Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της τέχνης.
Ο Μαξ Έρνστ γεννήθηκε το 1891 στην πόλη Brühl της Γερμανίας, στην περιοχή της Κολωνίας. Το 1909, σε ηλικία 18 ετών, άρχισε η φοίτησή του στο Πανεπιστήμιο της Βόννης στη σχολή Φιλοσοφίας, όμως σε σύντομο χρονικό διάστημα εγκατάλειψε οριστικά τις σπουδές του στην ψυχολογία προκειμένου να αφιερωθεί στα της τέχνης.
Το 1911 γνωρίστηκε και συνδέθηκε φιλικά με τον πρωτοπόρο ζωγράφο August Macke, ενώ έγινε και μέλος της εξπρεσιονιστικής ομάδας καλλιτεχνών (Rheinische Expressionisten) στη Βόννη. Τον επόμενο χρόνο παρουσίασε έργα του στην γκαλερί Feldman στην Κολωνία. Παράλληλα, ήρθε σε επαφή και μελέτησε τα έργο του Σεζάν, του Πικάσσο, του Μπρακ ,του Βαν Γκογκ κ.α.
Το 1913 ταξίδευσε στο Παρίσι όπου αρχικά γνώρισε τον ρηξικέλευθο ποιητή και κριτικό Γκιγιώμ Απολλιναίρ, ένθερμο υποστηρικτή των νεωτεριστών καλλιτεχνών. Επίσης συνδέθηκε με τον αφαιρετικό γλύπτη Ζαν Άρπ. Με την κήρυξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου ο Ερνστ κατατάχθηκε στο γερμανικό στρατό. Εξακολουθούσε να ζωγραφίζει και το 1916 συμμετείχε σε έκθεση τέχνης στο Βερολίνο. Μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου, γύρισε στην Κολωνία, όπου φιλοτέχνησε τα πρώτα του έργα με την τεχνική του κολάζ.
Το 1921 για πρώτη φορά έγινε έκθεση του στο Παρίσι και την ίδια περίπου περίοδο συμμετείχε στις εκθεσιακές δραστηριότητες των Γάλλων υπερρεαλιστών, αν και παρέμεινε πρώτιστα ένας ανήσυχος επαναστάτης υπεράνω των όποιων δογματικών απόψεων είχαν διατυπωθεί στα καλλιτεχνικά μανιφέστα. Καταγράφονται τότε αρκετές συνεργασίες και στενές επαφές με άλλους υπερρεαλιστές, όπως με τον ποιητή Πωλ Ελυάρ, τον ζωγράφο Χουάν Μιρό αλλά και τον σκηνοθέτη Λουίς Μπονιουέλ, με τον οποίο συνεργάστηκε για την ταινία «Χρυσή Εποχή» στην οποία υποδύθηκε και έναν μικρό ρόλο.
Το παράλογο και ο αυτοματισμός του dada για τον χαρακτήρα του Έρνστ ήταν γόνιμο έδαφος για να συνθέσει μια σειρά από κολάζ, φωτομοντάζ και ζωγραφικά έργα, στα οποία υπερβαίνει τις προγενέστερες επιρροές, δημιουργώντας μια καθαρά προσωπική καλλιτεχνική έκφραση μεταξύ εφιαλτικού, παράδοξου και ασυνείδητου. Η τεχνική του “frottage”, είναι δική του και με αυτήν χρησιμοποιούσε το ανάγλυφο μιας επιφάνειας, ώστε να δημιουργήσει αυλακιές στο χαρτί και αντίστοιχα τονικές διαφοροποιήσεις στο σχέδιο ή το χρώμα. Ο Max Ernst δημιούργησε ένα πολύπλευρο εικαστικό φάσμα, με φυσικές υφές και σχεδιαστική μαεστρία που συχνά εντυπωσιάζει με την ευρηματικότητα του.
Μετά τον πόλεμο, το 1919, ο καλλιτέχνης γνώρισε μία πολύ δημιουργική και δυναμική περίοδο. Είναι μία εποχή σύντομη στην πορεία του ως καλλιτέχνη, αλλά δημιούργησε έργα τα οποία είναι χαρακτηριστικό δείγμα της εποχής και της φρίκης του πολέμου. Σταδιακά, ο Max Ernst εμβαθύνοντας στις τεχνικές αλλά και στο θεωρητικό υπόβαθρο των νέων εκφραστικών ρευμάτων οικοδόμησε ένα ιδιαίτερο εικαστικό προφίλ, που τον καθιστά προδρομική και ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των καλλιτεχνών και την ουσιαστική γέφυρα ανάμεσα στα κινήματα του ντανταισμού και του σουρρεαλισμού. Στο ζενίθ της καλλιτεχνικής του πορείας, τα έργα του παρουσιάζουν ιδιαίτερο φορμαλιστικό ενδιαφέρον, καθώς συνθέτει ονειρικά–εφιαλτικά σκηνικά που πηγάζουν από το υποσυνείδητο και πέτυχε να διεισδύσει στο μυστήριο των δυνάμεων της φύσης. Χαρακτηριστικές είναι οι ζωόμορφες, βασικά εμπνευσμένες από πτηνά φιγούρες που δεσπόζουν στα έργα του και κατά την άποψη του αποτελούν ένα alter-ego που πηγάζει από εφιαλτικές αναμνήσεις και εμπειρίες της παιδικής ηλικίας.
Το 1926 εκδόθηκε το έργο του «Φυσική Ιστορία» χρησιμοποιώντας την τεχνική του φροτάζ και τρία χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο μυθιστόρημα-κολάζ με τίτλο «Η Γυναίκα Με τα 100 Κεφάλια». Ιδιαίτερα γνωστές και δημοφιλείς είναι οι συνθέσεις του «Ο ελέφαντας στα νησιά Σελέμπες», « Η Ευρώπη μετά τη βροχή», «Οι πλειάδες» κ.α.
Ο Μαξ Ερνστ από την πρώτη του σύζυγο, δημοσιογράφο και ιστορικό τέχνης Λουίζ Στράους (Luise Straus), απέκτησε έναν γιο, τον Χανς-Ούλριχ Ερνστ, που αργότερα έγινε γνωστός ως Τζίμι Έρνστ και ασχολήθηκε και αυτός με τη ζωγραφική. Στη συνέχεια, το 1927 παντρεύτηκε την Marie-Berthe Aurenche, ενώ λίγο αργότερα συνδέθηκε με τη Μεξικανή ζωγράφο Λεονόρα Κάρινγκτον (Leonora Carrington).
Το 1931 είχαν εκτεθεί έργα του για πρώτη φορά στην Αμερική, στη Julian Levy Gallery της Νέας Υόρκης με επιτυχία. Έτσι με την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου εγκατέλειψε την Κάριγκτον στη Γαλλία και κυνηγημένος από την Γκεστάπο, ως Γερμανός πολίτης στο Παρίσι, αναζήτησε ασφαλές καταφύγιο στις Η.Π.Α., όπου κατόρθωσε να διαφύγει και να εγκατασταθεί το 1941 χάρη στη βοήθεια του Αμερικανού δημοσιογράφου Varian Fry και στην σύμπραξη της μεγάλης συλλέκτριας έργων τέχνης Peggy Guggenheim. Παντρεύτηκε την Γκούγκενχαϊμ, αλλά ο γάμος τους κράτησε λίγο. Το 1946 παντρεύτηκε για τέταρτη φορά. Νέα του σύζυγος υπήρξε η Αμερικανίδα ζωγράφος και γλύπτρια Δωροθέα Τάννινγκ (Dorothea Tanning).
Ο Ερνστ γύρισε στην Ευρώπη το 1953 και το 1954 του απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο ζωγραφικής στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1959 στο Παρίσι διοργανώθηκε αναδρομική έκθεση του στο Εθνικό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Μια επίσης σημαντική και μεγάλη αναδρομική έκθεση με έργα του παρουσιάστηκε στο Μουσείο Guggenheim της Νέας Υόρκης το 1975. Απεβίωσε τον επόμενο χρόνο, την πρωταπριλιά του 1976 στο Παρίσι.
Ο Max Ernst υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους του 20ού αιώνα, ένας καλλιτέχνης που άφησε ανεξίτηλο στίγμα στην εξελικτική πορεία της σύγχρονης τέχνης. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος του υπερρεαλισμού και των πολλαπλών ανατρεπτικών τεχνοτροπικών εκφάνσεων της μοντέρνας τέχνης. Η τέχνη του χαρακτηρίστηκε από πειραματικά εκφραστικά στοιχεία και άπτεται περιοδικά όλων των κορυφαίων ευρωπαικών κινημάτων του μοντερνισμού. Με εμφανείς επιρροές από τα γλυπτικά πρωτόγονα τοτέμ και την νέγρικη τέχνη, μέχρι και την μεταφυσική ζωγραφική του Κάρλο Καρά και του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, φανέρωσε με την αναβλύζουσα πεποίθηση ενός χαρισματικού «αυτοδίδακτου» ένα τεράστιο και πολύτιμο κοίτασμα της υποσυνείδητης και ασυνείδητης ψυχολογικής ζωής με «πρωτεικές» εικαστικές διαστάσεις.