Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος
Ο Henry Moore, κορυφαίος Βρετανός γλύπτης του 20ου αιώνα γεννήθηκε το 1898, γιός ανθρακωρύχου από το Γιορκσάιρ. Ο Χένρυ Μουρ είναι γνωστός για τις μεγάλες αφηρημένες ανθρώπινες φιγούρες που δημιούργησε έχοντας διαμορφώσει σε παγκόσμιο επίπεδο την μνημειακή μορφοπλαστική γλυπτική του. Ο εικαστικός, εκφραστικός στόχος του βασίστηκε γενικά στο άμεσο λάξευμα και όχι στην μοντελοποίηση και την χύτευση των έργων. Συνδύασε φορμαλιστικά κονστρουκτιβιστικές μεθόδους, σουρρεαλιστική συμπλεγματική αύρα και λιτή αφαιρετική αισθητική.
Υπήρξε Μέλος του Τάγματος της Αξίας, Σύντροφος της Τιμής, Μέλος της Συνομοσπονδίας Βρετανών Καλλιτεχνών. Στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο πολέμησε στη Γαλλία και το 1919 φοίτησε αρχικά στη Σχολή Καλών Τεχνών του Leeds. Στο Βασιλικό Κολέγιο Τέχνης του Λονδίνου όπου συνέχισε τις σπουδές του μέχρι το 1925, ενδιαφέρθηκε κυρίως για την αρχαϊκή και την πρωτόγονη τέχνη. Μετά το πέρας των σπουδών, το 1925 έζησε επί έξι μήνες στην Ιταλία. Στην δεκαετία του 1920 στα έργα του επισημαίνονται αφομοιωμένες επιδράσεις των καλλιτεχνών της Αναγέννησης Μαζάτσο, Πιζάνο, Μικελάντζελο καθώς και κορυφαίων της σύγχρονης γλυπτικής τέχνης, κατεξοχήν του πρωτοπόρου Ρουμάνου γλύπτη Κονσταντίν Μπρανκούζι που εργαζόταν χρόνια στο Παρίσι.
Η έμπνευση του επηρεάστηκε επίσης και από την προκολομβιανή τέχνη της Αμερικής των Ίνκας του Μεξικού, που είχε φανερώσει άγνωστες μέχρι τότε, εντυπωσιακές και μυστηριώδεις σχηματικές περιοχές συμβολικής έκφρασης. Στην δεκαετία του 1930 δέχτηκε επιδράσεις από τον Πικάσο, ο οποίος στην μετακυβιστική του περίοδο είχε ήδη δημιουργήσει με ποικίλα υλικά ιδιότυπες γλυπτικές μορφές στο χώρο. Πρόδρομοι των ερευνητικών τάσεων αυτής της ανατρεπτικής περιόδου στην ιστορία της τέχνης του 20ου αιώνα, τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά, θεωρούνται ο Τζέικομπ Επστάιν και ο Χάνς Άρπ που οδηγούν τον Μουρ να επιλέξει μια συμβιβαστική αισθητική λύση και να δημιουργήσει τέχνη γεωμετρικά αφηρημένη και έμμεσα παραστατική. Ομολογουμένως αμφιταλαντεύθηκε πολύ πριν καθιερώσει το προσωπικό του στυλ. Παράλληλα με αυτόν ανάλογους προβληματισμούς είχε και η σπουδαία γλύπτρια και συνοδοιπόρος του Μπάρμπαρα Χέπγουoρθ / Barbara Hepworth, που είχε γεννηθεί to 1903 στη βόρεια Αγγλία, σχετικά με την υιοθέτηση της καθολικής ή της μερικής αφαίρεσης στην γλυπτική διαδικασία.
Ο Μουρ διαχειρίστηκε αισθητικές αντιφάσεις χωρίς να παραδοθεί στην αλλόκοτη και ονειρική συνθετική του σουρεαλιστικού θέματος, αλλά με την τεχνική του ανάπτυξε την διαστρέβλωση των φυσικών αναλογιών της φόρμας, ώστε αυτοδύναμη να τείνει στο μοντέρνο και το πρωτότυπο. Τα πολυμορφικά γλυπτά του εκείνης της περιόδου είναι κυρίως από ξύλο, με απλές, λείες επιφάνειες και γραμμές που λάξευε άμεσα με μικρές και μεγάλες οπές, με οδοντώσεις και με λεπτά σιδερένια καλύμματα.
