Μάριος Φούρναρης: “Ζω-γράφος σημαίνει αυτός που γράφει τη ζωή. Για εμένα ζωή και τέχνη δεν είναι κάτι διαφορετικό”

“Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να θέσει ένας καλλιτέχνης στον εαυτό του είναι να δημιουργήσει ένα πραγματικά σπουδαίο έργο τέχνης. Έστω και ένα, μοναδικό αριστούργημα… Το να αναγνωρίζεσαι ως καλλιτέχνης άλλωστε είναι τίτλος τιμής.”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Η αλήθεια είναι πως η ενασχόλησή μου με το σχέδιο και τη ζωγραφική αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το είδος μιας απροσδόκητης και συνάμα αναγκαίας συνθήκης κατανόησης του εαυτού μου μέσα στον χρόνο. Θυμάμαι από τα μαθητικά μου ακόμη χρόνια, διαρκώς με ένα μολύβι στο χέρι ή ένα στυλό να σχεδιάζω. Βέβαια τότε, η έννοια της τέχνης, ήταν κάτι εντελώς άγνωστο και οι προσπάθειες μου μάλλον αποτελούσαν δείγμα έκφρασης πηγαίων εφηβικών ονειροπολήσεων. Παρόλα αυτά πολύ σύντομα, κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, κατάλαβα πως για μένα η ζωγραφική δεν ήταν απλώς το είδος μιας έκφρασης, αλλά στοιχείο απαραίτητο, το οξυγόνο, της ίδιας μου της ζωής. Έτσι σταδιακά ξεκίνησα συστηματικά να οργανώνω το ταλέντο μου αρχικώς μέσα στο πλαίσιο των εφαρμοσμένων και αργότερα των καλών τεχνών. Στην προσπάθεια μου να εξασφαλίσω λίγα χρήματα και με τη βοήθεια ενός φίλου δημοσιογράφου, δούλεψα ως σκιτσογράφος στην εφημερίδα ΝΙΚΗ και στον τοπικό Τύπο και το 2003 – 2004 ξεκίνησα μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής με δύο σπουδαίους δασκάλους τον Τάσο Μισούρα και τον Κώστα Μαρκόπουλο. Η εμπιστοσύνη που έδειξαν στο ταλέντο μου υπήρξε καθοριστική για την απόφαση μου να συνεχίσω τις σπουδές μου στην ζωγραφική και έτσι το 2005 ξεκίνησα τη φοίτηση μου στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών, του Α.Π.Θ. με καθηγητή τον Κυριάκο Κατζουράκη. Αποφοίτησα από την σχολή το 2010 έχοντας ασχοληθεί καθ’ όλη τη διάρκεια των προπτυχιακών μου σπουδών όχι μόνο με την ζωγραφική, αλλά και με τις εγκαταστάσεις στο χώρο, τις κατασκευές και την γλυπτική. Έναν χρόνο αργότερα συνέχισα τις σπουδές μου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Πανεπιστήμιου του Dundee, στο Ηνωμένο Βασίλειο, από όπου αποφοίτησα το 2012 με έπαινο, έχοντας ασχοληθεί με τα νέα μέσα, τη φωτογραφία και την τέχνη στο δημόσιο χώρο.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Το έργο μου γενικά είναι πολύπλευρο και διαφορετικό σε έναν βαθμό. Παρόλα αυτά θα έλεγα πως αλληλοσυμπληρώνεται και εν τέλει στα μάτια ενός έμπειρου θεατή αποτελεί ένα ενιαίο όλον, που καλλιτεχνικά εγκαθίσταται σε ένα νεο-ρομαντικό ύφος στις «παρυφές» της μεταμοντέρνας κατάστασης. Η έννοια του «ρομαντισμού» εδώ δεν έχει ως βάση υπόστασής της τα τεχνικά μέσα της καλλιτεχνικής πρακτικής, αλλά περισσότερο μια ιδεολογική θέση αξιολόγησης-κριτικής της βιωμένης εμπειρίας της καθημερινότητας στο σύγχρονο περιβάλλον. Μιλώντας για τις κατασκευές θα έλεγα πως μάλλον εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της μετα-εννοιολογικής τέχνης του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Σίγουρα το κίνημα της Arte Povera έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τη δουλειά μου, αφού άλλωστε αποτελεί και τον πυρήνα του θέματος της διδακτορικής μου διατριβής στην ιστορία της τέχνης που αυτό το διάστημα εκπονώ στο Α.Π.Θ. Επιπλέον, πολλά στοιχεία αυτού του είδους της γλυπτικής αναπτύσσουν μια εκλεκτική συγγένεια με ακόμη παλαιότερους καλλιτέχνες όπως ο Kurt Switters και καλλιτεχνικές ομάδες όπως το Dada. Τώρα όσον αφορά τη ζωγραφική τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε κανείς να βρει μια ομοιότητα με ρεύματα όπως το Art Nouveau, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω έχει σε πολλές περιπτώσεις αδικηθεί από τους ιστορικούς τέχνης και υπερτιμηθεί από του αρχιτέκτονες. Παρόλα αυτά μια τέτοια ανάγνωση δεν είναι πλήρης. Πέρα από τη συμμετρία, το εραλδικό ύφος και τα οργανικά μοτίβα η ζωγραφική μου περικλείει μέσα της στοιχεία από τον σουρεαλιστικό κόσμο των comics του Jean Giraud (aka Moebius), την «μεταγραφή», αν θέλουμε να μιλήσουμε με μουσικούς όρους σε ένα σύγχρονο πλαίσιο, των νεκρών φύσεων της σχολής των μεγάλων ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα, καθώς επίσης και μυθολογικά θέματα της τέχνης του πρωτόγονου. Όλα αυτά ίσως ακούγονται πολλά, όμως διαμορφώνουν εν τέλει την έννοια ενός πολύ σύγχρονου όρου, του όρου του «πολυκαλλιτέχνη», του καλλιτέχνη δηλαδή, ο οποίος στο μετενεωτερικό πλαίσιο έχει την δυνατότητα και το δικαίωμα να μπορεί να αλλάζει το έργο του, να μετακινεί το ενδιαφέρον της έρευνας του και τα μέσα της καλλιτεχνικής του πρακτικής, ανάλογα με το τι τον απασχολεί κάθε στιγμή.

Από πού αντλείτε την έμπνευσή σας; Από το οικείο περιβάλλον της καθημερινότητας. Ξέρετε, ζω-γράφος σημαίνει αυτός που γράφει τη ζωή. Για εμένα ζωή και τέχνη δεν είναι κάτι διαφορετικό. Το σωματικό σχήμα της βιωμένης εμπειρίας του καθενός μας, ανταποκρίνεται σε έναν βιολογικό και κοινωνικό τύπο ο οποίος μας καθορίζει. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Πέραμα, σε ένα βιομηχανικό και εργατικό προάστιο του Πειραιά. Έχω την ανάμνηση ενός τόπου καμωμένου από τσιμέντο και σίδερο, την οσμή της σκουριάς, τον ήχο της πολύβουης «κυψέλης» του λιμανιού, την όψη του γυμνού από δέντρα βουνού και ένα τείχος από κοντέινερ που αποκόβει το όνειρο μου να φτάσω την θάλασσα. Μέσα μου λοιπόν «γράφει» αυτό που υπάρχει και η έλλειψη αυτού που θα ήθελα να υπάρχει. Με συγκινούν πολύ οι λεπτομέρειες που περνάνε απαρατήρητες από μάτια των πολλών. Μέσα στο σπίτι και έξω στον δημόσιο χώρο. Έλκομαι από καθετί παλιό, γιατί έχει ζήσει. Κάθε σημάδι στην επιφάνεια των αντικειμένων κρύβει και μια ανθρώπινη ιστορία. Αλλά και η ίδια η υφή της ύλης συμβολίζει κάτι διαφορετικό κάθε φορά. Αν συνθέσεις λοιπόν όλα αυτά στο πλαίσιο της φαντασίας, προκύπτει ένα είδος ποίησης, η ποίηση του οικείου και του καθημερινού. Μεγάλη έμπνευση είναι και η φύση, διότι υπενθυμίζει σε όλους μας πως η ομορφιά, το μυστήριο και η μαγεία του κόσμου δεν έχει χαθεί. Η επαφή με την φύση με κάνει να αισθάνομαι πιο ασφαλής γιατί ξέρω πως αποτελώ μέρος της αρμονίας ενός οργανικού συνόλου πολύ μεγαλύτερου από τη δική μου ύπαρξη.

Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Από εκείνους τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και συνεργαστεί μαζί τους επί πολλά έτη θα ήθελα να αναφέρω τον αείμνηστο ιστορικό τέχνης και καθηγητή μου στο Α.Π.Θ. Χάρη Σαββόπουλο. Ο Σαββόπουλος ήταν ένας πραγματικός διανοούμενος και θα μπορούσα να πω πως για εμένα υπήρξε μέντορας. Με έμαθε να σκέφτομαι πέρα από το προφανές, να διαβάζω το έργο μου, να ταξινομώ την σκέψη μου και κυρίως να αντιλαμβάνομαι την τέχνη ως αναπόσπαστο μέρος του ιστορικού και πολιτισμικού συνεχούς. Τα τελευταία χρόνια με έχει σημαντικά επηρεάσει η σκέψη και το έργο του αειθαλή Michelangelo Pistoletto. Το πάθος του Pistoletto για την δημιουργία μιας τέχνης με κοινωνικό χαρακτήρα, ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό στην προσωπική μου αντίληψη πως πρωτίστως η τέχνη αποτελεί ένα είδος προσφοράς στον άνθρωπο. Μια γέφυρα που βρίσκει τρόπο να ενώσει τις αντιθέσεις, να αμβλύνει τις διαφορές και να δώσει, μέσα από δράσεις, λύσεις σε πραγματικά κοινωνικά προβλήματα.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση που μπορεί να θέσει ένας καλλιτέχνης στον εαυτό του είναι να δημιουργήσει ένα πραγματικά σπουδαίο έργο τέχνης. Έστω και ένα, μοναδικό αριστούργημα. Φυσικά αυτό δεν είναι ούτε εύκολο να γίνει, αλλά ούτε και κάτι το οποίο είναι ευδιάκριτο. Σίγουρα πάντως σε αυτά τα πράγματα δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να κρίνουμε τον εαυτό μας. Το να αναγνωρίζεσαι ως καλλιτέχνης άλλωστε είναι τίτλος τιμής.

Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στον δημόσιο χώρο; Έχω την αίσθηση πως γενικά τα τελευταία χρόνια το φιλότεχνο κοινό ολοένα και περισσότερο αυξάνεται. Αυτό φαίνεται από την μεγάλη επισκεψιμότητα εκθέσεων όπως το άνοιγμα της μόνιμης συλλογής του ΕΜΣΤ ή το Plattform Project. Παράλληλα, παρά δυστυχώς το γεγονός ότι ιστορικές γκαλερί τόσο στην Αθήνα όσο και στην Θεσσαλονίκη έκλεισαν στα χρόνια της κρίσης, τελευταία νέες γκαλερί κάνουν την εμφάνιση τους στο χώρο με ποιοτικές εκθέσεις αξιόλογων συναδέλφων. Στα θετικά θα πρέπει να αναφέρουμε και την πρόσφατη τάση των καλλιτεχνών να αυτο-οργανώνονται, με την επιμέλεια εκθέσεων σε ανεξάρτητους χώρους, δίνοντας έτσι ένα δυναμικό στίγμα της εγχώριας καλλιτεχνικής σκηνής που συχνά δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από αντίστοιχες προσπάθειες ομάδων του εξωτερικού με πολύχρονη πείρα. Όλα αυτά δείχνουν παραδόξως πως η τέχνη σήμερα στην Ελλάδα έχει δυνατότητες και προοπτικές και είναι αποδεκτή από μεγάλο μέρος του κοινού, παρότι οι οικονομικοί πόροι που διατίθενται στον πολιτισμό είναι περιορισμένοι. Αντίθετα αυτό που λείπει στις μέρες μας είναι μια οργανωμένη προσπάθεια ανάπτυξης της τέχνης στον δημόσιο χώρο. Δυστυχώς δεν είναι εύκολο στην Ελλάδα να δημιουργηθούν καλλιτεχνικά ή δια-καλλιτεχνικά project που να έχουν, όπως ανέφερα προηγουμένως, έναν ωφελιμιστικό χαρακτήρα για τις κοινότητες. Η Documenta 14 για παράδειγμα, δημιούργησε τις συνθήκες για τέτοιου είδους εφαρμογές. Φαίνεται όμως πως η δυναμική παρουσία των συγκεκριμένων καλλιτεχνικών εγχειρημάτων, δεν είχε την ανάλογη συνέχεια από εμάς του ίδιους, όχι εξαιτίας της έλλειψης πρόθεσης αλλά μάλλον από την έλλειψη κατανόησης του τι άλλο μπορεί να σημαίνει η τέχνη στον δημόσιο χώρο σήμερα, από εκείνες τις κρατικές δομές που σε μεγάλο βαθμό μπορούν να βοηθήσουν στην επίτευξη τέτοιων στόχων.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Πολύ σύντομα θα βρίσκομαι στην Ελβετία για ένα πρόγραμμα φιλοξενίας καλλιτεχνών. Ως μέλος της ομάδας του «Μοιραζόμαστε το Πέραμα» έχουμε αναλάβει μαζί με την γκαλερίστα, επιμελήτρια και φιλότεχνο Barbara Polla την επιμέλεια μιας σημαντικής έκθεσης στο Μουσείο Αλιείας και Ναυπηγικής Αλιευτικών Σκαφών στο Πέραμα, με εξαιρετικούς συναδέλφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Παράλληλα προετοιμάζομαι για την ατομική μου έκθεση στην Γενεύη, η οποία αν όλα πάνε καλά, θα πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι του τρέχοντος έτους και για την ατομική μου έκθεση στην γκαλερί ENIA στον Πειραιά στις αρχές του επόμενου έτους.

https://mariosfournaris.blogspot.com/