Η Βίβιαν Ζώταλη συμμετέχει στην ομαδική εικαστική έκθεση Film noir

Στις 10 Νοεμβρίου εγκαινιάζεται στην ArteVisione Gallery η ομαδική εικαστική έκθεση Film noir, σε επιμέλεια της  Ms Ιστορικού της Τέχνης, Ευαγγελίας Θ. Καϊράκη και με τη συμμετοχή 39 σύγχρονων καλλιτεχνών. Η έκθεση πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία και υποστήριξη της marni film.

Βίβιαν Ζώταλη: Kυρίως αυτοδίδακτη, αντλεί έμπνευση από τη σύνδεση και την επικοινωνία. Στα έργα της κυριαρχούν ο συναισθηματισμός και τα χρώματα σε ένα περιβάλλον συμβόλων, με επιρροή από τον εξπρεσιονισμό και τον μετα-ιμπρεσιονισμό αλλά συνεχώς πειραματίζεται.

Αρχικά, η τέχνη τελούσε ρόλο αποσυμπίεσης και τελικά ακολούθησε σπουδές στις Επικοινωνίας (Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, BSc. και στο Σίδνεϋ). Εργάστηκε στην Ελλάδα και το εξωτερικό στη διαφήμιση, την ιατρική, τον αθλητισμό και την εκπαίδευση.

Ξεκίνησε να ζωγραφίζει πάλι, αλλά αυτή τη φορά το ταξίδι της με την τέχνη εκφράζεται με μια έντονη αλληλεπίδραση. Από εσωτερική διαδικασία μεταμορφώνεται σε μέσο σύνδεσης και η δημιουργία έχει πρωταρχικό ρόλο στη ζωή της Βίβιαν.

Ενθουσιάστηκε με τη “σκοτεινή” της συμμετοχή στην ομαδική έκθεση “Film Noir” στην γκαλερί “Artevisione”.

Εμπνεύστηκε τη γυναικεία φιγούρα του έργου της, από την ατάκα του πρωταγωνιστή στην ταινία “Double Indemnity” με πρωταγωνιστή τον Fred MacMurray να λέει προς το τέλος “Yes, I killed him. I killed him for money- and a woman. And I didn’t get the money and I didn’t get the woman. Pretty, isn’t it?”

Ένας κόσμος σκιώδης, δοσμένος σε κιαροσκούρο πίσω από τις μισάνοιχτες γρίλιες μιας περσίδας ή την καγκελωτή κουπαστή μιας art nouveau σκάλας. Ερεβώδης και σκληρός, παραδόπιστος και διεφθαρμένος, αλλά τι παράδοξο! Αφόρητα σαγηνευτικός. Παραμορφωμένος, σαν είδωλο σε κυρτό καθρέφτη, όσο ωμά ρεαλιστικός, μέσα στην ανομολόγητη παθογένειά του. Ένας συνθετικός -από πολλά -υπό και -αντί -χωροχρόνος, που νωχελικά ξεδιπλώνεται από τον καρπό σαν σατέν γάντι, κρύβοντας πίσω από την επιτηδευμένη ηδυπάθεια τη ματαιότητα της ύπαρξης. Από το Γεράκι της Μάλτας του 1941, έως τον Ντέιβιντ Λιντς, με επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και τον ιταλικό νεορεαλισμό, το film noir καθιερώθηκε το 1946 από τον Νίνο Φρανκ ως αυτόνομο κινηματογραφικό είδος, για να εικονογραφήσει ένα ψευδαισθητικό σύμπαν, εκκωφαντικό σαν ριπή μέσα στη νύχτα, απρόβλεπτο σαν την ξανθιά μπούκλα που πέφτει στο μέτωπο της παγερής ηρωϊδας, όταν αυτή τραντάζεται στην αγκαλιά του ερωτικού θηράματος. Ενα σύμπαν σελιλόιντ, νοτισμένο από τόνους ιδρώτα, αίματος και νικοτίνης, που απατηλά συντίθεται στο λυκόφως σαν οφθαλμαπάτη μέσα σε σύννεφα καπνού, για να εξαχνιστεί, ακόλουθα στο λυκαυγές. Πλάνητας στα σκοτεινά σημεία των πόλεων, ο film noir αντι-ήρωας μιας ξεπεσμένης μπουρζουαζίας, ο Δράκος του Κούνδουρου, ίσως, ή κάποιο μέλος της Γλυκιάς Συμμορίας του Νίκου Νικολαϊδη, ανώνυμος πάντα μέσα στο πλήθος, αθόρυβος μέσα στη βοή της πόλης, ανεβάζει τα στόρια, μόνο και μόνο για να απολαύσει ένα νοθευμένο τζιν ή ένα Singapore Sling με μπόλικο πάγο, βλέποντας τα τρένα να περνούν. Flaneur σε έναν δυστοπικό υπό-κοσμο, δοσμένο πάντα σε χαμηλό κορεσμό, χωρίς κανένα πρόσημο, αποστασιοποιημένος σε μια υπερδιαστημική, άχρονη ετεροτοπία, όπου τυχοδιώκτες, νεκροθάφτες, πόρνες, επίορκοι υπάλληλοι, απεικάσματα υπαρκτών και ανύπαρκτων ανθρώπων, ανδρείκελα και κουρέλια μπορούν ακόμα να σιγοτραγουδούν τη Γλυκιά Μαράτα της Κάκιας Μένδρη, μία άρια της Κάλλας ή τη Glendora του Perry Como. Δεν έχει δα τόση σημασία. Τα πάντα στο σκοτάδι λειτουργούν χωρίς νόρμα, σταχυολογούνται σε ένα παράδοξο συμπίλημα εικόνων, ακουσμάτων, αισθήσεων και παραισθήσεων. Στόχος της έκθεσης είναι να εικονοποίησει την cult  μαγεία των films noir, προσομοιώνοντάς την στη σύγχρονη εποχή, μία εποχή αντιθετική μέσα στον πλουραλισμό της, ζοφερή, παρά τη digital αισθητική της νέο –ποπ κουλτούρας της, μια εποχή όπου- με όρους μυθοπλασίας- οι σκοτεινές λήψεις έχουν αντικαταστήσει την ευκρίνεια του σινεμασκόπ. Και ακόλουθα, να κοιτάξει τον θεατή με το λοξό βλέμμα του Humphrey Bogart, που ισιώνει την τραγιάσκα του, ενώ αμφίσημα μειδιά, μετρώντας αντίστροφα τους δείχτες του ρολογιού. 3, 2, 1… Κλακέτα και πάμε!

Ευαγγελία Θ. Καϊράκη Ms Ιστορικός της Τέχνης  Ε.Κ.Π.Α. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης

 

Χορηγός επικοινωνίας