Γράφει ο Νίκος Μουρατίδης
Από μικρό παιδί τρελαινόμουν για τις βιογραφίες και τις αυτοβιογραφίες. Τώρα, με έπιασε καινούργια τρέλα. Θέλω να μιλάω με τα παιδιά, τους φίλους ή συγγενείς γνωστών καλλιτεχνών, για να μαθαίνω πράγματα από πρώτο χέρι – κι’ όχι αυτά που κυκλοφορούν και συνήθως είναι λανθασμένα ή υπερβολικά.
Σήμερα, στην συνέχεια των άρθρων αυτού του είδους, ήρθε η στιγμή να μιλήσω με την Αθηνά Ρηγοπούλου, την κόρη της αγαπημένης μου Τζένης Βάνου. Μια καλλιτέχνιδα που δυστυχώς δεν πρόλαβα να γνωρίσω, αλλά που την θαυμάζω απεριόριστα.
Αθηνά μου, πρέπει να σου πω, πως την μητέρα σου την αγαπώ πολύ, την θαυμάζω, παίζω συνέχεια τραγούδια της στην εκπομπή μου, γράφω γι’ αυτήν… σαν να μην θέλω να την αφήσω να ξεχαστεί. Γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Να μου πεις γι’ αυτήν… Κατ’ αρχήν όταν σου πω “η μαμά σου”, ποια μυρωδιά έρχεται στην μνήμη σου;
- Καλά, όποιον και να το ρωτήσεις αυτό, θα σου απαντήσει σίγουρα: κεφτεδάκια, λαχανοντολμάδες, σουντζουκάκια και γενικά τις μυρωδιές από την κουζίνα της, στην οποία περνούσε τη μισή της μέρα γιατί λάτρευε όχι τόσο πολύ το μαγείρεμα, όσο το να ταΐζει κόσμο και ήταν καταπληκτική σε αυτό. Επίσης το άρωμα της, White linen της Estee.
Ήσουν το δεύτερο παιδί στον προβληματικό γάμο της με τον πατέρα σου, αλλά μεγαλώσατε με τον αδελφό σου, έχοντας την Τζένη Βάνου πατέρα και μητέρα. Έτσι δεν είναι;
- Ναι, ήταν και τα δυο, και νομίζω πάντα υπερπροσπαθούσε να καλύψει το κενό της έλλειψης ενός πατέρα. Δε μας έλλειψαν οι πατρικές φιγούρες βέβαια, είχαμε παππούδες και θείους, αλλά πιο πολύ στεναχωριόμουν που ήταν μόνη της.
Πως ήταν σαν μητέρα; Σας είχε γκουβερνάντα, σας έστελνε σε ιδιωτικά σχολεία και σας έβλεπε στα ρεπό της;
- (γέλια) Είχαμε γυναίκα που έμενε στο σπίτι και μας πρόσεχε διότι έπρεπε η μαμά να πηγαίνει στη δουλειά κάθε βράδυ. Σίγουρα δεν τη βλέπαμε όσο βλέπουν άλλα παιδιά τους γονείς τους, αλλά έκανε το παν να είναι όσο μπορεί στο σπίτι, να σηκώνεται νωρίς για να μαγειρεύει και να μας βλέπει. Σηκωνόταν κάθε πρωί στις 11 και κοιμόταν ένα 2ωρο το μεσημέρι για να αντέξει το –καθημερινό τότε – ξενύχτι. Σαν μητέρα ήταν αυστηρή γιατί και σαν χαρακτήρας ήταν αρκετά σκληρή, πιθανότατα από όσα είχε περάσει. Δεν ήταν η μητέρα που θα κάτσει να παίξει μαζί μας αλλά ήταν υπερπροστατευτική, ευαίσθητη (όταν μας μάλωνε κλεινόταν στο δωμάτιό της κι έκλαιγε) και στα δικά μου μάτια, ήταν κάτι σαν υπερήρωας. Ήξερα ότι θα μας προστάτευε από οτιδήποτε.
Σε ποια ηλικία κατάλαβες πόσο δημοφιλής ήταν η μητέρα σου – πόσο τεράστιο όνομα;
- Ήταν κάτι πού έγινε σταδιακά. Θυμάμαι όταν ήμουν γύρω στα 7-8 και βγαίναμε έξω για ψώνια και τη σταματούσαν στο δρόμο να της μιλήσουν… εγώ φούσκωνα από περηφάνια, ειδικά όταν έλεγε: αυτή είναι η κόρη μου… Ο κόσμος την αγάπησε πάρα πολύ, όχι μόνο για το ταλέντο της αλλά και γιατί καταλάβαιναν ότι κατέθετε την ψυχή της σε κάθε συλλαβή που τραγουδούσε.
Τι δώρο σου είχε κάνει που το έχεις ακόμα;
- Όλα τα δώρα της τα έχω ακόμα. Και όταν την έχασα, όλα απόκτησαν άλλη αξία. Ένα από τα αγαπημένα μου είναι ένα μωβ μπουφάν, που το λατρεύω. Επίσης φοράω δικά της πράγματα και δεν τα αποχωρίζομαι.
Σας πήγαινε σινεμά, θέατρο, στην παιδική χαρά, για ψώνια στα καταστήματα, στο Χριστουγεννιάτικο δέντρο της πλατείας… και τέτοια; Ναι, αλλά…
Η συνέχεια εδώ: