“Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ.” [email protected]
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται στην Ευρώπη γενικευμένη αύξηση των ποσοστών γλωσσομάθειας, ιδίως σε κράτη των οποίων οι γλώσσες συγκαταλέγονται στις «αδύναμες».
Ως τέτοιες νοούνται οι γλώσσες εκείνες που είναι μητρικές σε μη κραταιά από οικονομικής ή και πολιτισμικής απόψεως κράτη. Αν και ο όρος αυτός δεν είναι δόκιμος, ούτε και η κατηγοριοποίηση των γλωσσών σε «δυνατές» και «αδύναμες» προάγει την ισότητα των λαών και των πολιτισμών τους, έχει επικρατήσει και τείνει να χρησιμοποιείται ολοένα και συχνότερα με την πάροδο του χρόνου. Τα στατιστικά στοιχεία πρόσφατων ερευνών με επίκεντρο τη γλωσσομάθεια στην Ευρώπη ποικίλουν και παρουσιάζουν αξιόλογο ενδιαφέρον. Επιπλέον, συμβάλλουν στον ακριβέστερο δυνατό σχεδιασμό της ξενόγλωσσης εκπαιδευτικής και όχι μόνο πολιτικής των κρατών-μελών.
Η αρχή ότι η γλωσσομάθεια είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού δείχνει να βρίσκει σύμφωνη την πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών.
Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα έπειτα από μια στατιστική έρευνα εν έτει 2012, η οποία εκπονήθηκε από το Ευρωβαρόμετρο (Eurobarometer 1974, Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 386 «Οι Ευρωπαίοι και οι γλώσσες τους»). Σε αυτήν συμμετείχαν πολίτες από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, με στόχο την συνολικότερη δυνατή καταγραφή αποτελεσμάτων που θα προσέδιδαν μια ακριβή εικόνα αναφορικά με ζητήματα γλωσσομάθειας εντός της ΕΕ.
Παρά τις ποικίλες απαντήσεις που ακούστηκαν σε ερωτήσεις που έγιναν, όλοι οι συμμετέχοντες συμφώνησαν στα εξής θέματα: α) την προώθηση της πολυγλωσσίας, β) την ενίσχυση της γλωσσικής πολυμορφίας, γ) την ισότητα όλων των γλωσσών μεταξύ τους.
Παρακάτω παρατίθενται ορισμένα ενδεικτικά αποτελέσματα που καταγράφηκαν ανά χώρα:
Αυστρία, Ιρλανδία, Φινλανδία: Οι ερωτηθέντες δήλωσαν επαρκή γνώση τουλάχιστον μιας ξένης γλώσσας, η οποία θα τους βοηθήσει να κάνουν διάλογο με φυσικούς ομιλητές.
Γερμανία: Πέρα της μητρικής γλώσσας, οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι μαθαίνουν έως και δύο ακόμα ξένες γλώσσες.
Δανία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Σλοβενία: Οι ερωτηθέντες υποστήριξαν ότι ένας γλωσσικά καλλιεργημένος πολίτης οφείλει να έχει πρακτικές γνώσεις σε τουλάχιστον δύο ξένες γλώσσες, πέρα της μητρικής του γλώσσας.
Βουλγαρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχική Δημοκρατία: Οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι το ποσοστό των ανθρώπων που δύνανται να επικοινωνήσουν ακόμα και σε μια τουλάχιστον ξένη γλώσσα, ιδίως μεταξύ των καλούμενων «ισχυρών» γλωσσών, είναι αισθητά μειωμένο.
Ηνωμένο Βασίλειο: Οι ερωτηθέντες δήλωσαν κατηγορηματικά ότι η γλωσσομάθεια αντιμετωπίζεται σχεδόν απαξιωτικά, καθώς η Αγγλική είναι η παγκοσμίως ομιλούμενη γλώσσα, χωρίς ωστόσο να τοποθετούνται επί της πολιτικής αυτής.
