Μη μου κουνάς τη μάσκα εμένα
Μια ταινία-ρεπορτάζ για τον αγώνα του εμπνευστή του “μύθου” Τζον Κάρπεντερ και των David Gordon Green και Danny Mc Bride που υπογράφουν τη σκηνοθεσία αυτής της συνέχειας, να νικήσουν τα στερεότυπα που στοιχειώνουν τις αμερικανικές ταινίες τρόμου (και τις δικές του φυσικά). Μια μάχη δύσκολη που εκ πρώτης όψεως την κερδίζουν οι σκηνοθέτες με τη χρήση του “απόλυτου όπλου”: την απλότητα και με μια σίγουρη βολή στην καρδιά του θεατή: τις γλυκιές ρυτίδες και τη λάγνα κορμοστασιά της ηλικιωμένης Jamie Lee Curtis που φέρει πάνω της όλες τις αναμνήσεις από την εικόνα του σώματος της όλων των εποχών και των ταινιών της. Αρκεί να μισοκλείσει κανείς για λίγο τα μάτια του και θα αισθανθεί την ένοχη παρόρμηση του Μακρόν (“εκ μακρών” βεβαίως).
Ο Μάϊκλ Μάγερς ελευθερώνεται μετά από σαράντα χρόνια εγκλεισμού σε ένα πρότυπο ψυχιατρείο και προσθέτει νέα θύματα στο αιματοβαμμένο βιογραφικό του. Η αδελφή του όμως, Laurie Strode (η Κέρτις) τον περίμενε πάντα, χωρίς να καταφέρνει να πείσει και την οικογένεια της για την άσβεστη φωτιά του Κακού, που απλώς θέλει φρύγανα για να τραφεί. Και τα βρίσκει μαζί τους όμως και τον «δάσκαλο» του στο πρόσωπο της αδελφής του. Πρώτη μάχη των δημιουργών με τα κλισέ δίνεται με το απλό σενάριο της απελευθέρωσης του Μάϊκλ Μάγιερς. Δραπετεύει απλά, χωρίς να χρησιμοποιήσει εξεζητημένες τεχνικές τύπου “Μαγκάϊβερ”, χωρίς μάλιστα να ασχοληθούν καν με τη σκηνή της απόδρασης. Απλά, όπως θα το περίμενε κανείς εξάλλου, κάπως συμβαίνει και ο Μάϊκλ είναι και πάλι ελεύθερος μετά από σαράντα χρόνια, αφήνοντας πίσω του το πρώτο αιμάτινο χνάρι του. Το εύρημα επίσης της πυροδότησης της φονικής του φύσης είναι πράγματι ευφυές και στηρίζεται στα σύγχρονα πορίσματα της ψυχανάλυσης. Η πανίσχυρη έλξη που ασκεί η μάσκα που κραδαίνει στην πλάτη του ο επιπόλαιος δημοσιογράφος (κάτι σαν τις δικές μας αυτοδίδακτες τηλε-ντετέκτιβ που με άγνοια κινδύνου ατενίζουν τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής σε ζωντανή μετάδοση με το…..έρεβος), πυροδοτεί μια νέα νύχτα του “Αγίου Βαρθολομαίου”. Σε κάθε περίπτωση λιγότερο φοβερή από αυτήν που επιφύλαξε στους γονείς του ο δεκατετράχρονος αθλητής στην Κατερίνη το Μάρτιο του 1995. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η πραγματικότητα μπορεί να είναι πιο ζοφερή από τον κινηματογράφο.
Τα κλισέ δεν σκοτώνονται, μόνο τραυματίζονται
Ο σκηνοθέτης στον αγώνα του απέναντι στα μοχθηρά στερεότυπα παίρνει ένα ρίσκο, μία και μοναδική φορά όμως μέσα στο έργο και επιστρέφει κάθιδρος στην ασφάλεια των σχετικών κλισέ: Ο φονιάς σκοτώνει ένα παιδί!!! όχι όμως και το βρέφος που συναντάει στην κούνια του λίγο αργότερα. Ένας αυτοελεγχόμενος ψυχασθενής σειριακός δολοφόνος στέκεται κάπως αλλόκοτα στον κόσμο των αληθινών δολοφόνων. Με τη δολοφονία του παιδιού νικάει ένα ισχυρό στερεότυπο, που θέλει οι δολοφόνοι να δείχνουν ευαισθησία απέναντι στα παιδιά, τα οποία και δεν σκοτώνουν σχεδόν ποτέ στις ταινίες (κάποιες φορές πέφτουν θύματα τροχαίων ατυχημάτων όπως στο «Pet Semetary» του Steven King). Λίγο αργότερα καταφεύγει όμως στην κανονικότητα και ενώ μπορεί να σοκάρει αφήνοντας το ανεξίτηλο αποτύπωμα του με μια δολοφονία βρέφους, δεν το κάνει. Καλύτερα, ποιος θα το άντεχε στη σκοτεινή αίθουσα; Μάλλον όμως και η λογοκρισία στις ΗΠΑ θα το ψαλίδιζε.
