DORIS MICHEL PAPAGEORGIOU

Απόψε σκέφτηκα να σας ταξιδέψω μέσα στην πολυτάραχη ζωή του σπουδαίου ζωγράφου και δασκάλου μου Doris, υπήρξε δύστροπος και μισάνθρωπος, μα μεγαλοφυΐα, ακόμα δεν έχει τοποθετηθεί εκεί που πραγματικά του αρμόζει να βρίσκεται.

Σάντι Νικολαρέας.

DORIS MICHEL PAPAGEORGIOU

Την ιστορία αποφάσισα ενός σπουδαίου ζωγράφου να σας πω, που τους ανθρώπους πολύ μισούσε, κι όμως την ζωή του αλλιώς ο ίδιος την είχε σχεδιάσει.

Αλήθεια είναι πως αγαπητός πολύ στην παρέα του τα πρώτα χρόνια εκείνος ήταν, ψηλός σαν κυπαρίσσι, όμορφος, κομψός με μόρφωση μεγάλη, μα όλα στράβωσαν μετά, θα σας τα πω πιο κάτω.

Στα πινέλα και στα χρώματα την ευκολία είχε μεγάλη, ιδίως η παλέτα του πλούσια σε εντάσεις ήταν που όμως μόνο ο ίδιος μπορούσε εκείνη να δαμάσει.

Michel τον λέγανε μα εκείνος Doris ήθελε να τον αποκαλούνε και σαν Doris υπογραφή στα έργα του καλλιγραφικά με κόκκινο χρώμα περίτρανα, με σιγουριά μεγάλη στην άκρη τοποθετούσε.

Έλληνας ήταν από την Δωρίδα εξ ου και το ψευδώνυμο του και σαν Δωριεύς, δωρικά χωρίς πολλά λόγια μιλούσε.

Η χώρα του πολύ μικρή για εκείνον και το ταλέντο του φάνταζε στη ματιά του, όταν στις αρχές του εικοστού ήδη τα έργα του μοντέρνα θεωρούνταν, μόνο το Παρίσι μπορούσε αυτά και εκείνον να εννοήσει.

Στο Μονπαρνάς θα μοιραστεί στέγη και στούντιο μαζί με τον Μοντιλιάνι και αλήθεια ήταν πως φίλοι αδελφικοί, για πάντα οι δύο τους την σχέση αυτή την όμορφη παντοτινά κράτησαν, μέχρι τον απροσδόκητο θάνατο του Μόντι το 1920, που όλα στραβά μετά τον δρόμο τους τράβηξαν.

Αναφέρω το περιστατικό γιατί ο ίδιος νάρκισσος υπήρξε, και τα της ηλικίας του, μυστικό επτασφράγιστο κρατούσε, μεγαλύτερος του Αμεντέο και του Πικάσο ήταν, γιατί τα βιβλία αναφέρουν πως ενενήντα ενός χρονών την τελευταία του πνοή άφησέ το 1987, ενώ πολύ μεγαλύτερος των εκατό υπήρξε.

Ο ίδιος ο γράφων μαθητής του σαν νεαρός υπήρξα και ο Doris, πολλές φορές ανέφερε με τον Ουάιλντ πως φίλοι ήσαν.

Ο Ιρλανδός ο ποιητής το 1900 πέθανε στη πόλη του φωτός και ο ζωγράφος σίγουρα τα είκοσι του χρόνια τα είχε προ πολλού πατήσει.

Το Παρίσι πολλά για αυτόν τον υποσχόμενο ζωγράφο μιλούσε, ο Μοντιλιάνι, ο Πικάσο, ο Μπρανκούζι, ο δύστροπος ο Βλάμινγκ, έργα με εκείνον να ποζάρει όλοι ευκαιρία ζητούσαν για να φτιάξουν, γιατί δυο μέτρα ψηλός σαν άγαλμα Απόλλωνα έμοιαζε, στο Λούβρο κρέμονται οι πίνακες αυτοί απόδειξη μεγάλη.

