι εντονότερη, όμως πατριαρχικά κατάλοιπα μαστίζουν ακόμη τον θεσμό της οικογένειας και θα χρειαστούν μακροχρόνιοι αγώνες για να ξεπεραστούν. Εύλογα, όμως, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, πώς είναι δυνατόν να αυξάνονται τα διαζύγια και οι ειδήσεις γυναικοκτονιών να μας κατακλύζουν. Επί της ουσίας, όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Ως παιδία, οι άνθρωποι έχουν καταγράψει στο υποσυνείδητο τους, ασυνείδητα, τακτικές, πρακτικές και τεχνικές τις οποίες εφάρμοσαν οι γονείς τους κατά την ανατροφή τους και μετέπειτα τις εγκολπώνονται όντας αυτοί οι γονείς. Λάθη, λοιπόν, τα οποία αναδύθηκαν στις προηγούμενες γενιές, επανεμφανιζονται, είτε ήπια είτε διογκωμένα, στις μεταγενέστερες. Η μόρφωση ενός ανθρώπου δεν μπορεί να υπερκεράσει, τουλάχιστον πλήρως, τη δύναμη του υποσεινήδητου. Επιπροσθέτως η κοινωνία απαλλάχθηκε από μεσαιωνικές αντιλήψεις όσον αφορά τα χωρισμένα ζευγάρια και κυρίως τη γυναίκα, η οποία παλαιότερα ήταν δαχτυλοδεικτούμενη. Επίσης, παρατηρούμε, εξάρσεις ακραίου έρωτα, μέσα από δηλώσεις συζυγοκτόνων, όπως για παράδειγμα “φοβόμουν να μην με αφήσει”. Αυτό το αίσθημα φόβου που επικρατεί στον ενήλικα, προέρχεται από την έλλειψη αγάπης στα βρεφικά και στα πρώιμα παιδικά του χρόνια. Η αγαπη που δεν έλαβε κάποιος από τους γονείς του στα πρώτα χρόνια της ζωής του, μετατρέπεται σε φόβο της απώλειας.
Σε καμία περίπτωση, βέβαια, η κρίση, η οποία περνάει η ελληνική οικογένεια, δεν οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην δύναμη του υποσεινήδητου. Τα τελευταία χρόνια η χώρα μας πέρασε μια έντονη κρίση. Ως υλιστές, δηλαδή άνθρωποι που ενδιαφέρονται κυρίως για τα υλικά αγαθά, επικεντρωθήκαμε μονάχα στην οικονομική κρίση, η οποία έπληξε φυσικα τη χώρα μας, παρ’ όλα αυτά αφήσαμε στο περιθώριο την κοινωνική και ψυχολογική κρίση, οι οποίες με το πέρασμα του χρόνου γίνονται πιο εμφανείς στις καθημερινές μας συναναστροφές. Η χώρα έχει διαλυθεί ουσιαστικά σαν κοινωνία, καμία ομαδική – ανθρώπινη – κατάσταση δεν λειτουργεί αρμονικά και με αλληλέγγυο πνεύμα, καθώς αναπτύχθηκαν, έντονα, στην συνείδηση των πολιτών αρνητικά συναισθήματα, όπως η δυσπιστία, η μισαλλοδοξία και ο εγωκεντρισμός. Ίσως γι’ αυτούς, ακριβώς τους λόγους έχουμε γίνει ακραίοι υλιστές. Πόσες φορές, άλλωστε, γονείς που έρχονται αντιμέτωποι με κάποιο πρόβλημα των παιδιών τους, στρέφονται στην αγορά υλικών αγαθών, με πρόθεση την επίλυση του προβλήματος. Ουσιαστικά, όμως, καλύπτουν, προσωρινά, όποια διαταραχή εμφάνισε το παιδί, η οποία θα εμφανιστεί και πάλι, ενδεχομένως, με διαφορετικό τρόπο. Η τακτική αυτή θα συνεχιστεί, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Προσπαθώντας να καλύψουμε το επικοινωνιακό χάσμα, το οποίο έχει δημιουργηθεί ανάμεσα μας, στρεφόμαστε στον υπερκαταναλωτισμό, ο οποίος είναι, πλέον, ο σκοπός της ζωής. Ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπός είναι ευτυχισμένος, όταν βρίσκεται σε ένα πλέγμα σχέσεων στο οποίο προσφέρει πράγματα, όπως αγάπη, συμπόνια, κατανόηση. Η κοινωνία και συνεπώς η οικογένεια, ως θεσμός της κοινωνίας, λειτουργούν εύρυθμα εν ολίγοις με το δούναι και λαβείν. Ξεχάσαμε να συζούμε, να μοιραζόμαστε και να ανεχόμαστε. Επεκτείνοντας τις αναφορές στην εποχή μας – δηλαδή την χρονική περίοδο -, στην οποία ζούμε, που χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα, παρατηρούμε, ότι είμαστε ανυπόμονοι, πλήττουμε εύκολα και επιζητούμε σε κάθε πτυχή της ζωή μας την αλλαγή, δίχως να υπολογίζουμε αρνητικές και θετικές συνέπειες και να εμβαθύνουμε στις καταστάσεις.
