Ο συγγραφέας Γιώργος Χατζόπουλος απαντάει στις ερωτήσεις του Μιχάλη Γωνιωτάκη για το polismagazino.gr
“Πιστεύω πως η ανάγκη του ανθρώπου ν’ ακούει, να διαβάζει και να λέει «ιστορίες» δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ… Όμως η λογοτεχνία είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι μια πολύπλοκη, πολύπλευρη, δημοκρατική, γοητευτική διαδικασία. Απλά οι έφηβοι δεν την έχουν γνωρίσει. Πώς ν’ αγαπήσεις κάποιον αν δεν τον γνωρίσεις…”
Γιατί η σειρά έχει τον τίτλο «Αγριόπαπιες»; Επειδή οι ήρωες και των τριών βιβλίων, με πρώτο και καλύτερο τον κεντρικό ήρωα της σειράς, τον Αλέξανδρο, είναι είτε ως παιδιά, είτε ως έφηβοι επιζητούν με «άγριο» τρόπο την ελευθερία τους.
Ελευθερία από τι; Από την αυστηρή, μικροαστική οικογένεια, το αυταρχικό, οπισθοδρομικό σχολείο, το αρτιοσκληρωτικό κράτος της δεκαετίας του ’70 και πάνω από όλα από το παρελθόν που καταδυναστεύει το παρόν και το μέλλον τους.
Το πρώτο βιβλίο της σειράς έχει τον υπότιτλο «η Απόδραση». Ποιοι αποδρούν στο βιβλίο και γιατί; Στο πρώτο βιβλίο της σειράς μία οικογένεια μουσικών που βρίσκεται εξόριστη σ’ ένα νησάκι στο κέντρο μιας λίμνης σ’ ένα χωριό του ελλαδικού χώρου «αποδρά» με τη βοήθεια του εντεκάχρονου Αλέξανδρου. Όμως μαζί με την οικογένεια των εξόριστων μουσικών στο τέλος του βιβλίου αποδρά, όχι τόσο κυριολεκτικά, αλλά περισσότερο μεταφορικά, και ο ίδιος ο Αλέξανδρος από το Χωριό.
Ο πνιγμός του καλύτερου του φίλου θα γίνει αφορμή όχι μόνο για να αντιληφθεί τη σκληρότητα, τη βαναυσότητα και τη φρίκη της δικτατορίας, αλλά και την υποκρισία, το ψέμα και τα μίση του παρελθόντος, που δηλητηριάζουν τις σχέσεις των κατοίκων της υπαίθρου.
Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου γράφεται πως «σύμμαχοί του Αλέξανδρου για να πάρει αποφάσεις και να δράσει… είναι η νύχτα, τα ζώα, οι φίλοι, ο πρώτος παιδικός έρωτας και τα όνειρα». Πώς τον βοηθούν αυτά τα πέντε (5) να δράσει; Με τη βοήθεια της «νύχτας», ενός «ζώου», ενός αλόγου συγκεκριμένα που σέρνει ένα κάρο, και μιας «φίλης», της Αθηνάς, θα καταφέρει ο Αλέξανδρος να φυγαδεύσει την οικογένεια των εξόριστων μουσικών.
Όμως για να βρει τη δύναμη και την αποφασιστικότητα να το κάνει θα πρέπει πρώτα να «ερωτευτεί» τη Βερονίκη, που και ο δικός της πατέρας είναι κάπου σ’ ένα νησί εξόριστος, να δει τη μητέρα της να σέρνεται στα κρατητήρια της ασφάλειας απλά και μόνο γιατί ο άντρας της είναι εξόριστος, αλλά πάνω απ’ όλα να «ονειρευτεί» έναν άλλο καλύτερο κόσμο έναν άλλο καλύτερο άνθρωπο.
Η δύναμη του ονείρου φαίνεται να είναι πολύ σημαντική για εσάς. Βλέπουμε πως τα τρία βιβλία της σειράς τα έχετε ονομάσει «Όνειρα». Ναι, πιστεύω. Όχι μόνο σ’ αυτά που βλέπουμε στον ύπνο μας, αλλά και σ’ αυτά που βλέπουμε στον ξύπνιο μας, στις ουτοπίες. Αν και στους καιρούς μας πολλοί άνθρωποι αναρωτιόνται αν υπάρχουν ακόμη ουτοπίες, ή αν υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτές, εγώ όχι μόνο πιστεύω, αλλά προσπαθώ να πείσω και τους έφηβους αναγνώστες μου να πιστέψουν και ν’ αγωνιστούν για αυτές, αν θέλουν να ζήσουν σ’ ένα καλύτερο κόσμο.
«Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο καινούργιος πασχίζει να γεννηθεί…» Ακριβώς! Αυτό θα έλεγα πως είναι και το κεντρικό νόημα και των τριών βιβλίων της σειράς «Αγριόπαπιες». Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 (οπότε και διαδραματίζονται τα τρία βιβλία της σειράς: καλοκαίρι του 1974, χειμώνας του 1976, άνοιξη του 1979), ο παλιός κόσμος της μετεμφυλιακής Ελλάδας των δεκαετιών του ’50 του ’60 και της δικτατορίας πεθαίνει και ένας καινούριος κόσμος, πιο ελεύθερος, πιο δίκαιος, πιο δημοκρατικός πασχίζει να γεννηθεί.
Είναι εύκολο να μιλήσεις γι’ αυτά τα πράγματα στους σημερινούς έφηβους; Όχι. Και δεν είναι εύκολο για δύο λόγους: Πρώτον γιατί οι σημερινοί έφηβοι ενώ έχουν περισσότερες γνώσεις, περισσότερες κοινωνικές δεξιότητες, η πολιτική τους σκέψη είναι ανώριμη.
Και δεύτερον γιατί αν και θα μπορούσες να μιλήσεις για όλα αυτά μέσα από ιστορίες, μέσα από περιπέτειες, μέσα από τη λογοτεχνία, δυστυχώς οι έφηβοι δε διαβάζουν βιβλία.
Τι εννοείτε όταν λέτε πολιτική σκέψη; Εννοώ την ικανότητα και την ευαισθησία να παρατηρείς την αδικία, την καταπίεση γύρω σου, να αναρωτιέσαι για τα αίτιά της, να προσπαθείς ν’ αναλύσεις τους λόγους, να έχεις τη διάθεση να συζητήσεις πιθανές εξηγήσεις, και τέλος να θυμώσεις, να οργιστείς και να απαιτήσεις αλλαγές.
Γιατί λέτε πως οι έφηβοι δε διαβάζουν λογοτεχνία; Πιστεύω πως η ανάγκη του ανθρώπου ν’ ακούει, να διαβάζει και να λέει «ιστορίες» δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ. Ωστόσο οι σύγχρονοι έφηβοι προτιμούν να διαβάζουν ή να βλέπουν «ιστορίες» μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, του youtube, του διαδικτύου, του Netflix… Όμως η λογοτεχνία είναι κάτι πολύ διαφορετικό. Είναι μια πολύπλοκη, πολύπλευρη, δημοκρατική, γοητευτική διαδικασία. Απλά οι έφηβοι δεν την έχουν γνωρίσει. Πώς ν’ αγαπήσεις κάποιον αν δεν τον γνωρίσεις…
Ποιος νομίζετε πως φταίει γι’ αυτό; Δε θα κατηγορήσω ούτε τα παιδιά, ούτε τις οικογένειες τους. Οι θεσμοί έχουν την ευθύνη. Η εκπαίδευση, οι δήμοι, και κυρίως το κράτος και η πολιτική του απέναντι στο βιβλίο και στον πολιτισμό.
Ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη. Καλοτάξιδες να είναι οι Αγριόπαπιές σας! Αναμένουμε με αγωνία το Δεύτερο Όνειρο της σειράς που έχει τον τίτλο: Η Εξέγερση! Και το τρίτο όνειρο το έχω ονομάζει «η Απελευθέρωση».
Ωραίες λέξεις! Ωραίες ιστορίες!
Η απόδραση
(Σειρά: Αγριόπαπιες, Όνειρο πρώτο) Συγγραφέας Χατζόπουλος Γιώργος Εκδόσεις Εκδόσεις Πατάκη
Σύνοψη: Τι σόι εγκληματίας θα μπορούσε να είναι ένας «μουσικάντης»; Τι μπορεί να σημαίνει η λέξη «Ναφασκαβαλιάς»; Ποιες ψυχές χαίρονται με τίποτα; Μπορεί να πνίξει τον Νίκο τον Ψαροκασέλα ένα γροιβάδι; Ως αύριο έχει ο Θεός; Ή μήπως όχι; Όταν η μαγεία της φύσης, η ξενοιασιά της παιδικής ηλικίας και η ομορφιά του έρωτα συναντούν, τη σκληρότητα, τη βαναυσότητα και τη φρίκη του αυταρχικού Καθεστώτος, ο εντεκάχρονος Αλέξανδρος πρέπει να κάνει επιλογές, να πάρει αποφάσεις και να δράσει. Σύμμαχοι του η νύχτα, τα ζώα, οι φίλοι, ο πρώτος παιδικός του έρωτας και τα όνειρα. Τα άγρια όνειρα της πρώτης εφηβείας… Άραγε πόσο ψηλά μπορούν να πετάξουν οι αγριόπαπιες; Ένα φρέσκο μυθιστόρημα, με μια ακριβή ανθολόγηση των χαρακτήρων της εποχής, μια πειστική αναπαράσταση του τελευταίου καλοκαιριού της χούντας μέσα από τα μάτια του αγοριού που μπαίνει στην εφηβεία και, ταυτόχρονα, η έλξη που του ασκούν, από τη μία τα κορίτσια κι απο την άλλη η αλλόκοτη καλλιτεχνική φύση ενός εξόριστου μουσικού.
Σύντομο βιογραφικό.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος γεννήθηκε το 1964 στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Συγκριτική Λογοτεχνία σε μεταπτυχιακό επίπεδο στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ. Έχει γράψει τα θεατρικά έργα Μοργκεντάου (2003), που ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης – Θέατρο Αμαλία το 2007, Πόσο καλό είναι το φως (2009) και τη νουβέλα Βγερού Γλυκά Φανού (εκδ. Αιώρα, 2016), η οποία ανέβηκε στο Θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης το συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα Νι Πι, ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής (2018) και Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ (2020).