Ευαγγελία Καϊράκη: “Η τέχνη πάντα υπάρχει και εξελίσσεται. Αφουγκράζεται την εποχή, εμπνέεται από αυτή, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα”

Η Ευαγγελία Καϊράκη, ιστορικός τέχνης, τοποθετείται στο polismagazino.gr για τη ζωγραφική και τον πολιτισμό.

Πόσο σύνηθες είναι μία ιστορικός τέχνης να είναι παράλληλα και ζωγράφος; Το να γίνει κάποιος Ιστορικός Τέχνης χρειάζονται θεωρητικές σπουδές ανωτάτου επιπέδου. Το να γίνει κάποιος ζωγράφος, διακεκριμένος εννοώ, πέρα από τεχνική κατάρτιση, χρειάζεται ταλέντο. Τώρα, εάν αυτά συνδυάζονται είναι καθαρά θέμα περίπτωσης, δεν μπορώ να το γενικεύσω. Αν το πάρουμε αντίστροφα, σίγουρα ένας ζωγράφος έχει την προπαίδεια να ακολουθήσει θεωρητικές σπουδές, το έχουμε δει πολλάκις, περιπτώσεις που ακολούθησαν ακόμα και ακαδημαϊκή καριέρα στο γνωστικό πεδίο της Ιστορίας της Τέχνης. Θυμίζω επίσης ότι ζωγράφοι έχουν οργανώσει καταπληκτικές εκθέσεις. Μία που μου έρχεται στο μυαλό είναι η αναδρομική του Κρεμονίνι, που συνεπιμελήθηκε ο μαθητής του Αλέξης Βερούκας στην Ύδρα το 2017. Αλλά κρίνοντας από τη μέχρι τώρα συναναστροφή μου με τους καλλιτέχνες, δεν ξέρω κατά πόσο οι ίδιοι, κατά κανόνα, ενδιαφέρονται. Οι περισσότεροι θέλουν να επικοινωνούν με το έργο τους καθεαυτό. Πάντως, με δεδομένο ότι μία ομαδική έκθεση είναι μια συλλογική διαδικασία, καλό θα ήταν να υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, για να μην αποδυναμώνεται η θέση και το κύρος του επιμελητή.

Επιβιώνει η τέχνη σήμερα, στην παραπέουσα κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα; Η τέχνη πάντα υπάρχει και εξελίσσεται. Αφουγκράζεται την εποχή, εμπνέεται από αυτή, στηλιτεύει τα κακώς κείμενα. Η τέχνη ούτε σταματά να υπάρχει, ούτε φιμώνεται. Το εμπόριο τέχνης, σίγουρα αντιμετωπίζει δυσκολίες. Αλλά ο καλλιτέχνης δεν παύει να δημιουργεί, ακόμα και αν δεν βιοπορίζεται από την τέχνη του καθεαυτή. Μεγάλο βιοποριστικό θέμα έχουν οι θεωρητικοί και αυτό συχνά παραγνωρίζεται, γιατί το σύστημα τους βάζει στο περιθώριο. Προσφέρει μόνο ακαδημαϊκές σπουδές και δεν υπάρχει καμία κρατική πρόνοια για αποκατάσταση. Και επιπλέον, πολλοί αυτοπροσδιορίζονται ως θεωρητικοί, επιμελητές, τεχνοκρίτες χωρίς να έχουν τις σπουδές.

Αρκεί “το ταλέντο” ως εφόδιο για την επιτυχία ενός ζωγράφου; Το ταλέντο είναι το πρώτιστο εφόδιο. Λίγο ρομαντικά μιλώντας, πιστεύω ότι οι «ταλεντάρες» δεν χάνονται. Το σύμπαν συνωμοτεί για να αναδειχθούν. Σίγουρα όμως για τις περισσότερες περιπτώσεις χρειάζονται και άλλοι παράγοντες να συντρέξουν, όπως οι δημόσιες σχέσεις και βέβαια, ο παράγοντας της τύχης, της ευκαιρίας που μπορεί να παρουσιαστεί και πρέπει ο καλλιτέχνης να αδράξει. Και βέβαια, θα πρέπει ο καλλιτέχνης να ταξιδέψει, να ζήσει στο εξωτερικό για να εμπλουτίσει το λεξιλόγιο του, να διευρύνει τις προσλαμβάνουσές του, να συγχρονιστεί με τις νέες τάσεις.