Σε ο,τι αφορά στις γλώσσες που μαθαίνονται, την πρώτη ισχυρότερη τριάδα συνδιαμορφώνουν από ιδρύσεως της ΕΕ η Αγγλική, η Γερμανική, και η Γαλλική, ενώ ακολουθούν με αισθητή διαφορά η Ισπανική και σπανιότερα η Ιταλική. Φυσικά αυτό δεν είναι τυχαίο. Αποδίδεται ξεκάθαρα στο κύρος των εν λόγω γλωσσών, το οποίο αποκτήθηκε μέσα από το ρου της ιστορίας και των γεγονότων που προηγήθηκαν του Ευρωπαϊκού Έτους Γλωσσών, λ.χ. η επικράτηση της Γαλλίας στο εμπόριο και τη ναυτιλία ήδη από τον 19ο αιώνα, ή η ανάδειξη των ΗΠΑ σε οικονομική και στρατιωτική υπερδύναμη κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1950 και εξής). Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως η εν πολλοίς θεωρούμενη ως «αδύναμη» γλώσσα Ελληνική διδάσκεται στην διασπορά μάλλον ως ξένη παρά ως δεύτερη ξένη γλώσσα. Μάλιστα, το ενδιαφέρον για εκμάθησή της παρουσιάζεται αισθητά μεγάλο ακόμα και στα αναπτυγμένα κράτη παρά τη μικρή γενικά επικοινωνιακή ισχύ της, σύμφωνα με τα σχετικά δημογραφικά δεδομένα. Και βέβαια, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην παραβλέψουμε τη σημασία των προσωπικών κινήτρων για γλωσσομάθεια, τα κυριότερα εκ των οποίων δείχνουν να είναι επαγγελματικής, όπως εύρεση εργασίας, και προσωπικής φύσεως, όπως ταξίδια αναψυχής.
Οι εκπαιδευτικοί στόχοι που η γλωσσομάθεια καλείται να εξυπηρετήσει βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνική υπόστασή της. Το «Ευαγγέλιο» των ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών (ιδρυμάτων) είναι το ΚΕΠΑΓ (Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες). Σε κάθε περίπτωση προσδιορίζονται σαφώς οι σκοποί της πολυγλωσσίας, αποβλέποντας στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό επιτυχίας. Στην ΕΕ, η γλωσσομάθεια θεωρείται γόνιμη όταν ανταποκρίνεται στους όρους μιας διαπολιτισμικής κοινωνίας και συντείνει έτσι στην οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη των κρατών-μελών της ΕΕ. Άλλωστε, η γνώση πολλών ξένων γλωσσών είναι αναπόσπαστο κομμάτι της αγοράς εργασίας, καθότι διασφαλίζει την κινητικότητα των εργαζομένων και τις διαπολιτισμικές συνεργασίες. Οι τελευταίες οξύνονται, επομένως η διαδικασία γλωσσομάθειας τροποποιείται και επαναπροσαρμόζεται διαρκώς στις εκάστοτε ισχύουσες οικονομικές και κοινωνικές, ειδικότερα εν προκειμένω εργασιακές συνθήκες.
Με βάση τα παραπάνω μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι οι ξένες γλώσσες, ως συστατικό ενωτικό στοιχείο των πολιτισμών, μπορούν να οδηγήσουν στο σχολείο που αρμόζει στις δημοκρατικές κοινωνίες της Ευρώπης.
Και τι σχολείο χρειαζόμαστε στην δημοκρατική Ευρώπη του 21ου αιώνα; Ένα σχολείο που:
- εμφυσά θεμελιώδεις ανθρωπιστικές αρετές και αξίες
- προάγει την κριτική και ελεύθερη σκέψη
- ενισχύει την κοινωνικοποίηση
- υποστηρίζει την πολυπολιτισμικότητα μέσω της αποδοχής της διαφορετικότητας και της αγάπης για τα γράμματα και τις τέχνες
- καταργεί τους συντηρητικούς τρόπους μάθησης (αποστήθιση, απομνημόνευση)
- καλλιεργεί το ομαδικό πνεύμα εντός και εκτός σχολικής τάξης κ.α.
Συμπερασματικά, οι γλώσσες αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία μοχλό κίνησης και ανάπτυξης της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Οι θετικές στάσεις των Ευρωπαίων απέναντι στην πολυγλωσσία επηρεάζουν σημαντικά την ξενόγλωσση πολιτική που εφαρμόζεται στα σχολεία και γενικότερα.