Τις γυναίκες λάτρεψε πολύ, ιδιαίτερα αλλοδαπές τσιγγάνες που στα τσίρκο δούλευαν περιδιαβαίνοντας την χώρα, βλέπετε στα μάτια ενός ζωγράφου εκείνες γεμάτες χρώμα ήσαν, πλουμιστά ρούχα, λουλούδια και δαντέλες όσο για τα τσίρκο, θησαυρός εικόνων, ατελείωτα έργα εκείνος να σκαρώνει.

Μια ακροβάτης υπήρξε έρωτας μεγάλος, έχασε το μυαλό του, εκείνη τον παράτησε, κόντεψε να πεθάνει, στο τρένο ανέβηκε να την συναντήσει στην παρακάτω πόλη.

Περίστροφο στη τσέπη κουβαλούσε, πήγαινε να την σκοτώσει, την βρήκε στην αγκαλιά ενός ομοεθνή της, φούντωσε από θυμό και ζήλια, εν ψυχρό την σκανδάλη πάτησε, τους πυροβόλησε και σαν φάντασμα χάθηκε στη νύχτα.

Σε μια αποβάθρα λιμανιού στη Μασσαλία το όπλο έστρεψε στον εαυτό του, από τις τύψεις να γλιτώσει, το σφάλμα κατά κάποιον τρόπο να διορθώσει.
Αστόχησε η σφαίρα εκείνη την ζωή του να αφαιρέσει, μα τον πλήγωσε βαριά στο κρόταφο επάνω, το δεξί αυτί άχρηστο πια κατέληξε να είναι.
Λαθραία σε ένα καράβι μπήκε, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου άρρωστος πολύ κατέβηκε, στην Κύπρο έπειτα και μετά στον Πειραιά σχεδόν ετοιμοθάνατος να φτάσει.

Η αστυνομία στην Γαλλία έναν ζωγράφο ονόματι Doris από την Ελλάδα παντού αναζητούσε, μα το όνομα αυτό πραγματικό δεν ήταν, μόνο ένα καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, κανείς το αληθινό του όνομα δεν γνώριζε, κι αν στους φίλους του ζωγράφους κάποτε το είχε αναφέρει, αυτοί δύσκολο να το είχαν συγκρατήσει. Ποιός ξένος ένα όνομα σαν το Παπαγεωργίου μπορούσε να θυμάται.

Μέσα στην δυστυχία του, για όλους ένας φαντομάς υπήρξε, οι αρχές στην άκρη εκείνης της προβλήτας το περίστροφο και ίχνη αίματος εβρήκε, υπόθεση των αρχών πως αυτοκτόνησε και τα νερά της θάλασσας το κουφάρι του στα βάθη της κατάπιε.

Στο Φάληρο βρήκε σπίτι και την ζωή του από την αρχή ξεκίνησε, μα όλα τώρα διαφορετικά και μαύρα ήταν. Άνθρωπο δεν εμπιστεύτηκε ποτέ και τις γυναίκες μα και τους άνδρες όλους εμισούσε, στο σπίτι παρέμενε κλειστός, παρέα του οι πίνακες του, που με τεράστια ευκολία εκτελούσε.

Πράγματι μπορούσε και τριάντα μεγάλα έργα στις ώρες μίας μέρας να ζωγραφίσει, και όλα τους διαφορετικά να είναι.

Οι έμποροι τέχνης και οι δημοπράτες σύντομα τον έμαθαν, έργα αγόραζαν δεκάδες και μεταπωλούσαν, ο Μάνος Ζαχαράκης, ο Κώστας Μοιραράκης, ο Σταύρος Πασπαράκης, ο Κώστας Χαιρετάκης, ο Γρήγορης Μοντεσάντος, ο Γονίδης, ο Δυαλινάς, περιουσίες έβγαλαν από τον Λωτρέκ της Ελλάδος, όπως εκείνοι θελαν να αποκαλούνε, μα εκείνος ανώτερος του Λωτρέκ υπήρξε.