Άλλη μάχη με τα στερεότυπα, πιο εύκολη αυτή, και χωρίς τακτικές υποχωρήσεις, είναι η επίθεση στον σεξισμό. Στην ταινία δεν εμφανίζονται, όπως στο παρελθόν, ημίγυμνες ή και γυμνές νεαρές σε διάφορες σκηνές του ερωτικού παιχνιδιού που εξυπηρετούν τα ανομολόγητα οφθαλμολαγνικά κίνητρα των θεατών των ταινιών τρόμου. Οι τελευταίοι καλούνται να αρκεστούν στην ανάμνηση της Κέρτις. Αντίθετα, η βία εισβάλλει σε ζεστά συντηρητικά διακοσμημένες μονοκατοικίες (άρα και στο σπίτι του εύπορου αμερικανού αστού των προαστίων), μέσα σε μια πάμφωτη γιορτή της γειτονιάς που είναι εξοικειωμένη με τις τρομακτικές μορφές που τριγυρνούν για να ξορκίσουν, μέσα από την ευθυμία και τον σαρκασμό, το αληθινό Κακό τη νύχτα του Halloween. Εξάλλου τα δελτία ειδήσεων πια είναι ένα διαρκές Halloween που μας καλεί, κυριολεκτικά, «να κεράσουμε για να μην μας τρομάξουν». Όμως το Κακό δεν ξορκίζεται, γιατί εμφυλλοχωρεί (υπέροχη λέξη, ε;) στην ανθρώπινη μας φύση. Ο Μάϊκλ τριγυρνάει ανάμεσα στα παιδιά ατάραχος. Η μάσκα του δεν φοβίζει κανέναν μικρό βρυκόλακα ή μάγισσα. Τον Μπαμπούλα που κατοικεί μέσα μας (και κακώς δεν τον πιστεύουν οι δημοσιογράφοι ενώ “θα έπρεπε” όπως τους προειδοποιεί η Λόρι), δεν τον φοβάται κανένα παιδί, για αυτό και δεν είναι ασφαλές ποτέ και κανένα.
Ο Μάϊκλ δεν σκοτώνει πλέον γυμνά ζευγάρια, καλλονές που κάνουν μπάνιο αλλά με εξαιρετική ευκολία εκπαιδευμένους και πάνοπλους φύλακες του Νόμου, οι οποίοι μάλιστα και τηρούν όλα τα πρωτόκολλα σύλληψης αλλά πέφτουν τόσο εύκολα θύματα της δίψας του άοπλου Μάϊκλ!!! Η ανικανότητα των εκπροσώπων του Νόμου και η ολιγωρία των ειδικών δυνάμεων να ελέγξουν, να αποκλείσουν, να περιορίσουν (αδιανόητο στις σημερινές ΗΠΑ) έναν ψυχοπαθή δολοφόνο δραπέτη φαίνεται πως δεν ενοχλεί την αμερικανική λογοκρισία (να είστε σίγουροι πως υπάρχει, το είδε και το ενέκρινε) αφού αυτή η αναποτελεσματικότητά της αστυνομίας επιτείνει το αίσθημα ανασφάλειας του θεατή. Εάν δεν μπορεί να μας προστατέψει η αστυνομία, ποιος τότε θα το κάνει; Θα το πράξει ο ένοπλος, φοβικός, συμπλεγματικός πολίτης. Ο πολίτης που έπαθε και έμαθε και θέλει να προετοιμάσει και να διδάξει σκοποβολή και στους άλλους, Εσύ!!!
