Στις 10 Νοεμβρίου εγκαινιάζεται στην ArteVisione Gallery η ομαδική εικαστική έκθεση Film noir, σε επιμέλεια της Ms Ιστορικού της Τέχνης, Ευαγγελίας Θ. Καϊράκη και με τη συμμετοχή 39 σύγχρονων καλλιτεχνών. Η έκθεση πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία και υποστήριξη της marni film.
Βιογραφικό: Σωτήρης Μαμουτόπουλος
Ο Σωτήρης Μαμουτόπουλος, γεννήθηκε στη Βέροια, σπούδασε γραφιστική, ασχολήθηκε με το σχεδιασμό καταστήματος και βιτρίνας και ακολούθησε το web designer. Με έμφυτη την επιθυμία της δημιουργίας κατασκευάζει, πλάθει και αναδομεί… αισθήσεις και υλικά, το μύθο και την πραγματικότητα, την εικόνα και το σχήμα.
FILM NOIR: Το νουάρ σύμπαν είναι ονειρικό, παράξενο, ερωτικό, αμφίσημο και σκληρό. Το αστικό τοπίο πρωτοστατεί μέσα από μπαρ, νυχτερινά μαγαζιά, βιομηχανικά σκηνικά ή απλά τους δρόμους της πόλης.
Χαμηλός φωτισμός, έντονες ασπρόμαυρες αντιθέσεις, άνισες συνθέσεις, πληθώρα καθρεπτών, παραμορφωμένες εικόνες, λοξά κάδρα, καθηλωτική μουσική και ήχοι που κρατούν σε διαρκή εγρήγορση το θεατή, δημιουργούν ένα περιβάλλον φαντασιακά υποβλητικό.
Αρχετυπικοί χαρακτήρες οι σκληροί γεμάτο κυνισμό ντετέκτιβ, οι φαμ φατάλ, οι διεφθαρμένοι αστυνομικοί, οι ζηλόφθονες σύζυγοι, ήρωες γενικά με περίσσια ελαττώματα και ηθικά διλήμματα, συχνά ξεπεσμένοι ή απόκληροι. Βασανίζονται από ζήλια και απληστία, είναι άπιστοι, διαπράττουν προδοσία και φόνο.
Στα δύο πρώτα αρχέτυπα στάθηκα και σκιαγράφησα δυο εικόνες σαν να είναι μέρος από το ίδιο φιλμ ή μπορεί και όχι..
Ένας ντετέκτιβ περιπλανιέται σε μια σκοτεινή πόλη, ίσως το Σαν Φρανσίσκο ίσως το Σικάγο, βρέχει μάλλον κι αυτός στέκεται επιφυλακτικά έξω από ένα μπαρ. Είναι άραγε το σωστό μέρος;
Μία φαμ φατάλ αγωνιά πίσω από το φεγγίτη. Με κομμένη ανάσα ακούει τα βήματα του διώκτη της. Άραγε θα παραβιάσει την πόρτα ή θα απομακρυνθεί; Η ταινία συνεχίζεται…
Ένας κόσμος σκιώδης, δοσμένος σε κιαροσκούρο πίσω από τις μισάνοιχτες γρίλιες μιας περσίδας ή την καγκελωτή κουπαστή μιας art nouveau σκάλας. Ερεβώδης και σκληρός, παραδόπιστος και διεφθαρμένος, αλλά τι παράδοξο! Αφόρητα σαγηνευτικός. Παραμορφωμένος, σαν είδωλο σε κυρτό καθρέφτη, όσο ωμά ρεαλιστικός, μέσα στην ανομολόγητη παθογένειά του. Ένας συνθετικός -από πολλά -υπό και -αντί -χωροχρόνος, που νωχελικά ξεδιπλώνεται από τον καρπό σαν σατέν γάντι, κρύβοντας πίσω από την επιτηδευμένη ηδυπάθεια τη ματαιότητα της ύπαρξης. Από το Γεράκι της Μάλτας του 1941, έως τον Ντέιβιντ Λιντς, με επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον ιταλικό νεορεαλισμό, το film noir καθιερώθηκε το 1946 από τον Νίνο Φρανκ ως αυτόνομο κινηματογραφικό είδος, για να εικονογραφήσει ένα ψευδαισθητικό σύμπαν, εκκωφαντικό σαν ριπή μέσα στη νύχτα, απρόβλεπτο σαν την ξανθιά μπούκλα που πέφτει στο μέτωπο της παγερής ηρωϊδας, όταν αυτή τραντάζεται στην αγκαλιά του ερωτικού θηράματος. Ενα σύμπαν σελιλόιντ, νοτισμένο από τόνους ιδρώτα, αίματος και νικοτίνης, που απατηλά συντίθεται στο λυκόφως σαν οφθαλμαπάτη μέσα σε σύννεφα καπνού, για να εξαχνιστεί, ακόλουθα στο λυκαυγές. Πλάνητας στα σκοτεινά σημεία των πόλεων, ο film noir αντι-ήρωας μιας ξεπεσμένης μπουρζουαζίας, ο Δράκος του Κούνδουρου, ίσως, ή κάποιο μέλος της Γλυκιάς Συμμορίας του Νίκου Νικολαϊδη, ανώνυμος πάντα μέσα στο πλήθος, αθόρυβος μέσα στη βοή της πόλης, ανεβάζει τα στόρια, μόνο και μόνο για να απολαύσει ένα νοθευμένο τζιν ή ένα Singapore Sling με μπόλικο πάγο, βλέποντας τα τρένα να περνούν. Flaneur σε έναν δυστοπικό υπό-κοσμο, δοσμένο πάντα σε χαμηλό κορεσμό, χωρίς κανένα πρόσημο, αποστασιοποιημένος σε μια υπερδιαστημική, άχρονη ετεροτοπία, όπου τυχοδιώκτες, νεκροθάφτες, πόρνες, επίορκοι υπάλληλοι, απεικάσματα υπαρκτών και ανύπαρκτων ανθρώπων, ανδρείκελα και κουρέλια μπορούν ακόμα να σιγοτραγουδούν τη Γλυκιά Μαράτα της Κάκιας Μένδρη, μία άρια της Κάλλας ή τη Glendora του Perry Como. Δεν έχει δα τόση σημασία. Τα πάντα στο σκοτάδι λειτουργούν χωρίς νόρμα, σταχυολογούνται σε ένα παράδοξο συμπίλημα εικόνων, ακουσμάτων, αισθήσεων και παραισθήσεων. Στόχος της έκθεσης είναι να εικονοποίησει την cult μαγεία των films noir, προσομοιώνοντάς την στη σύγχρονη εποχή, μία εποχή αντιθετική μέσα στον πλουραλισμό της, ζοφερή, παρά τη digital αισθητική της νέο –ποπ κουλτούρας της, μια εποχή όπου- με όρους μυθοπλασίας- οι σκοτεινές λήψεις έχουν αντικαταστήσει την ευκρίνεια του σινεμασκόπ. Και ακόλουθα, να κοιτάξει τον θεατή με το λοξό βλέμμα του Humphrey Bogart, που ισιώνει την τραγιάσκα του, ενώ αμφίσημα μειδιά, μετρώντας αντίστροφα τους δείχτες του ρολογιού. 3, 2, 1… Κλακέτα και πάμε!
Ευαγγελία Θ. Καϊράκη Ms Ιστορικός της Τέχνης Ε.Κ.Π.Α. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης