Ο Σύλλογος Εργαζομένων της ΔΕΘ (ΣΕΔΕΘ) θεωρεί υποχρέωσή του να παρέμβει και να εκφράσει τις θέσεις του σχετικά με το μεγάλο αναπτυξιακό και βιώσιμο έργο της ανάπλασης του Διεθνούς Εκθεσιακού και Συνεδριακού Κέντρου Θεσσαλονίκης.
Οι εργαζόμενοι της ΔΕΘ-Helexpo συμμετέχουν όλα αυτά τα χρόνια στην προετοιμασία του σχεδίου ανάπλασης και έχουν συνεισφέρει σημαντικά στην ωρίμανση του έργου. Τα τελευταία επτά χρόνια η συναντίληψη και η συνεργασία με τη διοίκηση της ΔΕΘ-Helexpo αποτέλεσαν βασικά στοιχεία ανάταξης του εκθεσιακού οργανισμού από τις καταστροφικές ενέργειες της πολιτικής ηγεσίας της περιόδου 1999-2001 με τη διάσπαση της εταιρείας και τα προβλήματα που συσσωρεύτηκαν, τα οποία κατέστησαν τη διάσωσή της 12 χρόνια αργότερα διακύβευμα.
Η Έκθεση «κύτταρο» της Θεσσαλονίκης
Είναι γνωστό ότι η «ΕΚΘΕΣΗ» αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας και της ζωής της Θεσσαλονίκης. Όσοι από μας βιώσαμε τον πανηγυρικό χαρακτήρα και την κοσμοπολίτικη, γιορτινή ατμόσφαιρα της πόλης στη διάρκεια της πολύχρονης λειτουργίας της, αρνούμαστε να αποδεχθούμε μια προοπτική της
ΔΕΘ χωρίς τα χαρακτηριστικά που την καταξίωσαν στη συνείδηση των Θεσσαλονικέων και την κατέστησαν τον μεγαλύτερο φορέα οργάνωσης εκθεσιακών γεγονότων της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η όποια σκέψη για την μετεγκατάστασή της προσκρούει στην ιστορικότητα της ΕΚΘΕΣΗΣ και τη θεμελιώδη σχέση της με την κοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή της πόλης. Μια τέτοια επιλογή θα ακυρώσει το «συναμφότερον» ως το κυρίαρχο στοιχείο με την Θεσσαλονίκη. Επί της ουσίας η πόλη θα χάσει την ΕΚΘΕΣΗ χωρίς καν αυτή να χρειαστεί να φύγει από τη Θεσσαλονίκη. Η μετεξέλιξή της σε έναν ψυχρό και αποξενωμένο από τη ζωή του αστικού ιστού εκθεσιακό χώρο δεν είναι μέρος του οράματός μας.
Χωρίς λοιπόν να σκεφτόμαστε συντεχνιακά, θα θέλαμε να εκφράσουμε τη θέση μας τόσο για το έργο όσο και για τα αποτελέσματα του εκθεσιακού οργανισμού, τα οποία δεν αμφισβητούνται από το σύνολο των οικονομικών και κοινωνικών φορέων πανελλαδικά. Άλλωστε, το αναπτυξιακό και οικονομικό αποτύπωμα που αφήνει στη Θεσσαλονίκη ο εκθεσιακός φορέας φάνηκε περίτρανα από την ακύρωση της 85ης ΔΕΘ τον Σεπτέμβριο του 2020, η οποία άφησε πίσω ένα κενό 50 και πλέον εκατομμυρίων για την πόλη μας.
Η μακρά διαβούλευση
Το σχέδιο της ανάπλασης του Εκθεσιακού Κέντρου πέρασε από μακρά διαβούλευση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εκπροσώπους πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών, επιστημονικών, τεχνικών οργανισμών τοπικής και πανελλήνιας εμβέλειας, αλλά και της τοπικής αυτοδιοίκησης, σε μια πολύ δύσκολη προσπάθεια ενσωμάτωσης και σύγκλισης διαφορετικών απόψεων, ώστε το έργο αυτό να αποτελέσει όραμα όλων των Ελλήνων και πολύ περισσότερο των Θεσσαλονικέων.
Κατανοούμε ότι οι διαφορετικές, αλλά καλοπροαίρετες απόψεις δεν θα σταματήσουν και τις σεβόμαστε με τον πλέον απόλυτο τρόπο, παρόλο που δεν εκφράστηκαν σε συλλογικά όργανα τα οποία εκπροσωπούνταν στις διαδικασίες της διαβούλευσης τουλάχιστον την τελευταία διετία.
Ο επιβαλλόμενος εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ σε συνδυασμό με την αυτονόητη ανάγκη για απελευθέρωση ζωτικού χώρου με σκοπό την βελτίωση της λειτουργίας της πόλης και της ζωής των κατοίκων της καθιστούν ως απόλυτα ορθολογική επιλογή την ΑΝΑΠΛΑΣΗ.