Τί σημαίνει για εσάς η λέξη επιτυχία; Επιτυχία, από την πλευρά της επιμέλειας και της θεωρητικής υποστήριξης μιας έκθεσης, είναι η επιλογή ενδιαφέροντος, πρωτότυπου και όχι τετριμμένου θέματος, το οποίο μπορεί να ξεκλειδώσει τους καλλιτέχνες, να τροφοδοτήσει την έμπνευσή τους. Από εκεί και πέρα, αν υπάρχει καλό υλικό, επιτυχία είναι να μπορέσει ο επιμελητής, που ενορχηστρώνει το εγχείρημα, να παρουσιάσει τα έργα έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία, συνάφεια, τεκμηρίωση. Εμείς, με τη συνεργάτιδα μου, την κα. Καρατζόγλου, στοχεύουμε καταρχάς, στην ποιότητα, όπως εμείς βέβαια την ορίζουμε, μέσα από τη σταχυολόγηση των συμμετοχών, την επιλογή του θέματος και της αίθουσας, που πρέπει να είναι φιλική προς το θέμα, να μην είναι αυτό εκτός δικής της κλίμακας. Και αν το αποτέλεσμα είναι άρτιο, περνά στο κοινό, που συλλαμβάνει και το μήνυμα και την πρόθεση της έκθεσης. Δεν χαώνεται. Αυτό είναι επιτυχία. Το καλό στήσιμο και τα θετικά σχόλια, με την έννοια ότι κάθε έκθεση απευθύνεται στον κόσμο. Δεν είναι για εσωτερική κατανάλωση. Και βέβαια, η εμπορική επιτυχία. Χωρίς να είναι αυτοσκοπός, είναι βασικό ζητούμενο για προφανείς λόγους.

Συνδέονται ο πολιτισμός και ο τουρισμός; Όχι μόνο συνδέονται, αλληλοεξαρτώνται και έτσι πρέπει σε μια χώρα που ο πολιτισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία, όπως έλεγε και η Μελίνα. Θα θυμίσω το παράδειγμα των πρώτων περιηγητών, αλλά και της Σαντορίνης. Παγκόσμιος προορισμός έγινε μετά την αποκάλυψη του Μαρινάτου, το 1967. Και η Μύκονος, με τη Δήλο. Και τόσα άλλα. Το θέμα βέβαια, όσο κοινότοπο και αν ακούγεται -ως μόνιμη επωδός όλων όσοι ασχολούνται με τα νεωτέρα-, είναι να μην προβάλλεται μόνο ο αρχαίος πολιτισμός. Η νεα ελληνική και η σύγχρονη τέχνη δεν υστερούν και η πολιτεία οφείλει να τις προβάλλει ισοδύναμα. Μέσω εφαρμογών, βέβαια, ο τουρίστας μπορεί να περιηγηθεί στις αίθουσες σύγχρονης τέχνης.

Υπάρχει σήμερα αγοραστικό – επενδυτικό ενδιαφέρον στο χώρο της τέχνης; Αγοραστικό με την έννοια της αγοράς ενός είδους πολυτελείας ως προσωπικό απόκτημα ή ως δώρο αξίας, όχι τόσο, καθώς τα οικονομικά της μέσης τάξης δεν είναι ανθηρά. Κάθε γκαλερί βεβαια έχει το κοινό της, μία σχέση εμπιστοσύνης με αυτό και κινείται κάπως η αγορά, όχι όπως παλαιότερα που πολλές γκαλερί είχαν τη δυνατότητα να αγοράσουν αποκλειστικά τα δικαιώματα ενός καλλιτέχνη. Επενδυτικό πάντα υπάρχει γιατί οι συλλέκτες θεωρώ δεν το βλέπουν μόνο χρηματιστηριακά, είναι ένα ευγενές χόμπι που δεν κόβεται. Και ο σωστός, δηλαδή ο διορατικός συλλέκτης, δεν απευθύνεται μόνο σε δυο τρεις γνωστούς δημοπράτες ή εμπόρους. Ψάχνει παντού να βρει το ταλέντο και να επενδύσει σε αυτό.

Μπορεί κάποιος ζωγράφος να επιβιώσει από τις πωλήσεις των έργων του; Σε περίπτωση που ο ζωγράφος ρισκάρει, θεωρώ (χωρίς να είμαι η ίδια ζωγράφος), αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στη δημιουργία, έχει τις κατάλληλες γνωριμίες με αίθουσες, συλλέκτες, αλλά και θεωρητικούς, ίσως και ναι. Ξέρω περιπτώσεις, όχι τόσο νέων παιδιών που ξεκινούν τώρα τη διαδρομή τους, αλλά παλαιότερων, που ζουν αποκλειστικά από την τέχνη τους. Και έτσι ίσως να έπρεπε να γίνεται κατά κανόνα.