Μια προπαγάνδα με δύο φαινομενικά διαφορετικές όψεις διατρέχει το έργο. Το Κράτος Δικαίου των ΗΠΑ φροντίζει επί σαράντα χρόνια έναν ψυχασθενή δολοφόνο που απλώς δεν μπορεί να συνεχίζει να σκοτώνει γιατί είναι δέσμιος. Το σωφρονιστικό σύστημα των ΗΠΑ έχει ανθρώπινο πρόσωπο. Διδάσκει και διδάσκεται, διορθώνει, εξανθρωπίζει, δεν ξεμπερδεύει με τους κακοποιούς μια και καλή. Ή μήπως όχι; Έχει όμως και όρια. Ο Κάρπεντερ βάζει σε δύο στόματα τα μέρη ενός διλήμματος: ο Σερίφης καταλήγει (πριν καταλήξει) στην απόφαση πως πρέπει επιτέλους να πεθάνει ο Μάϊκλ για να απαντήσει, λόγω και έργω, ο εμμονικός γιατρός του (που όμως δεν κατάφερε να μάθει τίποτα από τον τρελό επί σαράντα χρόνια!!!) πως «ο Μάϊκλ είναι κρατική περιουσία και το μυαλό του είναι ανεκτίμητο». Αλήθεια, οι εγκέφαλοι τόσων εγκληματιών που ψήθηκαν στην ηλεκτρική καρέκλα των αμερικάνικων φυλακών δεν είχαν κάτι να πουν στους επιστήμονες; Ποιος μπορεί να πιστέψει πως η αμερικάνικη Πολιτεία δεν επιλέγει την ασφάλεια της θανατικής καταδίκης των σειριακών δολοφόνων από τα αβέβαια κέρδη της μακροχρόνιας μελέτης της ψυχοσύνθεσης τους; Ακόμη και οι ηθικοί αυτουργοί των αποτρόπαιων μαζικών δολοφονιών όπως ο Τσαρλς Μάνσον (που όμως δεν σκότωσαν οι ίδιοι) πεθαίνουν στη φυλακή στις ΗΠΑ. Εμείς βεβαίως οι Έλληνες είμαστε εξοικειωμένοι και απολύτως φαίνεται πεπεισμένοι με τη θεραπευτική δύναμη του μακροχρόνιου εγκλεισμού ακόμη και των σειριακών δολοφόνων (ακόμη και κανίβαλων) είτε αυτοί στηρίζουν το ανθρωποκτόνο μένος τους σε ιδεοληψίες (όπως ο Κουφοντίνας), είτε αρνούνται να μας μιλήσουν για αυτό, όπως ο Σεχίδης. Και ο Ed Gain, ο seriall killer που ενέπνευσε το είδος του κινηματογράφου τρόμου με μάσκες και λοιπά αξεσουάρ από…ανθρώπινο δέρμα. Δείτε το ταπεινό “Deranged” ή ακόμη και την οικογένεια ταινιών “Σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι” και τη “Σιωπή των Αμνών” . Και ο Ed θα είχε κάτι να τους διδάξει (αρκεί να μην δραπετεύσει), όμως το Κράτος επέλεξε να τον εξαλείψει. Έτσι όμως δεν μπορούν να γυριστούν συνέχειες στις ταινίες. Κάτι όμως και πάλι θα βρεθεί.
Ο Μάγιερς δραπετεύει, σκοτώνει αρκετούς για να κορέσει την δίψα για αίμα του κοινού. Τιμωρεί τους αδιάκριτους ρεπόρτερ. Στην περίπτωση αυτή ο σκηνοθέτης δέχεται μια κάποια ήττα από τα καραδοκούντα κλισέ: Τους σκοτώνει σε δημόσιες τουαλέτες. Αυτές των βενζινάδικων και των πάρκινγκ των εθνικών οδών στις ΗΠΑ προσφέρονται για κινηματογραφικές δολοφονίες με την αναγκαία επένδυση λυμάτων, εγκατάλειψης και τον φόβο των απειλητικών ποδιών του Άλλου κάτω από το χώρισμα. Είτε βλέπουμε το “Candyman” ή το συγκλονιστικό γαλλικό “High Tension”, οι απομονωμένες τουαλέτες προκαλούν φρίκη. Μια ενοχλητική ακόμη αίσθηση (που έχει και ρατσιστικές ρίζες) μας προκαλεί ο τρόπος που ο Μάγιερς επιλέγει για να σκοτώσει τα περισσότερα από τα θύματά του: συνθλίβει τα κεφάλια τους χτυπώντας τα σε τοίχους, καθρέφτες, τζαμαρίες, νεροχύτες, πόρτες πολύ περισσότερες φορές από όσες τα μαχαιρώνει ή τα πνίγει. Τα όπλα πυροβολούν μόνο στο τέλος του έργου.
