“Ο καλλιτέχνης πάντα προσέφερε και θα προσφέρει στο θεατή ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Θα δημιουργεί σε οποιαδήποτε κρίση και σε χαλεπούς καιρούς, εντός των οποίων διέρχεται τώρα η χώρα και ο πλανήτης γενικότερα.”
Πώς και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Ζωγραφίζω από πολύ μικρή ηλικία στους τοίχους του σπιτιού μου. Βλέπετε η μητέρα μου είχε δώσει χώρο στο σπίτι να εκφράζομαι.
Αργότερα στην εφηβεία μου, είχα την τύχη να γνωρίσω τον Γιώργο Κουζούνη, έναν ζωγράφο των πορτραίτων και όχι μόνο. Ήμουν μαθήτριά του και εκείνος μου μίλησε για πρώτη φορά για την Σχολή Καλών Τεχνών. Μιλούσε για την Τέχνη και τα κινήματα και έβλεπα στο εργαστήριό του να έρχονται κυρίες να ποζάρουν για να τους φτιάξει το πορτραίτο και εγώ από δίπλα να παρακολουθώ.
Όμως, η οικογένειά μου είχε για μένα άλλα σχέδια, δεν ήθελαν να σπουδάσω Καλές Τέχνες. Κόντρα στα σχέδιά τους, πέτυχα την εισαγωγή μου στη Σχολή Καλών Τεχνών πολύ αργότερα, με συνέπεια να το αποδεχθούν και να με βοηθήσουν να σπουδάσω.
Στη σχολή Καλών Τεχνών εισήχθην το 1991 μέσω του φροντιστήριου του Νίκου Στέφου. Στο πλαίσιο των σπουδών μου παρακολούθησα το εργαστήριο του Παναγιώτη Τέτση και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, έστω και για ένα χρόνο.
Μετά η σχολή μεταφέρθηκε στη Πειραιώς και την θέση του Τέτση πήρε η πολύ αξιόλογη και μοναδική Ρένα Παπασπύρου. Κάθε χρόνο είχα την τιμή να λαμβάνω υποτροφίες, όπως επίσης και ένα πτυχίο με Άριστα.
Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Για εμένα η Τέχνη ισοδυναμεί με τα βαθύτερα συναισθήματά μου. Ως καλλιτέχνης με όραμα, τα έργα μου αντικατοπτρίζουν την ιδέα ή την αισθητική της εμπειρίας μου. Η δουλειά μου βασίζεται στην παρατήρηση της φόρμας, στην αντίληψη και στην συναισθηματική μου νοημοσύνη. Για μένα η Τέχνη είναι βίωμα, είναι εμπειρία.
Είμαι ζωγράφος, αλλά έχω ακόμα ένα πτυχίο. Σπούδασα γλυπτική στο εργαστήριο του Γιώργου Χουλιαρά και παράλληλα παρακολουθούσα τα σεμινάρια performance με την Αιμιλία Μπουρίτη.
Έχω συνηθίσει να δουλεύω με πολλά υλικά. Δημιουργώ αντικείμενα, μπορώ να βρίσκω αντικείμενα και να τα μετατρέπω και να τα χρησιμοποιώ στις performance που κάνω. Δίνω μεγάλη σημασία στο χρώμα, τη μορφή, το σχήμα. Όσο δουλεύω με το σώμα μου, τόσο περισσότερο μαθαίνω για τον εαυτό μου και δίνω τις δικές μου απαντήσεις για τα ηθικά ζητήματα του αιώνα μας. Δημιουργώ κόσμους που συνομιλούν με τον θεατή. Τελευταία με απασχολούν έντονα τα περιβαλλοντικά ζητήματα και ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να τα αποτυπώσω.
Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος είναι για μένα πηγή έμπνευσης σε αρκετές από τις performances μου. Για παράδειγμα, το έργο στο οποίο συνεργάστηκα με την Αναστασία Δουβανά (ΕΞΟΔΟΣ/ΕΧΙΤ), είναι εμπνευσμένο από τη μετάφραση του Καζαντζάκη για το μεγάλο έργο του Δάντη, «Η Θεία Κωμωδία». Κατασκεύασα ένα μεγάλο χωνί μήκους 2 μέτρων από αλουμίνιο, σε σχήμα κόλουρου κώνου και το χώρισα σε ζώνες. Η Αναστασία κρέμασε πάνω του πλεκτούς εγκέφαλους από φυσικά υλικά. Περάσαμε μέσα από το χωνί αυτό, κάνοντας performance και προτρέψαμε και το κοινό να περάσει και αυτό, σαν μια εμπειρία για την έξοδο που ο καθένας μας αναζητά. Το παρουσιάσαμε στο Platforms Project 2019. Ως γυναίκα, το έργο μου περιλαμβάνει το ρόλο της γυναίκας – της μητέρας – του καλλιτέχνη. Μεταφέρω αυτό το βάρος των ρόλων από τις προηγούμενες γενιές των προγόνων, με προσπάθεια το φέρνω στη ζωή, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα φωτεινό δρόμο.
Δουλεύω με την έννοια της γυναίκας ως γυναίκα. Έχω στο μυαλό μου τις προηγούμενες γενιές, τη μητέρα μου – την γιαγιά μου. Τη χώρα που γεννήθηκα. Αφήνω τα βήματά μου στην Τέχνη και αισθάνομαι ευλογημένη που μπορώ να εκφράζομαι και να δημιουργώ με τόσα εργαλεία στα χέρια μου.
Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Φυσικά ο Δάσκαλός μου, ο Γιώργος Κουζούνης στα πρώτα μου βήματα.
Θαύμαζα πάντα τους ιμπρεσιονιστές. Τον Christo στην Τέχνη του Land Art. Τη Niki de Saint Phalle που σχολίαζε με την τέχνη της την θέση της γυναίκας στην κοινωνία.
Τον σκηνοθέτη Κριστόφ Κισλόφσκι. Την Ana Mendieta (performer) με το σώμα που ψάχνει την πατρίδα του 1948. Τη Δασκάλα μου στην performance, Αιμιλία Μπουρίτη.
Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Θα ήθελα να ευαισθητοποιήσω περισσότερο τα παιδιά σε περιβαλλοντικά θέματα μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης, κάτι το οποίο προσπαθώ να το πραγματοποίσω μέσω της σχολής ζωγραφικής “Aquarella” στα δυτικά προάστια, στην οποία είμαι καλλιτεχνική διευθύντρια από το 2010.
Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στη Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στον δημόσιο χώρο; Εξαρτάται για ποια Τέχνη μιλάμε. Ο καλλιτέχνης πάντα προσέφερε και θα προσφέρει στο θεατή ένα κομμάτι από τον εαυτό του. Θα δημιουργεί σε οποιαδήποτε κρίση και σε χαλεπούς καιρούς, εντός των οποίων διέρχεται τώρα η χώρα και ο πλανήτης γενικότερα. Η κρίση λοιπόν, μας έχει δώσει ευκαιρίες αλλά και δυσκολίες πολλές.
Πιστεύω ότι το θέμα της αποδοχής της Τέχνης στη χώρα μας αποτελεί και θέμα εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το μάθημα των Εικαστικών θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως ένα από τα βασικά μαθήματα και όχι να αντιμετωπίζεται ως «η ώρα του παιδιού». Ποιος είναι ο ρόλος του σχολείου; Να καλλιεργήσει στα παιδιά την αντίληψη ότι η Τέχνη είναι για όλους, όλοι χρειάζεται να έχουν πρόσβαση σε αυτήν.
Για εμένα, ο καλλιτέχνης έχει φωνή μέσα από το έργο του. Θεωρώ ότι οι εικαστικοί στη χώρα μας το κάνουν με τον καλύτερο τρόπο. Αν τα σχολεία βρουν την αίσθηση της «έννοιας του ωραίου», μπορούν να ταξιδέψουν τους μαθητές μακριά.
Οσον αφορά στους δημόσιους χώρους, θα πρέπει να πραγματοποιούνται περισσότερες δράσεις, όπως το παράδειγμα της Πάτρας «Τέχνη στην πόλη», το οποίο περιλαμβάνει έργα από τις μόνιμες συλλογές της Δημοτικής Βιβλιοθήκης και Πινακοθήκης Πατρών. Αναπαραγωγές έργων Ελλήνων Εικαστικών που ανήκουν στη μόνιμη συλλογή, τοποθετούνται στις στάσεις των λεωφορείων. Ας γίνει αυτό το άνοιγμα και σε άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη διάχυση της Τέχνης στο δημόσιο χώρο.
Επίσης, στην Καβάλα ένα σχολείο γέμισε πίνακες ζωγραφικής με πρωτοβουλία ενός πατέρα.
Είμαι σίγουρη ότι ο θεατής θα αγκαλιάσει την κάθε πρωτοβουλία του εκάστοτε Δήμου στο Δημόσιο χώρο, γιατί με τον τρόπο αυτό ο θεατής έρχεται σε επαφή με την Τέχνη. Επίσης, Τέχνη δεν είναι μόνο η Ζωγραφική – Γλυπτική αλλά και η Μουσική. Μουσική μπορούμε να ακούμε από τα ηχεία του κάθε Δήμου οποιαδήποτε εποχή και όχι μόνο τα Χριστούγεννα.
Γιατί λοιπόν να περιμένουμε μόνο από τις γκαλερί ή από την ιδιωτική πρωτοβουλία; Μπορεί ο Δήμος να γίνει αρωγός στο έργο του καλλιτέχνη.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Να μπορώ μέσα από το έργο μου να εμπνέω τους ανθρώπους και να ταξιδεύω τα παιδιά μέσα από την Τέχνη.
Νίκη Ζαχαρή: www.nikizahari.gr