Οι gallery προωθούν αξιόλογους ή εμπορικούς ζωγράφους; Το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Για να είναι κάποιος εμπορικός, πρέπει να είναι ή να έχει υπάρξει αξιόλογος, με την έννοια ότι κάποτε καθιερώθηκε, αλλά μετά για εμπορικούς λόγους υπέπεσε σε έργα του συρμού. Ο αγοραστής που είναι έμπειρος έχει δικό του κριτήριο. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις σε εκθέσεις των οποίων έχουμε με τη συνεργάτιδά μου επιμεληθεί ή και κατά μόνας να αναδειχθούν καλλιτέχνες, χωρίς να έχουν προωθηθεί από το σύστημα των αιθουσών. Και μετά αυτοί οι καλλιτέχνες συνέχισαν και συνεχίζουν αξιοσημείωτη πορεία με εκθέσεις ατομικές, συμμετοχές στο εξωτερικό ή σε πιο μαξιμαλιστικά πρότζεκτς. Προσωπικά, χαίρομαι πολύ για αυτό.

Υπάρχει “ξέπλυμα” χρήματος στην αγορά της τέχνης; Αυτό το θέμα δεν είναι στο πεδίο του ενδιαφέροντός μου, οπότε δεν έχω άποψη.

Η εμπορική αξία ενός έργου είθισται να αυξάνεται…. μετά θάνατον του καλλιτέχνη. Μύθος ή πραγματικότητά; Αυτό γινόταν παλιότερα, όταν η εποχή ήθελε μύθους. Συνήθως συνέβαινε με «καταραμένους» ή ναίφ καλλιτέχνες. Σήμερα, στην κοινωνία της πληροφορίας, η αξία αναγνωρίζεται στη συγχρονία της. Βέβαια, μετά θάνατον, οπότε προφανώς δεν υπάρχει παραγωγή, και προϊόντος του χρόνου, λογικό είναι να αυξάνεται η αξία.

Με ποιό σκεπτικό θα συμβουλεύατε έναν αγοραστή να αποκτήσει ένα πίνακα;
Η δουλειά μου ως επιμελήτρια είναι να παρουσιάζω ένα συνολικό αποτέλεσμα, το οποίο με εκφράζει ως συντονίστρια. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα έργα σε μία έκθεση και δη ομαδική τα θεωρώ άξια αγοράς ή και επένδυσης. Αυτό ακριβώς είχα απαντήσει, όταν είχα ερωτηθεί από έναν υποψήφιο αγοραστή, σε μια πρόσφατη έκθεση που συνεπιμελήθηκα στην υπέροχη αίθουσα του κ. Νίκου Χιωτίνη στην πλατεία Κολιάτσου. Ο συλλέκτης που θα έρθει έχει δικά του κριτήρια, που πέρα από το ατομικό γούστο έχει να κάνει με το πόσο ο ίδιος υπολογίζει σε έναν καλλιτέχνη.

Στην ευρύτερη αγορά κυκλοφορούν πολλά πλαστά έργα αναγνωρίσιμων ζωγράφων. Πως μπορεί ο αγοραστής να είναι σίγουρος για την αυθεντικότητα του έργου; Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί πολύ την κοινότητα των δημοπρασιών και υπάρχουν καλλιτέχνες Έλληνες, παλαιότερων «γενιών», που έχουν αναπαραχθεί σε βαθμό κακοποίησης. Πρέπει καταρχάς ο οίκος δημοπρασιών να είναι αξιόπιστος, να αποδεικνύεται η προέλευση και εκ των υστέρων, αν πρόκειται για μεγάλη επένδυση, θα πρέπει ο αγοραστής να το ψάξει ενδελεχώς και με τεχνικά μέσα (γνήσιο υπογραφής κτλ).

