Γράφει ο Κώστας Ευαγγελάτος, Ζωγράφος, Λογοτέχνης, θεωρητικός της Τέχνης
Ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε το 1925 στην Ύδρα από ντόπιους γονείς. Παρέμεινε στην Ύδρα μέχρι το 1937, όταν μετά τη φοίτησή του στην Α’ Γυμνασίου η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, αρχικά στο κέντρο της πόλης και μετά την Κατοχή στην Καλλίπολη.
Πήρε τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής το 1940 από τον Γερμανό καλλιτέχνη Κλάους Φρισλάντερ, ενώ την ίδια περίοδο γνώρισε τους Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα και τον Δημήτρη Πικιώνη. Μετά την αποφοίτησή από το Γυμνάσιο σπούδασε στη Νομική Σχολή, την οποία όμως εγκατέλειψε μετά από σύντομο διάστημα.
Κατά τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής εισάχθηκε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου μαθήτευσε με τους καθηγητές Δημήτριο Μπισκίνη, Παύλο Μαθιόπουλο και Κωνσταντίνο Παρθένη. Αποφοίτησε το 1949. Αργότερα, με υποτροφία του ΙΚΙ, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού από το 1953-1956, όπου διδάχθηκε την τέχνη της χαλκογραφίας με δάσκαλο τον Ed. Goerg. Το 1972 έλαβε χορηγία του Ιδρύματος Ford.
Ο Τέτσης εγκαινίασε την εκθεσιακή του δραστηριότητα με ατομική του έκθεση το 1948. Έκτοτε πραγματοποίησε αρκετές ατομικές εκθέσεις, ενώ συμμετείχε σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Μεταξύ των εκθέσεων στις οποίες έλαβε μέρος, περιλαμβάνονται οι Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1957 και το 1965, της Αλεξάνδρειας το 1959, οι Διεθνείς Εκθέσεις Χαρακτικής του Λουγκάνο (1960) και του Τόκιο (1964). Το 1970, αν και επιλέχτηκε ως αντιπρόσωπος στη Μπιενάλε της Βενετίας, αρνήθηκε όμως να αναλάβει διαμαρτυρόμενος για το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα. Το 2004 συμμετείχε στην έκθεση Ευρωπαίων Καλλιτεχνών στο EUARCE, στο πλαίσιο Παγκόσμιου Συνεδρίου της Association Internationale des Critiques Littéraires (A.I.C.L.). Το 1999 η Εθνική Πινακοθήκη οργάνωσε αναδρομική έκθεση του.
Σημαντικό υπήρξε και το διδακτικό του έργο. Το 1951 διορίστηκε επιμελητής στην έδρα του Ελεύθερου Σχεδίου, με καθηγητή τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, ενώ το διάστημα 1958-1962 ήταν καθηγητής στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Το 1958 συμμετείχε στην ίδρυση του Ελευθέρου Σπουδαστηρίου Καλών Τεχνών– μετέπειτα Σχολή Βακαλό, όπου δίδαξε ως το 1976.
Την ίδια χρονιά εξελέγη καθηγητής στην ΑΣΚΤ, όπου δίδαξε ως το 1991, ενώ το 1989 εξελέγη πρύτανης της. Το 1993 εκλέχτηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Βραβεύτηκε στις 29 Φεβρουαρίου 2016 με το βραβείο Γιάννη Μόραλη. Το βραβείο παρέλαβε ο γιος του Αλέξης από τον πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε τελετή που έγινε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Απεβίωσε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 2016.
Ο Τέτσης διαμόρφωσε μια προσωπική αντίληψη του εξπρεσιονισμού. Τα έργα του περιλαμβάνουν σκηνές της καθημερινότητας, όπως η μεγάλη πολύπτυχη φρίζα με την «λαική αγορά», προσωπογραφίες, τοπία, καφενεία, ναυπηγεία, αλλά και πολλές νεκρές φύσεις. Ασχολήθηκε και με τη χαρακτική, με εξέχουσες τις χαλκογραφίες του με θέμα τοπία της Σίφνου, αλλά και με τη δημιουργία τοιχογραφιών σε εκκλησίες και δημόσια κτήρια και τράπεζες.