Δικαιολογημένα, λοιπόν, θα συνέδεε κανείς κοινωνικές διαταραχές, εξάρσεις βίας σε αθλητικές, πολιτιστικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, με την έλλειψη μόρφωσης ή κοινωνικής παιδείας ή κακής ανατροφής, εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση, η κοινωνική ψυχολογία είναι αυτή που θα μας βοηθήσει να δώσουμε μια απάντηση. Ένα άτομο μέσα σε μία μάζα οδηγείται μέσω της επιρροής της σε μία συχνά ριζική αλλαγή της ψυχικής δραστηριότητας, φθίνη η συνειδητή προσωπικότητα του και δεν είναι πια ο εαυτός του, έχει καταντήσει ένα άβουλο αυτόματο. Όποιου είδους και αν είναι τα άτομα που την απαρτίζουν, όσο όμοιος ή ανόμοιος και αν είναι ο τρόπος ζώης τους, η απασχόληση τους, ο χαρακτήρας τους ή η ευφυια τους, από μόνο το γεγονος του μετασχηματισμού τους σε μάζα διαθέτουν μια συλλογική ψυχή, δυνάμει της οποίας αισθάνονται, σκέφτονται και ενεργούν με εντελώς άλλο τρόπο απ’ ότι το καθένα από αυτά μόνο του θα αισθανόταν, θα σκεφτόταν και θα ενεργούσε. Η μάζα αποκτά ένα αίσθημα ανυπέρβλητης εξουσίας, ενώ ταυτόχρονα το αίσθημα ευθύνης που πάντα συγκρατεί τα άτομα, εξαφανίζεται. Στο πλήθος είναι κάθε αίσθημα, κάθε πράξη μεταδοτική, και μάλιστα σε τέτοιο μεγάλο βαθμό, ώστε το άτομο θυσιάζει πολύ εύκολα το προσωπικό του συμφέρον για χάρη του κοινού συμφέροντος. Επομένως, σε ενδεχόμενες ακραίες κοινωνικές καταστάσεις δεν θα πρέπει να εστιάζουμε μεμονωμένα στα άτομα τα οποία την προκαλούν ή ακόμη και την εκτονώνουν, αλλά να εξετάζουμε γενικότερα τις κοινωνικές συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί γύρω από αυτήν.
Παρατηρώντας την αποσύνθεση της οικογένειας και της κοινωνίας στρέφουμε τις ελπίδες μας στο σχολείο, το οποίο εσφαλμένα θεωρούμε πως είναι πανάκεια. Προσδοκούμε τα παιδιά στο σχολείο να μάθουν περί ενσυναίσθησης, σεξουαλικής αγωγής, περιβαλλοντικής συνείδησης και άλλων θεμάτων, τα οποία καθορίζουν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα τους και κακώς δεν θίγονται στους κόλπους της οικογένειας, ώστε να εφαρμόζονται επί της ουσίας στον θεσμό του σχολείου, ο οποίος είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας και προετοιμαζει τους φερέλπιδες, μετέπειτα ενήλικες, πολίτες. Τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής ενός παιδιού είναι αυτά που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζωή του. Η δομή, το “σενάριο” της ζωής, είναι αποτέλεσμα των εμπειριών μας στα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής μας. Σε καμία περίπτωση, δεν μειώνεται ο εξέχων ρόλος του εκπαιδευτικού, ο οποίος έχει σημαίνοντα ρόλο, όμως δεν αντικαθιστά τον βαρυσήμαντο ρόλο του γονέα. Ας σκεφτεί ο καθένας εις βάθος, λοιπόν, για να δώσει απάντηση στο εξής ερώτημα: Ποιος μεγαλώνει το παιδί μου;
Προσθέτοντας, τέλος, την προσωπική μου άποψη είμαι πεπεισμένος, ότι ο γονέας οφείλει να γίνει το καλύτερο πρότυπο για το παιδί του, ο εκπαιδευτικός να εμπνεύσει το μαθητή να υπερπηδήσει τα όρια του και η κοινωνία να δώσει πρόσφορο έδαφός ώστε να αναπτυχθούν σκέψεις και σχέδια που θα ωφελήσουν σε κάθε περίπτωση στην εξέλιξη της.
*Γρηγόρης Ορφανίδης, εκπαιδευτικός, απόφοιτος τμήματος γερμανικής γλώσσας και φιλολογίας Α.Π.Θ.