Δίνεται σήμερα η δυνατότητα σε νέους ζωγράφους να προβληθούν και να αναδείξουν το ταλέντο τους και τη δουλειά τους; Σήμερα, ακόμη περισσότερο, μέσω του διαδικτύου, όπου κάθε δημιουργός μπορεί να προβάλει το έργο του κατά μόνας και κατά βούληση, στο κοινό που ο ίδιος θα οριοθετήσει. Όμως αυτού του είδους η προβολή μπορεί να καταστήσει τους καλλιτέχνες αναλώσιμους, όπως, από το μετερίζι μου μιλώντας, και το έργο των θεωρητικών αναλώσιμο. Θεωρώ ότι πέρα από την αυταξία, το έργο του καλλιτέχνη αναδεικνύεται σωστότερα σε ένα εκθεσιακό περιβάλλον. Για αυτό πρέπει να οργανώνονται εκθέσεις ολοκληρωμένες, δηλαδή σε αίθουσες τέχνης, υπό τον συντονισμό ενός θεωρητικού, με συνοδευτικούς καταλόγους κοκ, για να βλέπει το κοινό τα έργα δια ζώσης και για να ανάγεται το έργο ως έκθεμα και η έκθεση ως καλλιτεχνική πράξη. Οι εκθέσεις σε πραγματικό χώρο και χρόνο δεν πρέπει να πάψουν, παρά την κυριαρχία του διαδικτύου, που πέρα από την ευκολία του, κρύβει κινδύνους.

Είστε ικανοποιημένη από την ευρύτερη κρατική προβολή των καλλιτεχνών μέσω των διαφόρων πολιτιστικών δράσεων; Είμαι πολύ δυσαρεστημένη. Δεν υπάρχει πρόνοια όχι μόνο για τους καλλιτέχνες, αλλά και για όλους όσοι ασχολούνται εν γένει με τον χώρο. Στο χώρο των θεωρητικών κυριαρχεί μία ακαδημαϊκή ελίτ, που έχει δώσει αξιόλογα δείγματα δουλειάς και αποτελεί ταγό για εμάς τους νεώτερους, αλλά πρέπει να δοθεί τόπος στα νιάτα. Ανακυκλώνονται τα ίδια άτομα. Δεν λέω να παροπλιστούν, προς Θεού, αλλά να εισρεύσουν νέοι άνθρωποι με καινοτόμες ιδέες και όρεξη. Να γίνονται δράσεις που θα χρηματοδοτούνται από το κράτος ή την κοινότητα, όπου θα επιλέγονται με κριτήρια νέοι δημιουργοί και νέοι επιμελητές, για να διευρυνθεί λίγο ο κύκλος, να μην καταντήσει μία κάστα αυστηρά οριοθετημένη για λίγους και εκλεκτούς. Για παράδειγμα, οι Δήμοι που διαθέτουν χώρους, περιορίζονται μόνο στην παραχώρησή τους, χωρίς καμία άλλη υποστήριξη στους ανεξάρτητους επιμελητές. Και πολλοί δημοτικοί χώροι τέχνης έχουν καταντήσει μαυσωλεία. Γίνονται πράγματα μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Και στην Ελλάδα, που είναι η πηγή των ανθρωπιστικών σπουδών και η τέχνη, χωρίς να το έχουμε καταλάβει, ρέει στο αίμα μας, είναι πολλοί αυτοί που ζητούν να ασχοληθούν επαγγελματικά με την τέχνη, ή να την απολαμβάνουν ως θεατές. Πρέπει το κράτος να δώσει κίνητρα. Εδώ πάει να καταργήσει τα καλλιτεχνικά μαθήματα από τα σχολεία. Το κράτος απαξιώνει την τέχνη, που την αντιμετωπίζει στη συγχρονία της ως εμπόρευμα και όχι ως πολιτιστική εξέλιξη, όχι οι πολίτες του. Ό,τι όμορφο γίνεται, οφείλεται στην όρεξη και τον προσωπικό κάματο ορισμένων οραματιστών. Χωρίς να υπάρχει υλικό κέρδος, μόνο ηθικό.

Σύντομο βιογραφικό.

Η Ευαγγελία Καϊράκη γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε με άριστα από το Τμήμα Αρχαιολογίας και Ιστορία της Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου συνέχισε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Τέχνης. Έχει εργαστεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, ως υπεύθυνη αρχαιολόγος σε σωστικές ανασκαφές στην Αττική και την Περιφέρεια, ως καθηγήτρια Ιστορία της Τέχνης σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης, ως επιστημονική συνεργάτις στην Εθνική Πινακοθήκη και το Υπουργείο Παιδείας. Από το 2015, ασχολείται με την επιμέλεια εικαστικών εκθέσεων σε Μουσεία, Δημοτικές Πινακοθήκες και ιδιωτικούς χώρους τέχνης. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης από το 2007.