Η μουσική ενώνει τους λαούς και τους πολιτισμούς;
Η δημιουργία της μουσικής είναι, για μένα, το πιο “ανθρώπινο” επίτευγμα στην ιστορία του ανθρώπου.
Κλείνει μέσα της το προσωπικότερο πράγμα στον κόσμο, τα ίδια μας τα συναισθήματά, δημιουργήθηκε από αυτά και για αυτά: για να τα δεχτούμε, να τα εξηγήσουμε, να τα υποφέρουμε και να τα μοιραστούμε.
Συμβαίνει πολλές φορές ακούγοντας μουσική από μια πολύ μακρινή χώρα ή από έναν εντελώς άγνωστο σε εμάς πολιτισμό, να εκπληττόμαστε από το πόσο μας αγγίζει και να συνειδητοποιούμε πόσο ίδια είναι αυτά με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι σε αυτή τη ζωή οι άνθρωποι όλου του κόσμου, ανεξαρτήτως φυλής και καταγωγής.
Θα σας αναφέρω το πολύ πρόσφατο παράδειγμα του Ναμπούκο, που ανέβηκε το χειμώνα στην όπερα του Αμβούργου, σε σκηνοθεσία του πολιτικού κρατουμένου Κίριλ Σερεμπρένικοφ.
Παρουσιάζοντας το Ναμπούκο ως διεφθαρμένο αρχηγό κράτους που στοχοποιεί τους πρόσφυγες για τα δεινά της χώρας, ο Σερεμπρένικοφ παρενέβαλε μεταξύ των πράξεων της όπερας παραδοσιακά τραγούδια της Συρίας για την απώλεια και τη λαχτάρα, τραγουδισμένα όχι από επαγγελματίες, αλλά από αληθινούς πρόσφυγες οι οποίοι ανέβαιναν στη σκηνή, και στο τέλος τη μοιράζονταν με τους λυρικούς τραγουδιστές ενώνοντας τις φωνές τους για το χορωδιακό “Va, pensiero” , στην πιο συγκινητική στιγμή της παράστασης, και αποσπώντας θερμά χειροκροτήματα από το πλήθος.
Σκεφθείτε το. Ένας πολιτικός κρατούμενος από τη Ρωσία παρουσιάζει στην ελίτ μιας εκ των πιο πλούσιων ευρωπαϊκών πόλεων, τα βάσανα και τον κατατρεγμό αυτών των ανθρώπων με αποτέλεσμα να τους ενώνει όλους, ανεξαρτήτως πολιτικών αντιλήψεων, σε μια κοινή συγκίνηση, έναν κοινό λυγμό για τα δεινά αυτού του κόσμου. Αυτή ακριβώς είναι και η τεράστια δύναμη της μουσικής.
Ποιον μουσικό θαυμάζετε και γιατί;
Πέρα από το εξαιρετικό ταλέντο κάποιου μουσικού, το οποίο είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να μην σε εντυπωσιάσει, μια υπέροχη φωνή σαν του Παβαρότι, για παράδειγμα, ή μια εξαιρετική μουσικότητα και υποκριτική δεινότητα σαν της Κάλλας, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να θαυμάζει ιδίως την ειλικρίνεια που έχουν κάποιοι καλλιτέχνες στην προσέγγιση της μουσικής τους.
Και οι μουσικοί αυτοί υπάρχουν ευτυχώς, σε όλα τα είδη! Εντυπωσιάζομαι και συγκινούμαι εξίσου από την απλότητα και τη δωρικότητα της Billie Holiday στο Strange Fruit όσο και από την πραγματική κατάθεση ψυχής του Corelli που ακούει κανείς στο O Lola ch’ hai di latti la cammisa.
O Coltrane έλεγε: “You can play a shoestring if you’re sincere”, δηλαδή “μπορείς να παίξεις μουσική και με το κορδόνι των παπουτσιών σου, αν είσαι ειλικρινής σ’ αυτό που κάνεις” και είναι μια φράση που κρατώ πάντοτε στο μυαλό μου.
“Η μουσική είναι μία, οι μουσικοί πολλοί.” Πως θα περιγράφατε αυτή την πρόταση;
Δεν ξέρω αν συμφωνώ απόλυτα με την ιδέα της “μίας μουσικής”, αν το πάρουμε υπό την έννοια του ότι δεν υπάρχει καλή και κακή μουσική.
Πιστεύω ότι πράγματι υπάρχει κακή ποιοτικά μουσική, και ειδικά στην εποχή μας είναι παντού γύρω μας, γι’ αυτό και δεν μπορούμε να εξισώνουμε όλα τα μουσικά δημιουργήματα με τη φράση “η μουσική είναι μία”, που ακούγεται τόσο συχνά πλέον.