Η μεγαλύτερη επίδραση στο έργο του προέρχεται όμως από την παρατήρηση και την μελέτη των μορφών που υπάρχουν στη φύση, όπως ομολογεί και ο ίδιος. Στα ώριμα έργα του που σφυρηλάτησε με σχισμές και οπές αναπαριστά μορφές που αντικατοπτρίζουν φυσικές φόρμες, κυρίως με σχήματα που ορθώνονται στο χώρο, προβάλλοντας επιτακτικά και τολμηρά τις καμπύλες τους, εναρμονισμένες συνθετικά με το ευρύτερο υπαίθριο περιβάλλον. Τα προσφιλή του θέματα που τα έχει επαναληπτικά δημιουργήσει με ποικίλες παραλλαγές και μεγέθη είναι μητέρες με μωρά στην αγκαλιά, οικογένειες, θνήσκοντες στρατιώτες, σιλουέτες. Από τα πλέον γνωστά μοτίβα του είναι η πλαγιαστή ανθρώπινη φιγούρα, που την έφτιαξε αρχικά σε ξύλο, πέτρα και μπρούντζο και τελικά την λάξευσε σε μάρμαρο. Εκτός από τα ρεαλιστικά και αφαιρετικά γλυπτά ο Μουρ φιλοτέχνησε και πολλά σχέδια, κυρίως ανθρώπων σε καταφύγια στη διάρκεια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, ιχνογραφήματα εξαιρετικής σύλληψης και απόδοσης. Στα βιωματικά αυτά σχέδια φαίνεται η καθοριστική επίδραση του πολέμου στα αθώα και ανυπεράσπιστα πρόσωπα των ηρώων του. Με ανθρωπιστική συναισθηματικότητα ανάπλασε ανανεωτικά τις πηγές έμπνευσης και μελέτης του παρελθόντος σε μια παγκόσμια άποψη της για την νέα γλυπτική, με την προσήλωση του στις δημιουργικές ιδέες και την τεχνική του μέθοδο σαν δεοντολογική αξία. Χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού του ιδιώματος αποτελούν: Μορφές γονιμότητας, κεφάλια αλόγων και παιδιών. Κατάτμηση του σώματος σε άνισα μέρη, επιμήκεις βάσεις, συνοχή και αφομοιωτική συνένωση με το τοπίο, νερά, δέντρα, ουρανός.
Επιδίωξη ανάδειξης της μορφής και απόπειρα εξιχνίασης της ψυχής. Όπως επισημαίνει στο κείμενο του «Οι στόχοι του γλύπτη», 1934: «Απώτατος στόχος του γλυπτού είναι η ζωτικότητα του δηλαδή μια έντονη δική του ζωή ανεξάρτητη από το αντικείμενο που αναπαριστά». Μεταξύ των μεγαλύτερων συμπλεγμάτων του είναι εκείνο στο κτίριο της UNESCO στο Παρίσι, εκείνο στο Μουσείο Μοντέρνας τέχνης του Κέντρου Λίνκολν στο Μανχάταν της Νέα Υόρκης, τα μεγάλα γλυπτά του με αναπαυόμενες φιγούρες στο Σέντραλ Πάρκ της Νέας Υόρκης, πολλές συνθέσεις του με φόρμες στα μεγάλα πάρκα και τους κήπους μουσείων της Μ. Βρετανίας και πολλών Ευρωπαικών πόλεων καθώς και στο Δημαρχείο του Τορόντο στον Καναδά. Τα χαρακτηριστικά και άμεσα αναγνωρίσιμα έργα του βρίσκονται σε όλα τα μεγάλα κέντρα τέχνης και πολιτισμού ανά τον κόσμο.
Παρόλο που στα ύστατα χρόνια της ζωής του ήταν από τους πιο πλούσιους Βρετανούς, συνέχισε να ζει λιτά και απλά και παρέμεινε έτσι μέχρι το 1986 που αποβίωσε, πιστός στις ουσιαστικές αρχές που τον διακατείχαν σε όλη του τη ζωή. Η παραγωγική συνολική δημιουργία του αντιπροσωπεύει μια μεγάλη στιγμή στην ιστορία της της σύγχρονης γλυπτικής. Αφηρημένη και παραστατική ταυτόχρονα, πρωτότυπη και τολμηρή, με ισόβια έμφαση στα κοίλα και κυρτά σχήματα ήταν επίκεντρο της αισθητικής προβληματικής του. Ο Moore με τις ριζοσπαστικές και προοδευτικές του ιδέες για μια εκ νέου «εξανθρωπισμένη» γλυπτική κέρδισε την διεθνή αναγνώριση για το έργο του. Ιδιαίτερα διακρίθηκε για το μυστήριο των μορφών και του πλαστικού μεγαλείου των σωμάτων, που κύρια επισημαίνουν το πάθος της ζωής, με την εσωτερική κίνηση τους και την μοναδική τους ενέργεια στο εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον.
Κώστας Ευαγγελάτος Ζωγράφος, Λογοτέχνης, Θεωρητικός της Τέχνης. (Πρώτη δημοσίευση του κειμένου στο ένθετο Art and Business της οικ. Εφ. ΑΞΙΑ)