Η υπάρχουσα κατάσταση όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες ενός φορέα διοργάνωσης διεθνών εκθέσεων, αλλά δεν υποστηρίζει ούτε τη λειτουργία ούτε την αισθητική της πόλης. Οι ραγδαίες εξελίξεις στον διεθνή εκθεσιακό κλάδο δημιούργησαν ασφυκτικές ανάγκες για σύγχρονες υποδομές και εγκαταστάσεις. Με την υφιστάμενη κατάσταση είναι αδύνατο να πάμε στο μέλλον. Ούτε οι εκθεσιακές δραστηριότητες μπορούν να εξυπηρετηθούν ούτε αποδίδεται δημόσιος χώρος στην πόλη.
Παράλληλα, θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η σύγχρονη διεθνής τάση για τα «έξυπνα» εκθεσιακά κέντρα τα τοποθετεί στα κέντρα των πόλεων, με χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτά της Βαρκελώνης, του Λονδίνου, με το προς ανάπλαση εκθεσιακό κέντρο Olympia, του Παρισιού με το ανακαινισμένο EXPO Βερσαλλίες και αυτών της Νέας Υόρκης και του Σαν Φρανσίσκο. Παράλληλα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε το κακό πρότυπο της έκθεσης της Ρώμης, που εξαιτίας της μετεγκατάστασης εκτός πόλης πριν από 20 χρόνια χρεοκόπησε δύο φορές. Θα πρέπει να έχουμε επίσης κατά νου το πολύ μεγάλο κόστος των έργων υποδομής που απαιτεί μια μετεγκατάσταση του εκθεσιακού κέντρου σε σύγκριση με την ανάπλαση στον υφιστάμενο χώρο.
Γι’ αυτό άλλωστε και δεν υφίσταται εδώ και 7 χρόνια οποιαδήποτε προοπτική μετεγκατάστασης και η ανάπλαση του εκθεσιακού κέντρου στον χώρο που σήμερα καταλαμβάνει είναι διακηρυγμένη από όλες τις εκφάνσεις της Πολιτείας. Το διακύβευμα είναι ξεκάθαρο: είτε μένει το εκθεσιακό κέντρο στην κατάσταση της πλήρους λειτουργικής και αισθητικής υποβάθμισης που βρίσκεται σήμερα είτε η πόλη αποκτά ένα υλοποιήσιμο όραμα, ένα βιοκλιματικό χώρο επιχειρηματικής καινοτομίας και ανάπτυξης αλλά και έναν χώρο πρασίνου με ελεύθερη πρόσβαση και ενεργή συμμετοχή του κοινού σε πλήθος πολιτιστικών, περιβαλλοντικών και ψυχαγωγικών εκδηλώσεων.
Το όραμά μας
Οραματιζόμαστε την εποχή κατά την οποία με τις νέες, σύγχρονες εγκαταστάσεις μας και αναβαθμισμένο τον περιβάλλοντα χώρο, ενταγμένο στη ζωή της Θεσσαλονίκης, θα συνεχίσει η ΔΕΘ να είναι ο μοχλός ανάπτυξης για το σύνολο της πόλης, υπερβαίνοντας τα στενά όρια ενός τοπικού εκθεσιακού κέντρου. Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ούτε η προσφορά αλληλεγγύης σε συνθήκες έκτακτων αναγκών ούτε η συμβολή της ΔΕΘ στην παραγωγή πολιτιστικών θεσμών και εκδηλώσεων.
Θεωρούμε λοιπόν χρέος μας να απευθυνθούμε στο σύνολο των συμπολιτών μας και να τους καλέσουμε να στηρίξουν την προσπάθεια της ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ της ΔΕΘ στον υφιστάμενο χώρο, να τους καλέσουμε να μοιραστούν μαζί μας το μόνο υλοποιήσιμο όραμα για μια πόλη προαγωγό βιώσιμης ανάπτυξης.
Τα προβλήματα λύνονται, όταν οι προθέσεις είναι καλές. Όταν όμως θέσεις και απόψεις θέτουν σε κίνδυνο το μεγάλο όραμα της ανάπλασης όσο και τη βιωσιμότητα του εκθεσιακού οργανισμού, ο Σύλλογος Εργαζομένων της ΔΕΘ θα κάνει ό,τι μπορεί και θα εξαντλεί κάθε δυνατότητα ώστε να μην καθυστερήσει ένα ακόμα έργο πνοής για τη Θεσσαλονίκη.
Οι επιλογές δικαιώνονται από την Ιστορία, όταν οι δυνάμεις αθροίζονται. Αυτή η πόλη δεν αντέχει να απαρνηθεί άλλη μια φορά την Ιστορία της.