Μα ο Doris που τους ανθρώπους εμισούσε, αγαπούσε τα άλογα, και όλα του τα έσοδα στον ιππόδρομο σπαταλούσε.

Δραχμή δεν κράτησε καμιά, έτρωγε ελάχιστα, έπιπλα στο σπίτι δεν υπήρχαν, εξόν απ’ τα απαραίτητα, στο κρεβάτι με μια άθλια κουβέρτα και εφημερίδες το κρύο το νικούσε.

Εκείνος ο πότε άλλοτε Απόλλωνας με τίποτα δεν έμοιαζε στον νέο που κάποτε το Παρίσι στη θέα του και μόνο παραμιλούσε.

Δύστροπος, απότομος, άσχημος πια σαν ζωντανό πορτραίτο του Nτόριαν Γκρέυ, μια χαραμάδα άνοιγε την πόρτα και έβγαζε το χέρι ξερό να τον πληρώσουν. Το ίδιο και τα έργα, με αυτό τον τρόπο έβγαιναν έξω, χωρίς ποτέ κανείς να θωρεί το πρόσωπο του.

Χρήματα για την εποχή του πολλά κέρδισε, μα όλα στο τζόγο εξαφανίστηκαν, κι αν ο Πικάσο όπως μάθαμε ύστερα χιλιάδες έργα και αντικείμενα ζωγράφισε, ο Doris πολλά περισσότερα των πενήντα χιλιάδων έργων το χέρι του αυτό το γρήγορο κατάφερε να φτιάξει.

Η ιστορία ακόμα δεν τον έχει κατατάξει εκεί που πραγματικά ανήκει, γιατί οι θεωρητικοί της τέχνης για εμπορικό ζωγράφο τον είχαν στο μυαλό τους, αφού κάθε κορνιζάδικο έργα δικά του είχε, ούτε μπορούσαν να γνωρίζουν όλα αυτά που με τόση υπομονή σας είπα, γιατί αν δεν στράβωναν τα πράγματα, σήμερα η Ευρώπη για εκείνον θα μιλούσε.

Ο ίδιος που καλά τον ήξερα, τα χρώματα του ετοίμαζα, τα χαρτόνια στα πατώματα και στα τραπέζια επάνω σε αράδες έστρωνα το αστάρι να δεχτούνε, τα πρώτα χρώματα ύστερα στα φόντα τα περνούσα, κατάφερα το αγρίμι αυτό να μαλακώσω και με υπομονή μεγάλη να μάθω πολλά για την τέχνη του, μαζί και την ζωή του.

Στα τελευταία του ακόμα ζωγράφιζε μα όχι όπως πρώτα, λίγα έργα έβγαζε, υπέροχα εκείνα μόνο με νεφτόχρωμα.

Δεν άργησε να έρθει η ώρα που τον άφησε η πνοή του, υπέργηρος, μόνος και φτωχός, τα της κηδείας του τα φρόντισε ο δήμος.

Μα ο μισάνθρωπος εκείνος πραγματικός μύθος αληθινά υπήρξε, κι αν κάποιος καλλιτέχνης την δόξα ζηλεύει και δεν γνωρίζει πως κι εκείνη θα τον αγαπήσει, ένα πράμα πρέπει να γνωρίζει, πως δεν χρειάζεται μόνο ταλέντο την δόξα κάποιος για να κερδίσει, η ίδια η ζωή του με παραμύθι πρέπει να μοιάζει, μυθιστόρημα με γερή πλοκή και ανατροπές μεγάλες, μόνο τότε ελπίδα υπάρχει αθάνατος κανείς να γίνει, και ο Doris Michel Papageorgiou στους αθανάτους πια λογίζεται, γιατί ο χρόνος τις πραγματικές αξίες πάντα τις δικαιώνει.

Σάντι Νικολαρέας https://www.facebook.com/sandi.nikolareas