“Το ζητούμενο για εμένα είναι η έκφραση και η μεταφορά διαφόρων συναισθημάτων πάνω στον καμβά μέσω του πινέλου μου και του χρώματος, ανεξάρτητα με το αν ζωγραφίζω ένα τοπίο, μια νεκρή φύση ή οποιοδήποτε άλλο θέμα.”
Πώς και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να ενθουσιάζεται με τη ζωγραφική. Ξεκίνησα από πολύ μικρός, όπως και κάθε παιδί άλλωστε. Νομίζω, τα καλλιτεχνικά και ειδικά η ζωγραφική είναι μία έμφυτη τάση που έχουμε όλοι μας. Απλώς σε κάποια παιδιά “ξεφουσκώνει” λίγο μεγαλώνοντας σε άλλα όχι. Εγώ ήμουν από αυτά που δεν “ξεφούσκωσε” ποτέ. Πάντα, καθώς μεγάλωνα ένιωθα να έχω μία κλίση προς τις τέχνες· πάντα μου άρεσε να κάνω πράγματα με τα χέρια μου, να δημιουργώ αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι είναι αυτό που με ενδιαφέρει ή με συγκινεί περισσότερο. Έτσι έκανα κάποια περάσματα από διάφορες τέχνες, έγιναν κάποιοι πειραματισμοί στην μουσική ξεκινώντας να μάθω κάποιο όργανο. Αργότερα, στην εφηβεία προέκυψε η γραφή· γράφοντας κάποια μικρά κείμενα ή κάποιους στίχους και ποιήματα. Παράλληλα με όλα αυτά εξακολουθούσα να σκιτσάρω, προσπαθούσα να μπω στη διαδικασία του σχεδίου πειραματιζόμενος με την φωτοσκίαση ή ζωγραφίζοντας. Κάτι έχανα και κάτι έβρισκα στο ταξίδι μου αυτό, αλλά δεν μπορούσα ποτέ να πω συνειδητά στον εαυτό μου ότι θέλω να ασχοληθώ σοβαρά με τις τέχνες. Σπουδαίο ρόλο σε αυτό το σημείο παίζει, νομίζω, το σχολείο και το εκπαιδευτικό σου περιβάλλον προκειμένου να σε βοηθήσει να βρείς τον δρόμο σου — ανάλογα με τις κλίσεις σου — κι εγώ νιώθω ότι δεν είχα την κατάλληλη βοήθεια. Τα χρόνια πέρασαν και τελικά πήρα άλλη κατεύθυνση αφήνοντας την τέχνη στις διάφορες μορφές της απλώς να συμπληρώνει τις ανάγκες μου. Σπούδασα Ηλεκτρονικός Μηχανικός στο Πολυτεχνείο Κρήτης και αρκετά χρόνια αργότερα αφότου είχα τελειώσει τις σπουδές μου — για διάφορους προσωπικούς λόγους — ένιωσα επιτακτική την ανάγκη να βρω τρόπους έκφρασης συνειδητοποιώντας ότι υπάρχει μία έλλειψη στην καθημερινότητά μου, ένα κενό, ότι θέλω να δημιουργήσω αυτή τη φορά με έναν διαφορετικό τρόπο, όμως πιο άμεσο, δίνοντας μεγαλύτερη προτεραιότητα εντάσσοντας την τέχνη σ’ ένα σημαντικότερο πλαίσιο στη ζωή μου γενικότερα. Κάπως έτσι ξεκίνησε το νέο μου ταξίδι — ο δεύτερος κύκλος — στο χώρο της ζωγραφικής όπου μέσω αυτής βρήκα τον τρόπο να καλύψω αυτό το κενό. Ξεκίνησα να κάνω κάποιες ελεύθερες σπουδές στο σχέδιο, στο χρώμα και στη σύνθεση σε κάποια εργαστήρια στην Καλαμάτα όπου διαμένω μόνιμα. Είχα την τύχη να γνωρίσω έναν καταπληκτικό άνθρωπο και για μένα μια δυνατή καλλιτέχνιδα, την Χριστίνα Αγγελοπούλου, όπου πήρα τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής και σχεδίου. Αργότερα μαθήτευσα για κάποια χρόνια στο εργαστήρι ζωγραφικής στο Καλλιτεχνικό Στέκι με δάσκαλο τον Ηλία Μακρή και συνεχίζω ακόμα να έχω επαφή με τον δάσκαλό μου όποτε το επιτρέπουν οι συνθήκες. Τον σέβομαι και τον εκτιμώ απεριόριστα σαν άνθρωπο, σαν δάσκαλο και σαν ζωγράφο. Επομένως, θα έλεγα ότι συστηματικά ασχολούμαι με την ζωγραφική τα τελευταία έξι περίπου χρόνια και συνεχίζω να μαθαίνω… Αυτό δεν σταματάει ποτέ!