Η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα στο κείμενο του καταλόγου της αναδρομικής έκθεσης του επισημαίνει: «Η ζωγραφική του Τέτση δεν είναι ποτέ περιγραφική, μιμητική. Ο θεατής καλείται να αναπλάσει την εικόνα που ερέθισε το ζωγράφο με τη δική του αίσθηση, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα το δημιουργικό γίγνεσθαι, την ορατή ποιητική του έργου».
Γνώρισα τον Παναγιώτη Τέτση το 1982, ήδη γνωστό δημιουργό και καθηγητή της ΑΣΚΤ, στον μορφωτικό κύκλο κοινωνικής στήριξης νέων του πρωτοπρεσβύτερου Γεώργιου Πυρουνάκη, στον οποίο είχε προσφέρει έργα του από την σειρά με τα δέντρα για την ενίσχυση των παιδικών κατασκηνώσεων του σωματείου. Ομολογουμένως την εποχή εκείνη δεν με έθελξε ιδιαίτερα η τεχνοτροπία του αφού ήμουν προσανατολισμένος σε εννοιολογικά και αφαιρετικά εικαστικά πεδία.
Τον ξανασυνάντησα πλέον πρύτανη της ΑΣΚΤ σε εικαστικές εκθέσεις και στην Γκαλερί DADA, όπου με ενδιαφέρον παρακολουθούσε εκθέσεις μαθητών του. Ήταν εντυπωσιακή η ευγένεια και η κομψότητα του, ενώ στα λόγια του διέκρινες πάντα ένα δεύτερο επίπεδο διατύπωσης που σήμαινε πολλά και ουσιαστικά που σε προβλημάτιζαν. Μελέτησα συνολικά το έργο του στην αναδρομική έκθεση του στην Εθνική Πινακοθήκη που ήταν για μένα μια μεγάλη αποκάλυψη της πολυδιάστατης εκφραστικής του έρευνας και δουλειάς, με κυρίαρχο το χρώμα και την συνεχή μεταλλαγή του από το φως σε μια ιδιότυπη φωτοχρωματική διατύπωση.
Ειδικά οι νεκρές φύσεις σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους που αναδεικνύει πλαστικά και ατμοσφαιρικά τα αντικείμενα, οι προσωπογραφίες του που με αδρές και ταχείες επιχρώσεις διαμορφώνει τις μορφές και τις φιγούρες ήταν υποδείγματα τέχνης και τεκμήρια της εκτίμησης και του θαυμασμού που είχε από τους μαθητές του στη Σχολή και τους συλλέκτες. Η παρουσίαση όλου του μεγάλου φάσματος του πολύπτυχου της Λαικής Αγοράς, 50 μέτρων, σε όλο το ισόγειο της Εθνικής Πινακοθήκης φάνηκε σε ορισμένους κριτικούς αδύναμο αισθητικά και τεχνικά, με τα πολύ έντονα χρώματα στα προιόντα, τις συγκεχυμένες κινήσεις και τις ογκώδεις μορφές των καθημερινών ανθρώπων και των πωλητών.
Οι σχετικές απόψεις διατυπώθηκαν ποικιλότροπα, εντούτοις δεδομένο παραμένει η βιωματική πρόσληψη της σύνθεσης που είχε βέβαια παρακολουθήσει εκ του φυσικού στην τότε γνωστή λαική αγορά της οδού Ξενοκράτους του Κολωνακίου που διέμενε. Σήμερα τμήμα της σύνθεσης αυτής δεσπόζει στην είσοδο της ανακαινισμένης με νέες πτέρυγες Εθνικής Πινακοθήκης. Εκθέσεις του με ακουαρέλλες που είδα σε γκαλερί επανακέντρισαν τον θαυμασμό μου για την εξαιρετικά φορτισμένη διαύγεια της χρωματολογίας του.
Η κορύφωση της εκτίμησης μου για την «θεογονική» ζωγραφική του έκφραση έγινε με συγκίνηση στην μεγάλη έκθεση έργων του «Η αποθέωση του Τοπίου», με θέματα της Ύδρας στο Ίδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη το 2015. Η συνθετική δομή, η ασυνήθιστη οπτική απόδοση των βράχων, η ζώσα δυναμική των χρωμάτων και η παλλόμενη φωτολουσμένη ατμόσφαιρα της Ύδρας δημιούργησαν εντυπωσιακές μνημειακές όψεις του γενέθλιου νησιού του.