Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Με τον όρο “Lingua Franca” / «Οικουμενική Γλώσσα» αναφερόμαστε γενικά σε μια γλώσσα που είναι παγκοσμίως ομιλούμενη, κοινή και χρησιμοποιείται μέσα σε ένα «οικουμενικό» πλαίσιο επικοινωνίας, με την έννοια ότι σε αυτό συμμετέχουν άνθρωποι -προφανώς υπό τις εναλλασσόμενες ιδιότητες του πομπού και του δέκτη- που δεν ομιλούν την ίδια μητρική γλώσσα. Είναι συνηθέστατη σε χρήση ορολογία στην διεθνή βιβλιογραφία και ως εκ τούτου είναι πανταχού παρούσα σε επιστημονικές έρευνες και δημοσιεύσεις με θεματολογίες που άπτονται της γλωσσομάθειας, της ξενόγλωσσης εκπαιδευτικής πολιτικής και του σχεδιασμού αυτής κ.α. Κατά καιρούς έχουν επικρατήσει επίσημα ή έχουν τείνει να επικρατήσουν ανεπίσημα ποικίλες Linguae Francae / Οικουμενικές Γλώσσες και στον δημόσιο διάλογο κατέχουν κεντρική θέση τα πιθανά οφέλη και διακυβεύματα της (παρολίγον) επικράτησης καθεμιάς τους. Τα επιχειρήματα αμφοτέρων των πλευρών, δηλαδή των «φίλων» της Lingua Franca από τη μια και των «εχθρών» αυτής από την άλλη, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Συνάμα διαιωνίζουν και παρακωλύουν -με μια χροιά υπερβολής πιθανότατα- τη συζήτηση αναφορικά με την αναγκαιότητα ή μη μιας γλώσσας με χαρακτηριστικά παγκόσμιου συνδετικού κρίκου μεταξύ άλλων γλωσσών που γνωρίζουν σύνορα (ίσως ως μητρικές αλλά όχι απαραίτητα και ως ξένες).
Πρώτα από όλα, ο όρος “Lingua Franca” θα μπορούσε να ισχυριζόταν κανείς ότι «πέρασε από 40 κύματα» έως ότου να επικρατήσει και να υιοθετηθεί επιστημονικά. Πολλοί επιστήμονες της γλώσσας είχαν συμφωνήσει ήδη από την θεμελίωση των πλείστων βασικών κλάδων της Γλωσσολογίας στην ανάγκη να θεσπιστούν κοινές ορολογίες που θα χρησιμοποιούνται από όλους ανεξάρτητα από τις διαφορετικές μητρικές γλώσσες για να περιγραφούν οι βασικές πτυχές της ανθρώπινης γλώσσας ως πολυδιάστατου εργαλείου, ώστε να μην προκύπτουν εννοιολογικές παρανοήσεις. Μερικοί όμως πέρασαν στην αντίπερα όχθη, θέτοντας πάνω από τις ανάγκες της Επιστήμης που υπηρετούσαν το γλωσσικό «πατριωτισμό» τους. Σύμφωνα με αυτόν, θα έπρεπε πάση θυσία να αποτραπεί οι όποιοι κανόνες ηθικής και δεοντολογίας της επιστημονικής έρευνας να σταθούν αιτία και αφορμή να στερηθεί κάθε γλώσσα της ορολογικής αυτονομίας και ανεξαρτησίας της. Το κύριο επιχείρημα για να δικαιολογηθεί η προτίμηση της ορολογίας “Lingua Franca” είναι σε τελική ανάλυση μάλλον σημασιολογικής φύσεως. Αναλυτικότερα, αυτή εστιάζει στο ότι μια γλώσσα είναι παγκόσμια με την έννοια ότι χρησιμοποιείται σε επικοινωνιακές περιστάσεις όπου «αναμειγνύονται» άνθρωποι οι οποίοι ομιλούν διαφορετικές μητρικές γλώσσες. Είναι με λίγα λόγια μια παγκοσμίως ομιλούμενη γλώσσα, μια γλώσσα με χαρακτήρα κοινό, «οικουμενικό».
Η ορολογία “Lingua Franca” έχει τις ρίζες της στην πρώιμη μορφή της Λατινικής που σήμερα θεωρείται «νεκρή» ως γλώσσα. Για αυτό, οι σύγχρονοι γλωσσολόγοι τη λογίζουν ιταλικό όρο, του οποίου η κυριολεκτική σημασία είναι «η Γλώσσα των Φράγκων». Η πρώτη καταγεγραμμένη χρήση της παρατηρήθηκε στα πλαίσια εμπορικών δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα στη λεκάνη της Μεσογείου για ένα διάστημα κάθε άλλο παρά σύντομο (11ος-19ος αι. μ.Χ. κατά προσέγγιση). Τότε ομιλούνταν εκεί μια νεολατινική διάλεκτος που στην ουσία ήταν «πρόγονος» της σύγχρονης Ιταλικής. Αυτή η γλωσσική διάλεκτος δεν μπόρεσε να επιβιώσει σε βάθος χρόνου, πάραυτα, η ισχύς που απέκτησε η ορολογία “Lingua Franca” μέσα από το ρου της μακράς ιστορίας της (βλ. εκτεταμένη χρήση της την περίοδο των Σταυροφοριών μεταξύ των πολύγλωσσων Σταυροφόρων, κατά την διάρκεια της Φραγκοκρατίας) έχει οδηγήσει στην επικράτησή της έως και τις μέρες μας.
Και τώρα στο δια ταύτα του θεματικού άξονα “Lingua Franca”: Γιατί είναι αναγκαίο να υπάρχει μια γλώσσα «οικουμενικότητας»; Στη βάση ποιων κριτηρίων μπορεί να στηριχθεί αυτή η αναγκαιότητα; Πού ωφελεί κάτι τέτοιο; Ποια είναι τα πιθανά διακυβεύματα;
Προτού αρχίσουμε την ατέρμονη κινδυνολογία περί γλωσσικού αδιεξόδου, ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή στο πολύ μακρινό παρελθόν, στην ανθρώπινη καθημερινότητα όπως την είχαν γνωρίσει οι πρωτόγονοι προ αιώνων, και ας καταγράψουμε την πορεία του ανθρώπινου γένους από τότε ως σήμερα. Η έλλειψη κοινών γλωσσικών κωδικών, η μη πρόσβαση σε ένα σύστημα οργανωμένης και συστηματικής παιδείας και η αδυναμία προστασίας από βασικούς κινδύνους της φύσης, όπως τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τα άγρια σαρκοβόρα θηρία, είχαν καταστήσει αδύνατη την πρόοδο όπως εμείς την έχουμε γνωρίσει στις μέρες μας και την θεωρούμε πολύ εσφαλμένα δεδομένη. Όταν σήμερα λογίζονται μορφές προόδου τα γράμματα και οι τέχνες, που χωρίς τη γλώσσα θα αποτελούσαν όνειρα θερινής νυκτός, τότε θεωρούνταν «πρόοδος» η επιβίωση μέσα σε ένα αβέβαιο περιβάλλον με οποιοδήποτε κόστος. Ακούμε συχνά κραυγές αγωνίας για επιβολή «καθεστώτος μονογλωσσίας» παγκοσμίως λόγω της Αγγλικής ως Lingua Franca, γιατί δεν αναλογιζόμαστε τι συνθήκες ζωής γνώρισαν οι πρωτόγονοι χωρίς να διαθέτουν κανένα μέσο επικοινωνίας; Άραγε, πόσο θα ήθελαν να ήταν στην θέση μας και να έχουν να αγωνιούν και να νοιάζονται μόνο για την πρόοδο του πολιτισμού τους δίχως να τους απασχολούν -πέρα από τον βαθμό του αναγκαίου προφανώς- τα ζητήματα διαβίωσης και επιβίωσής τους;
Η διαμόρφωση και εξέλιξη της ανθρώπινης ράτσας ξεκινά με μια επιφανειακή θεώρηση από τον Αυστραλοπίθηκο (Australopethicus Africanus / Robustus) και τον Επιδέξιο Άνθρωπο (Homo Habilis) κατά την Παλαιολιθική και Μεσολιθική Εποχή (1.000.000-10.000 π.Χ. και 10.000-6.500 π.Χ. περίπου αντιστοίχως) και φτάνει μέχρι τον Σοφό Άνθρωπο (Homo Sapiens), εμφανισθέντα για πρώτη φορά στο μεταβατικό στάδιο από τη Μεσολιθική στη Νεολιθική Εποχή (6.500-3.000 π.Χ. περίπου), και εν τέλει τον Καθολικό Άνθρωπο (Homo Universalis) μεσούντων των Κινημάτων της Αναγεννήσεως και του Ανθρωπισμού (15ος αι.-16ος αι. μ.Χ.). Οι ιστορικές λεπτομέρειες των εν λόγω περιόδων δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την περίσταση του παρόντος κειμένου, για αυτό και δεν θα γίνει αναφορά σε αυτές. Εκείνο όμως που χρειάζεται να τονιστεί είναι ότι η γλώσσα, με την ονομασία “Lingua Franca” που βέβαια της δόθηκε πολύ μετέπειτα από τις ιστορικές περιόδους περί των οποίων γίνεται λόγος, διαδραμάτισε προεξέχοντα ρόλο σε όλη την πορεία του γένους μας. Η μη αναγνώριση της σπουδαίας συμβολής της γλώσσας, ώστε σήμερα να φτάσουμε να μιλάμε με όρους όπως «πολιτισμός», «τέχνες», «γράμματα», με μια λέξη «πρόοδος», θα ήταν μέγιστη ασέβεια απέναντι στο ανθρώπινο γένος και όσα αυτό κατάφερε μέσα από ποικίλα εμπόδια και κακουχίες.
Με δεδομένο ότι οι ανά τον κόσμο ομιλούμενες γλώσσες εκτιμώνται σήμερα μεταξύ 6.000 και 7.000, συμπεριλαμβανομένων και των διαλέκτων που μας είναι λιγότερο γνωστές, είτε επειδή δεν είναι πληθυσμιακά διαδεδομένες είτε επειδή τείνουν προς γλώσσες που θεωρούνται «νεκρές», λ.χ. Πρώιμη Λατινική, τα συναπαντήματα ντόπιων και αλλοεθνών που ομιλούν την ίδια γλώσσα σε έναν οποιονδήποτε (ξένο) τόπο δεν συγκεντρώνουν πολλές πιθανότητες. Μαζί με αυτό ας συνυπολογίσουμε ότι ολοένα και περισσότερες διαλεκτικές ποικιλίες τίθενται σε καθεστώς ανυπαρξίας λόγω διαφόρων κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, με αποτέλεσμα η ανομοιομορφία της παγκόσμιας κατανομής των γλωσσών σε φυσικούς και μη ομιλητές να γιγαντώνεται αντί να αντισταθμίζεται. Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η Lingua Franca είναι αναγκαία για να μην διαταραχθεί ο διαπολιτισμικός διάλογος που ενώνει για δεκαετίες ολόκληρες, αιώνες πιθανότατα, τα περίπου 200 κράτη του πλανήτη με τα όποια ιδιαίτερα πολιτισμικά, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά γνωρίσματα καθενός εξ αυτών.
Υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι στον 21ο αι. μ.Χ. η Αγγλική (Standard English) χαίρει του αποκλειστικού προνομίου της Οικουμενικής Γλώσσας σε καθημερινές αλλά και μικρού βαθμού επισημότητας γλωσσικές πράξεις (συζητήσεις). Η αλήθεια όμως είναι ότι, αν κανείς ψάξει το θέμα εις βάθος, δεν θα αργήσει να διαπιστώσει ότι υπάρχουν πολυάριθμες γλώσσες πέραν της Αγγλικής που είναι Linguae Francae σε μικρότερους ή μεγαλύτερους γεωγραφικούς τόπους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ρωσική στις σλαβόφωνες χώρες (Ρωσία, Ουκρανία, Πολωνία κ.α.), όπου τα ποσοστά εκμάθησης και ομιλίας της Αγγλικής φαίνονται αρκετά χαμηλά. Επίσης, στις γερμανόφωνες χώρες (Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία κ.α.), πέρα της Αγγλικής, της οποίας τα ποσοστά είναι αρκετά υψηλά, υπάρχει ακόμα μια Οικουμενική Γλώσσα που ενδεχομένως κερδίζει σε πόντους συγκριτικά με την τελευταία: η Στάνταρτ Γερμανική (Standarddeutsch / Hochdeutsch), στην οποία καταφεύγουν όσοι δεν γνωρίζουν τις τοπικές γερμανικής προελεύσεως διαλέκτους (π.χ. της Αυστρίας και του Ομοσπονδιακού Κρατιδίου της Βαυαρίας που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους) για να επικοινωνούν με τους γερμανόφωνους ντόπιους. Στις γαλλόφωνες περιοχές (Γαλλία, Βέλγιο, Καναδάς κ.α.) ομιλείται η Γαλλική ως Δημοτική Γλώσσα (Français Familier), πέρα των τοπικών διαλέκτων που δεν είναι ούτε εκεί απούσες. Και φυσικά δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την Δημοτική Ελληνική, η οποία είναι η Οικουμενική Γλώσσα Ελλάδας και Κύπρου. Από τα νησιά του Αιγαίου και της Κρήτης μέχρι τις ακτές της Μεγαλονήσου, η Δημοτική Ελληνική ενώνει όσους νιώθουν Έλληνες στην ψυχή και στο πνεύμα και επιζητούν την εποικοδομητική επικοινωνία με τους συμπατριώτες των οποίων τις διαλέκτους όμως δεν γνωρίζουν.
Το συμπέρασμα όλων των προαναφερθεισών διαπιστώσεων είναι ένα και πολύ απλό: μια Lingua Franca / Οικουμενική Γλώσσα, είτε είναι τέτοια σε στενότερα, π.χ. Ελληνική, είτε σε ευρύτερα γεωγραφικά όρια, π.χ. Αγγλική, δεν δημιουργεί αυτομάτως κινδύνους μονόγλωσσης «δικτατορίας». Το αν θα επικρατήσουν όροι μονογλωσσίας ή πολυγλωσσίας και γλωσσικής ποικιλότητας είναι κάτι άμεσα εξαρτώμενο από τους (δυνάμει) ομιλητές καθεμίας γλώσσας, τουτέστιν εμάς τους ίδιους. Νοοτροπίες σαν αυτήν που υφίσταται π.χ. στη Μ. Βρετανία, όπου η γλωσσομάθεια δεν προάγεται παρά απειροελάχιστα και για πολύ συγκεκριμένους σκοπούς με το σκεπτικό ότι γνωρίζοντας κανείς τη Lingua Franca της Ευρώπης, την Αγγλική, έχει καλύψει πλήρως το γλωσσικό ρεπερτόριό του για σχεδόν πάσης φύσεως επικοινωνιακές περιστάσεις, είναι τοξικές για τους όρους της ομαλής διαπολιτισμικής συμβίωσης. Οι Linguae Francae / Οικουμενικές Γλώσσες μπορούν να γίνουν η μεγαλύτερη «ευλογία» ή η μεγαλύτερη «κατάρα» για τις κοινωνίες μας. Τι από τα δύο θα συμβεί τελικά θα καθοριστεί από την δική μας στάση απέναντί τους.