Σε ποιό ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Πιστεύω ότι δεν είμαι ο κατάλληλος να κρίνω ή να εντάξω κάπου την ζωγραφική μου… Και δεν το θέλω κιόλας. Δεν μου αρέσει να βάζω ταμπέλες στην δουλειά μου ή να κατηγοριοποιώ τα έργα μου με βάση κάποια κινήματα. Άλλωστε όταν ξεκινάω ένα νέο έργο δε θα πω ότι αυτή τη φορά θα κάνω ένα ιμπρεσιονιστικό έργο, την επόμενη ένα εξπρεσιονιστικό και ούτω καθεξής. Επιρροές υπάρχουν από παντού, μελετώντας ανά περιόδους τα έργα μεγάλων καλλιτεχνών και διαβάζοντας την ιστορία της τέχνης. Τα έργα μου αν τα παρακολουθήσει κανείς έχουν μεταξύ τους αρκετές ομοιότητες ως προς την γραφή μου και ταυτόχρονα υπάρχουν διαφορές που έχουν να κάνουν με την εξέλιξή μου, τον τρόπο της πινελιάς μου, την διάθεσή μου αλλά και το τι θέλω να πω κάθε φορά μέσα από το έργο μου. Το ζητούμενο για μένα είναι η έκφραση και η μεταφορά διαφόρων συναισθημάτων πάνω στον καμβά μέσω του πινέλου μου και του χρώματος, ανεξάρτητα με το αν ζωγραφίζω ένα τοπίο, μια νεκρή φύση ή οποιοδήποτε άλλο θέμα. Αν ήθελα, πάντως, να περιγράψω τη ζωγραφική μου, τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή, θα έλεγα ότι ανήκει στον χώρο της παραστατικής ζωγραφικής με μία έντονη τάση την τελευταία περίοδο να εντάσσω στα έργα μου κάποια συμβολικά στοιχεία και με μια προσπάθεια σε κάποια έργα να τα αποδώσω με φωτορεαλιστικά χαρακτηριστικά.
Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Από την ίδια τη ζωή και την καθημερινότητα. Από τις καταστάσεις τις οποίες ζούμε όλοι μας ως ανθρωπότητα, αλλά και από τον τρόπο που τις αντιλαμβάνομαι εγώ και τις βιώνω. Από την φύση την οποία θαυμάζω και με αφορμή το τοπίο, πολλές φορές μου δημιουργείται η συγκίνηση και η ανάγκη να εκφράσω συναισθήματα μέσω του χρώματος. Άλλωστε αυτό σημαίνει ζωγραφική: το να γράφω για τη ζωή· κι επομένως οι αναφορές μας είναι από αυτή, ό,τι και να ζωγραφίζουμε, είτε είναι στα πλαίσια του φανταστικού, είτε του ρεαλιστικού, είτε του παραστατικού ή του ανεικονικού. Η έμπνευση σε μένα προσωπικά, πολλές φορές, έρχεται μέσα από τη λογοτεχνία, από μνήμες και βιώματα, από την φωτογραφία όπου μπορεί να συνθέτω εικόνες ή ακόμα και από ταινίες. Υπάρχει μια εσωτερική αγωνία που με κάνει να θέλω να πω κάτι ή τουλάχιστον να προσπαθήσω γι’ αυτό. Αυτή η αγωνία αποτελεί την κινητήριο δύναμη της έκφρασης και η έμπνευση προέρχεται και δημιουργείται από τα ερεθίσματα που προανέφερα.
Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Αναμφίβολα. Δεν το κάνω όμως συνειδητά. Σημαντικό ρόλο έχουν παίξει οι δάσκαλοι ζωγραφικής που είχα. Αυτοί οι άνθρωποι που, σε μεγάλο βαθμό, διαμόρφωσαν την τεχνική μου. Ωστόσο, υπάρχουν και πολλοί άλλοι που τελείως υποσυνείδητα επηρεάζουν εμένα τον ίδιο κι επομένως τη δουλειά μου. Θαυμάζω πάρα πολλούς ανθρώπους απ’ τον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων που πιστεύω ότι με το έργο τους έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην γραφή μου κι έχουν καθορίσει τις αναφορές μου. Από τους συγγραφείς ξεχωρίζω ιδιαίτερα τον Κάφκα, τον Μπέκετ, τον Τουργκένιεφ, τον Λάγκερκβιστ, τον Τσβάιχ, τον Σαμαράκη. Ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης είναι ο Μπέργκμαν. Από ζωγράφους θαυμάζω πάρα πολλούς που όμως αυτός ο θαυμασμός δεν λειτουργεί μιμητικά προς το έργο τους. Απλώς σε διάφορα στάδια της ζωγραφικής μου πορείας παίρνω μικρά μικρά στοιχεία απ’ όλους αυτούς και ενδόμυχα τα εντάσσω στον τρόπο που ζωγραφίζω. Απ’ τους πρώτους που ξεχώρισα είναι ο Βερμέερ, ο Ρέμπραντ και ο Καραβάτζο. Ακολούθησαν οι περισσότεροι από τους ιμπρεσιονιστές δείχνοντας ίσως λίγο μεγαλύτερη προσοχή στον Μονέ, τον Πισαρό, τον Ρενουάρ και τον Ντεγκά, αδιαμφισβήτητα κάποιο ρόλο θα έχει παίξει ο βαν Γκογκ από τους μεταϊμπρεσιονιστές, που είναι άλλωστε απ’ τους αγαπημένους καλλιτέχνες των περισσότερων, όπως επίσης ο Σεζάν και ο Λωτρέκ. Μπορώ να πω ότι ίσως μεγαλύτερο ρόλο πρωτογενώς να έπαιξε ο Σεζάν, γιατί ο τρόπος που ξεκίνησα να διδάσκομαι ήταν κατά κάποιο τρόπο της “Σεζανικής” φιλοσοφίας. Θαυμάζω επίσης τον Έγκον Σίλε, τον Μούνκ, τον Σερά ειδικά στα σχέδια του που με συνεπαίρνουν, τον Ματίς και τον Μοντιλιάνι. Ξεχωρίζω ακόμα τον Φρόιντ με τις φοβερές προσωπογραφίες του και τα εξαιρετικά γυμνά, τον Άουερμπαχ με τον επαναστατικό χαρακτήρα των έργων του, αλλά και τον Κοσόφ με την χαρακτηριστική έντονη πινελιά του και τη χρήση πηχτού χρώματος. Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι με την τέχνη στην Ελλάδα, παρακολουθώντας καλλιτέχνες του 19ου και του 20ου αιώνα. Είναι πάρα πολλοί όλοι αυτοί που θαυμάζω, παλαιότεροι αλλά και νεότεροι. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικά ονόματα όπως ο Γύζης, ο Οικονόμου, ο Μαλέας, ο Λύτρας, ο Τσαρούχης, ο Μόραλης, ο Τέτσης, ο Κανακάκις, ο Μυταράς, ο Σόρογκας και από νεότερους ο Μποκόρος, ο Σπυριούνης, ο Ρόρρης, ο Δασκαλάκης, η Φιλοπούλου, η Μποβιάτσου, η Κοντογιαννοπούλου, ο Θανάσης Μακρής.
Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Η σύγκρουση με τον ίδιο μου τον εαυτό, όχι με σκοπό να με πληγώσω ή με τάση αυτοκαταστροφής, αλλά με την πρόθεση να “φωτίσω” και να εξερευνήσω ακόμα περισσότερα άγνωστα “δωμάτια” του εσωτερικού μου κόσμου, να “ταξιδέψω” και να γνωρίσω τοπία του μυαλού μου, να με γνωρίσω καλύτερα και να εξελιχθώ. Προσπαθώ ανά διαστήματα να σπάσω τον κανόνα, τον δικό μου κανόνα και να μην θεωρώ τίποτα “τελειοποιημένο” ή καλά μαθημένο. Επομένως νομίζω ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα τόσο σαν άνθρωπος όσο και ζωγραφικά είναι η διαρκής αναζήτηση, η εξέλιξη και η αυτοβελτίωσή μου. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είχε πει «Άλλαξε τον κόσμο, το χρειάζεται! Και όταν τον αλλάξεις, άλλαξε τον αλλαγμένο κόσμο!».
Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τί ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Θεωρώ ότι στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι παράδοξο και κατά την γνώμη μου είναι τελείως οξύμωρο. Από την μια, αρκετός κόσμος ενδιαφέρεται για την τέχνη παρακολουθώντας μία έκθεση ζωγραφικής, στέκοντας στον δρόμο ακούγοντας έναν ή μία μουσικό, πηγαίνοντας στο θέατρο ή παρακολουθώντας κάποιο δρώμενο, επισκέπτοντας μία γκαλερί, μία πινακοθήκη, ένα μουσείο ή έναν αρχαιολογικό χώρο. Επίσης η πολιτεία και η εκάστοτε κυβέρνηση υποτίθεται ότι κάνει κάποιες ενέργειες προώθησης του πολιτισμού μας, δημιουργώντας χώρους πολιτισμού ή τις συνθήκες για την ανάπτυξη τέτοιων δραστηριοτήτων και ενεργειών. Ωστόσο, από την άλλη, δεν υπάρχει η πρέπουσα στήριξη του καλλιτεχνικού κόσμου από πλευράς πολιτείας και ειδικά την περίοδο που διανύουμε, εν μέσω πανδημίας, αυτό φάνηκε ακόμα πιο έντονα. Ταυτόχρονα μοιάζει σαν αδιαφορία του συστήματος παιδείας προς τις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα, το γεγονός ότι στα σχολεία δεν δίνεται η κατάλληλη σημασία στα εικαστικά μαθήματα ή ακόμα χειρότερα όταν αυτά καταργούνται σε κάποιες περιπτώσεις. Νομίζω ότι το θέμα της παιδείας είναι το σοβαρότερο όλων.
Νιώθω σαν να υπάρχει ένα χάσμα. Από τη μια έχουμε τις σχολές Καλών Τεχνών ή Αρχιτεκτονικής — με τα όσα προβλήματα αντιμετωπίζουν, βέβαια, κι αυτές οι σχολές — όπου στους ανθρώπους που εισάγονται δίνεται η δυνατότητα να καταρτιστούν σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο και να παράγουν πολιτισμό. Από την άλλη έχουμε ένα σύστημα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπου με όλες αυτές τις φοβερές ελλείψεις ή παραλείψεις, κάνει τον υπόλοιπο κόσμο, που δεν θα ασχοληθεί εκ των έσω με θέματα που αφορούν τον πολιτισμό και τις τέχνες, να τα αντιμετωπίζει τελείως επιδερμικά. Θεωρώ, λοιπόν, ότι δεν επενδύουμε στον πολιτισμό μας όσο θα έπρεπε, παρότι γίνονται σοβαρές προσπάθειες από πολλούς καλλιτέχνες.
Ως προς το ρόλο της τέχνης στο δημόσιο χώρο, θεωρώ καταρχήν, ότι σχεδόν όλα τα έργα ξεκινούν στο εργαστήριο του καλλιτέχνη, ολοκληρώνονται ωστόσο τη στιγμή που έρχονται σε “επαφή” με τον κόσμο και ξεκινάει αυτός ο διάλογος ανάμεσα στο έργο και στον θεατή. Άλλωστε αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη, που είναι και το ουσιώδες: η αμφίπλευρη επικοινωνία. Ο ρόλος της τέχνης, κατά την άποψή μου, είναι να αφυπνίσει, να προκαλέσει — και δεν τον λέω με την αρνητική έννοια της λέξης —, να προβληματίσει, να σε κάνει να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις, να γίνει μια γεννήτρια σκέψεων και συναισθημάτων. Υπάρχουν ωστόσο έργα τέχνης, όπως κάποια γλυπτά ή κάποιες κατασκευές κι εγκαταστάσεις, που δημιουργούνται με σκοπό να βρίσκονται μόνιμα σε δημόσιους χώρους, όπως επίσης η Street Art και το Graffiti, που είναι από τις πιο διαδεδομένες μορφές δημόσιας τέχνης στη σύγχρονη αστική ζωή. Όλες αυτές οι καλλιτεχνικές παρεμβάσεις σε δημόσιους χώρους σκοπό έχουν να αναπτύσσεται ένας “ανοιχτός διάλογος” ανάμεσα στην τέχνη και στον πολίτη και κατ’ επέκταση ανάμεσα στον πολίτη και στην πόλη.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Δεν θέλω να κάνω και πολλά σχέδια για το μέλλον, ειδικά τώρα που οι συνθήκες λόγω covid είναι πάρα πολύ δύσκολες για όλους μας και δεν επιτρέπουν από μόνες τους κάποιους ιδιαίτερους ή συγκεκριμένους σχεδιασμούς. Θα ήθελα απλά να συνεχίσω να ζωγραφίζω, να δημιουργώ και να εκφράζομαι. Ελπίζω, όσο πιο σύντομα γίνεται, να ξεπεράσουμε όλα αυτά τα εμπόδια με την πανδημία και να βρούμε ξανά ως ανθρωπότητα τα πατήματά μας. Εύχομαι μετά από αυτή την περιπέτεια να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι και να βγούμε πιο δυνατοί. Αυτό που θα ήθελα ζωγραφικά, σε προσωπικό επίπεδο, για το επόμενο διάστημα είναι να δημιουργήσω μία ενότητα από έργα — ήδη έχω ξεκινήσει να δουλεύω πάνω σε αυτό — και αν όλα πάνε καλά να εκθέσω κάποια στιγμή αυτή τη δουλειά.