Είναι αυτονόητο ότι τα Βραδεμβούργια Κοντσέρτα του Μπαχ δεν μοιράζονται τίποτα κοινό με τα τραγούδια του Sin Boy, όπως δεν έχει τίποτα κοινό το “Έγκλημα και Τιμωρία” με τον Καζαμία της γιαγιάς μας, πέραν του ότι και τα δύο δημιουργήθηκαν με τη χρήση λέξεων.
Τι είναι λοιπόν, αυτό που διαφοροποιεί τελικά τα έργα τέχνης; Θα έλεγα, με μία κουβέντα, το κατά πόσο συνιστούν το αποτέλεσμα ενός βαθύτερου στοχασμού ή μίας υπαρξιακής αναζήτησης του καλλιτέχνη.
Γιατί χρειάζεται η μουσική παιδεία; Είναι πολυτέλεια ή ανάγκη;
Μα πώς θα μπορούσε να είναι πολυτέλεια ένα από τα πρώτα πράγματα στα οποία στρέφονται οι άνθρωποι στην αρχή της ζωής τους;
Τα παιδιά από πολύ μικρά, μαγεύονται από τη μουσική με τρόπο απόλυτο, μόλις καταφέρουν να κλείσουν τα χεράκια τους γύρω από κάτι το χτυπάνε με ρυθμό, μόλις συναισθανθούν τη φωνή τους προσπαθούν να τραγουδήσουν τα τραγουδάκια που τους μαθαίνουμε και λίγο αφότου σταθούν δοκιμάζουν να χορέψουν με κάτι που ακούγεται από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο.
Στη συνέχεια της ζωής τους όμως, αυτό που εκφράστηκε πρώιμα ως μία πρωταρχική ανάγκη, παραγκωνίζεται ως κάτι δευτερεύον ως κάτι με το οποίο μπορείς να ασχοληθείς “αφού σπουδάσεις” ή “μόνο αν υπάρχουν χρήματα”.
Ο Φίλιπ Πούλμαν έχει πει κάτι συγκλονιστικό: “Τα παιδιά χρειάζονται τέχνη και ιστορίες και ποιήματα και μουσική όσο χρειάζονται αγάπη και φαγητό και καθαρό αέρα και παιχνίδι. Αν δεν δώσεις σε ένα παιδί τροφή, η ζημιά είναι εύκολα ορατή.
Αν δε δώσεις σε ένα παιδί τέχνη, η ζημιά δεν είναι εύκολα ορατή. Είναι, όμως, εκεί.”
Πώς μπορεί ένας γονιός να ανακαλύψει το ταλέντο του παιδιού του στη μουσική;
Οποιοδήποτε κλίση, σε οποιαδήποτε τέχνη χρειάζεται τις κατάλληλες συνθήκες και πρόσφορο έδαφος για να εμφανιστεί και να ανθίσει.
Ο Μότσαρτ, ένας από τους μεγαλύτερους, αν όχι ο μεγαλύτερος, μουσικός όλων των εποχών είχε έναν πατέρα που τον έφερε από πολύ νωρίς σε επαφή με τη μουσική και τον κάθισε από 2 ετών στο πιάνο.
Αν είχε γεννηθεί σκλάβος σε μία φυτεία του Κεντάκι, προφανώς και ο κόσμος θα ήταν πολύ διαφορετικός και δεν θα είχαμε γνωρίσει την ιδιοφυία αυτού του ανθρώπου.
Και ειλικρινά, τρομάζω στη σκέψη πόσα σπουδαία ταλέντα πήγαν χαμένα εξαιτίας των δυσμενών συνθηκών μέσα στις οποίες γεννήθηκαν και έζησαν.
Τι θέλω να πω με αυτό; Ότι, στο βαθμό που είναι δυνατό, οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να προσφέρουν στα παιδιά τους κάθε ευκαιρία και δυνατότητα επαφής, όχι μόνο με τη μουσική αλλά και με την τέχνη εν γένει.
Δεν είναι σίγουρο ότι κάθε παιδί που θα καθίσει από νωρίς στο πιάνο θα γίνει μεγάλος μουσικός αλλά αν δεν έρθει ποτέ σε επαφή με τη μουσική, σίγουρα θα χάσει κάτι πολύτιμο από τη ζωή και την καλλιέργειά του.
Διδάσκεται σήμερα η Μουσική παράδοση μέσα από την εκπαίδευση;
Θεωρώ δυστυχώς πως έτσι όπως έχουν τα πράγματα σήμερα στο ελληνικό δημόσιο σχολείο δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες ώστε το παιδί να έρθει σε ουσιαστική επαφή με τη μουσική, πόσο μάλλον με το παραδοσιακό άκουσμα.
Το εκπαιδευτικό σύστημα εντάσσει τη μουσική, στο βαθμό που την εντάσσει, σαν ένα υποχρεωτικό κι ωστόσο ανούσιο μάθημα, θεωρητικού κυρίως χαρακτήρα που αποτελεί εξαιρετική ευκαιρία για κοπάνα.
Υπάρχουν ευτυχώς οι φωτεινές εξαιρέσεις κάποιων εμπνευσμένων δασκάλων και καθηγητών μουσικής, όπως δύο δάσκαλοι που κι εγώ ευτύχησα να έχω στα μαθητικά μου χρόνια, που παίρνουν τα παιδιά από το χέρι και με προσωπικό τους κόπο και αφιερώνοντας τον ελεύθερο χρόνο τους δημιουργούν χορωδίες, οργανώνουν μουσικές εκδηλώσεις, προετοιμάζουν τα παιδιά για μαθητικούς μουσικούς διαγωνισμούς και εν τέλει τα εμπνέουν με τρόπο τέτοιο που μένουν για πάντα χαραγμένοι στο μυαλό τους και ίσως ακόμα -κάποιες φορές- να καθορίζουν και τη μετέπειτα πορεία τους.
Υπάρχουν Έλληνες αξιόλογοι μουσικοί, με μουσική κατάρτιση και γνώσεις;
Φυσικά και υπάρχουν, και έχουμε καταφέρει σε αυτή τη χώρα, παρά τις όποιες δυσκολίες έχουμε αντιμετωπίσει, να βγάλουμε πραγματικά πολύ σπουδαίους καλλιτέχνες, τόσο από πλευράς ταλέντου, όσο και από πλευράς μουσικών γνώσεων και τεχνικής κατάρτισης στη μουσική.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολλοί, αν και δεν είναι όλοι ευρέως γνωστοί, και αποτελούν την πιο χειροπιαστή ελπίδα για το μέλλον, ένα παράδειγμα που μας λέει ότι όσο δύσκολες και αν είναι οι συνθήκες το μεγαλύτερο όπλο είναι η αγάπη για τη μουσική και η αφοσίωση σε αυτήν.
Δεν έχει σημασία από πόσο μικρή ή από πόσο φτωχή χώρα προέρχεσαι αν η αγάπη σου για τη μουσική είναι τόσο μεγάλη και πλούσια που μπορεί να καλύψει τα πάντα!
Ποια είναι τα μελλοντικά μουσικά σας σχέδια;
Η μεγάλη μου αγωνία και ανάγκη στη μουσική είναι να γίνομαι πάντοτε λίγο καλύτερη, να βελτιώνομαι λίγο περισσότερο σε σχέση με το χθες. Και αυτό είναι που εύχομαι να συνεχίσω να παλεύω και να πετυχαίνω.
Η μουσική είναι μια δύναμη εξοντωτική, πολλές φορές σε λυγίζει, όμως οφείλεις κάθε μέρα να ξυπνάς και να προσπαθείς απ’ την αρχή.
Να πλησιάζεις λίγο πιο κοντά στην ουσία του κομματιού, να καταφέρνεις να το αποδώσεις λίγο πιο πιστά σε αυτό που θα ήθελε ο συνθέτης, να γίνεσαι κι εσύ ο ίδιος πιο ειλικρινής μαζί του.
Δικός μου στόχος λοιπόν είναι να προσπαθώ να γίνομαι καλύτερη μέχρι την τελευταία μέρα που θα τραγουδήσω.
Βιογραφικό
Η σοπράνο Έφη Παπαδοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα.
Ξεκίνησε την ενασχόλησή της με την κλασσική μουσική μελετώντας πιάνο(τάξη Β. Βούρτση) και Θεωρητικά της Μουσικής (τάξη Στ. Μακρυγιάννη).
Σπούδασε Μονωδία με τη σοπράνο Χρ. Γιαννακοπούλου (Ωδείο Athenaeum) στην τάξη της οποίας και πήρε Δίπλωμα Μονωδίας με Άριστα Παμψηφεί.
Στο πλαίσιο των σπουδών της έχει λάβει μέρος σε masterclasses διακεκριμένων σολιστών και μαέστρων (Α. Χριστοφέλης, Ν. Βασιλείου, Αθ. Κυριακίδου κ.α.).
Το 2015 έκανε το ντεμπούτο της στο Μέγαρο Μουσικής ως σολίστ, με την Ορχήστρα των Εκατό Κιθάρων υπό τον Βαγγέλη Μπουντούνη.
Έκτοτε έχει συμμετάσχει σε πολυάριθμες συναυλίες και ρεσιτάλ.