Αν και οι σκηνοθέτες δίνουν με επιτυχία «μάχες» ενάντια στα στερεότυπα, όπως αυτό των λάγνων εφήβων που κατακρεουργούνται με ευφάνταστους τρόπους, των τρομακτικών ήχων και ουρλιαχτών και των αντανακλάσεων στους καθρέφτες, εντούτοις, υποκύπτουν στην τιτάνια δύναμη του γιγαντιαίου κλισέ: Το αμερικανικό σύστημα δικαιοσύνης είναι σταθερά προσηλωμένο στις αξίες του ανθρωπισμού, των ανθρωπίνων ελευθεριών και της αξίας της Επιστήμης. Το κλισέ τους ισοπεδώνει, όμως το υπονομεύουν βάζοντας τον ψυχασθενή ψυχίατρο του Μάϊκλ να μαθαίνει επιτέλους βιωματικά «πως αισθάνεται ο Μαϊκλ όταν σκοτώνει» αφαιρώντας ο ίδιος τη ζωή του Σερίφη. Ο ίδιος λίγο πριν το φόνο είχε αρνηθεί να βλάψει κανείς την «περιουσία του Κράτους». Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Αμερική είναι σεβαστά αλλά και το «κακό» πρέπει να σταματήσει το ολέθριο έργο του και αυτό είναι προτεραιότητα, οπότε τα παραπάνω αναιρούνται. Και αυτή τη συνθήκη σφραγίζει στο υπόγειο της η Λόρι εξαγνίζοντας το «Κακό» με φωτιά.
“Fuck college, go to Mexico”
Τα μόνα όπλα στο έργο τα κρατάει η γιαγιά Λόρι. Η μορφή της επίμονης ηλικιωμένης μάνας στις “Τρεις πινακίδες έξω από το Έμπινγκ στο Μιζούρι” ως επιτυχημένη πρόταση ηρωϊδας, έρχεται στο Halloween ως η εμμονική γιαγιά που δέχεται τον ψόγο της οικογένειας της για την ψυχωτική της συμπεριφορά που προκάλεσε πριν σαράντα χρόνια η πρώτη έκρηξη της φονικής μανίας του αδελφού της. Η Λόρι είναι δύστροπη, σαρκαστική, αγενής προς τους δημοσιογράφους που τους παίρνει τρεις χιλιάδες δολάρια για να τα χαρίσει στην εγγονή της. Την ανιψιά του Μάϊκλ που δεν μπαίνει στον κόπο να την κυνηγήσει στο δάσος γιατί τον…νοιώθει. Η Λόρι την έδιωχνε μάλλον όταν της πρότεινε να πάει στο Μεξικό. Η επιβεβαίωση των φόβων αλλά και των προσδοκιών της για εκδίκηση, την βρίσκει προετοιμασμένη και πάνοπλη. Η Λόρι στέλνει ένα μήνυμα που θυμίζει την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όπου οι Αμερικάνοι έσπευδαν να συλλέξουν τρόφιμα και να κτίσουν υπόγεια αντιπυρηνικά καταφύγια. Το Halloween κυκλοφορεί παράλληλα με τον νέο έκτο κύκλο του American Horror Story με θέμα τον μετα-αποκαλυπτικό κόσμο των καταφυγίων, καθόλου τυχαία.
«Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, όσα χρόνια κι’ αν περάσουν (το ίδιο και οι λαοί, στερεότυπο και αυτό), η πρόληψη και η προετοιμασία για την καταστροφή είναι απαραίτητη. Όποιοι αμελούν την ασφάλεια τους, πληρώνουν βαρύ τίμημα. Οι Αρχές δεν μπορούν να σε σώσουν, οπότε…..η οπλοκατοχή είναι αναγκαία». Η μονόχνωτη, μισάνθρωπη, επιφυλακτική, επιρρεπής στο αλκοόλ και υπερπροστατευτική γιαγιά Κέρτις, δικαιώνεται και εκδικείται αποδεικνύοντας στις τελευταίες σκηνές της ταινίας, ότι το υπόγειο (με τα τρόφιμα και τα όπλα) δεν είναι καταφύγιο, όπως όλοι αρχικά πιστέψαμε αν και υποψιαστήκαμε κάτι άλλο βλέποντας το σαθρό πάτωμα που το πυροβολεί η Λόρι προδίδοντας ηθελημένα τη θέση τους. «Το υπόγειο δεν είναι καταφύγιο, είναι παγίδα» Η ίδια η ταινία δεν είναι καταφύγιο από τα στερεότυπα που την κυνηγούν αλλά είναι παγίδα για την εξάπλωση μιας νέας ψυχροπολεμικής ψύχωσης και….θα βρεθεί ο εχθρός. Στην τελευταία σκηνή του έργου, όπου οι τρεις γενιές θηλυκών γόνων των Μάγιερς φεύγουν από το φλεγόμενο σπίτι, το ματωμένο μαχαίρι το κρατάει το «ελαττωματικό γονίδιο» της εγγονής στο τελευταίο καρέ. Κι’ ας με διαψεύσει το σίκουελ.
Ο Γιάννης Μπαχάς είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ. και μέλος της Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ. Η κριτική γράφηκε στα πλαίσια της συνεργασίας του ως άνω φορέα με τους κινηματογράφους Assos Odeon Θεσσαλονίκης.