Τί πραγματεύεται το θεατρικό σας έργο “Εμμονές” και ποια η σημασία του τίτλου του;
Το έργο εστιάζεται σε μια μη λειτουργική, ελλειπή σχέση μητέρας-κόρης και παίρνει αφορμή από τη σχέση μεταξύ της Μαργαρίτας Καραπάνου και της μητέρας της, τη Μαργαρίτα Λυμπεράκη.
Πρόκειται για δυο δυνατές προσωπικότητες που επιβάλλονται η μια στην άλλη, προσπαθώντας η κάθε μια να αποκτήσει τη δική της προσωπική φωνή.
Αλλά το κείμενο ξεπερνά αυτή τη σχέση και θίγει πιο γενικά θέματα: την αγάπη, τις οικογενειακές σχέσεις, την ψυχολογική υγεία, την ελευθερωτική δύναμη της συγγραφικής δραστηριότητας και τελικά τη σωτηρία της ψυχής σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Ο τίτλος αφορά το σετ των ιδεών ή σκέψεων που κουβαλάμε μέσα μας, βάσει των οποίων ενεργούμε στον γύρω κόσμο.
Ο καθένας μας διαθέτει ένα τέτοιο σετ ιδεών που τον κάνει να είναι διαφορετικός και κάποτε ιδιαίτερος και παράξενος για τους άλλους.
Ποιά είναι όμως τα όρια που ξεχωρίζουν τους άρρωστους και τους υγιείς;
Η διαφορά είναι κάθε φορά λεπτή. Οι έμμονες ιδέες της Μαργαρίτας είναι άρρωστες ή αυτή παλεύει όπως όλοι μας για κατανόηση, αγάπη και ψυχική γαλήνη; Μια ανοιχτή ερώτηση…
Έχετε ξανασυνεργαστεί με την ηθοποιό Cerasela Iosifescu;
Μέχρι τη συνεργασία μας γύρω από το έργο αυτό, όχι. Βέβαια, γνώριζα τη δραστηριότητα της στον τομέα του θεάτρου και τη θαύμαζα για το τάλεντό της.
Όταν συνάντησα τον Γιάννη Παρασκευόπουλο και του μίλησα για την ιδέα μου, και οι δυο μας σκεφτήκαμε ταυτόχρονα την Cerasela.
Γνώριζα τη συνεργασία του και μάλιστα είχα δει την «Μήδεια» που ο Γιάννης είχε σκηνοθετήσει προηγουμένως στο Θέατρο της Κραϊόβας.
Οπότε πρόκειται για μια όμορφη και δημιουργική συγκυρία: εγώ γνώριζα τον Γιάννη και ο Γιάννης τη Cerasela και όλοι μας είχαμε διάθεση να καταπιαστούμε μ’ ένα έργο που ωρίμασε κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας και μάλιστα των προβών.
Το μονόπρακτο είναι βασισμένο σε λογοτεχνικά έργα της Μαργαρίτας Καραπάνου. Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τη συγκεκριμένη συγγραφέα;
Ίσως επειδή δεν είναι ένα σύγγραμμα βολικό και απευθύνεται σ’ ένα στενό κύκλο αναγνωστών.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν πολύ κατάλαβα την έλλειψη του ενδιαφέροντος εκ μέρους τους.
Απ’ την άλλη, αισθανόμουν πολύ έντονη την ανάγκη να την κάνω γνωστή την Μ.Κ. στους Ρουμάνους, οπότε επέλεξα κάποια κομμάτια από το «Ναι», από την αλληλογραφία της με τη μητέρα της (δείτε το «Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς») και από το βιβλίο «Μαμά», και κάνοντας ένα κολλάζ άρχισα να γράφω πάνω τους, γύρω τους ή με αφορμή αυτών των αποσπασμάτων, διότι κυρίως τους έλειπε η δραματικότητα.
Και έτσι γεννήθηκε αυτό το έργο το οποίο το έχω δουλέψει αρκετά υπό την καθοδήγηση του Γιάννη, και του είμαι ευγνώμων γι’αυτό.
Πόσο εύκολο είναι να μεταφέρεις στη σκηνή μέρος του λογοτεχνικού έργου της Μαργαρίτας Καραπάνου;
Καθόλου εύκολο, γιατί η Μ.Κ. έχει μια πολύ προσωπική φωνή, και ό,τι και αν έγραψα με αφορμή τα συγγράμματά της έπρεπε να διατηρήσει – και να σέβεται – τον ιδιαίτερο τόνο της.
Το αστείο είναι ότι αργότερα, διαβάζοντας ή ακούγοντας στη σκηνή κόμματια του έργου μου, δε θυμόμουν αν είναι δικά μου ή ανήκουν στη Μαργαρίτα.
Η συγκεκριμένη παράσταση θα έρθει και στην Ελλάδα;
Μόλις προσκληθεί από ενδιαφερόμενο φορέα…
Πείτε μας δυο λογια για την επιλογή του θεάτρου National Craiova;
Με αρχή το 2016, η παράσταση παίχτηκε επί δυο χρόνια στο Βουκουρέστι, αλλά ο αρχικός παραγωγός – το ARCUB (το Πολιτιστικό Κέντρο του Δημαρχείου Βουκουρεστίου) – αποφάσισε να το σταματήσει.
Επειδή η Cerasela Iosifescu παίζει και στο Θέατρο της Κραϊόβας και το κοινό την αγαπά πολύ, το Θέατρο πήρε την απόφαση να συμπεριλάβει την παράσταση στο ρεπερτόριό του.
Είναι νόμιζω μια πάρα πολύ καλή απόφαση.