Δήμητρα Τριανταφυλλοπούλου: “Η ζωγραφική είναι ατέρμονο πεδίο. Έχει να κάνει με το χώρο, το χρόνο, την ύπαρξη, το χάος, το κενό, τις μορφές, το υλικό και το άυλο”

“Μα τι άλλο μπορεί να σε κάνει καλλιτέχνη από την απόφαση να δημιουργήσεις ένα ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο θα διασώσεις την ύπαρξη;”

Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Η πρώτη μου επαφή με τη ζωγραφική νομίζω ότι ήταν μέσω της γραφής. Από τη στιγμή που αντιλήφθηκα τι καταφέρνουν αυτά τα σημαδάκια στο χαρτί, σε τι μαγικούς κόσμους μπορούν να σε οδηγήσουν όπως σε εκείνον το μυθικό του Ομήρου ή στην μεγάλη λογοτεχνία του Ντοστογιέφσκι ή στην συγκλονιστική φιλοσοφία του Νίτσε αργότερα. Μπήκα νωρίς σε αυτή τη σκέψη καθώς καταβρόχθιζα με μανία ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια μου και βρέθηκα κόντρα σε ένα περιβάλλον σκληρά ρεαλιστικό, όπου εγώ ένοιωθα ότι δεν χωρούσα.
Μα τι άλλο μπορεί να σε κάνει καλλιτέχνη από την απόφαση να δημιουργήσεις ένα ζωτικό χώρο μέσα στον οποίο θα διασώσεις την ύπαρξη;
Έκανα μια μεγάλη πορεία μέχρι να βρω και πάλι τη ζωγραφική. Σπούδασα γραφιστική, ασχολήθηκα με την αισθητική χώρων και αντικειμένων, σπούδασα ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, αλλά στο τέλος επέστρεψα σε αυτό που από παιδί αγάπησα. Από το 2013 ασχολούμαι αποκλειστικά με τη ζωγραφική.

Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας;
Υπάρχουν προσωπικότητες ή άλλοι καλλιτέχνες που έχουν επηρεάσει το έργο σας; Έχω αποκομίσει την αντίληψη ότι οι κανόνες σχηματοποιούνται και υφίστανται μέσα από την υλική υπόσταση που λαμβάνουν οι μορφές. Αυτό σημαίνει ότι η ύλη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ταυτοποίηση και την όραση του θαύματος το οποίο παραμένει ως προς την ουσία του άυλο. Και αυτό το άυλο του θαύματος κρύβει για μένα η ζωγραφική. Αυτό το θαύμα μου αποκαλύφθηκε όταν πρωτοείδα έργα του Van Gogh, του Rothko, του Pollock, του Twombly, του Richter.
Η ζωγραφική είναι ατέρμονο πεδίο. Έχει να κάνει με το χώρο, το χρόνο, την ύπαρξη, το χάος, το κενό, τις μορφές, το υλικό και το άυλο. Αρχικά ήμουν επηρεασμένη από τον εξπρεσιονισμό, στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι η ζωγραφική μου έχει να κάνει με την υπαρξιακή αναζήτηση, ότι πέρα από την εικαστική ανάγνωση με ενδιαφέρει η φιλοσοφική θεώρηση του κόσμου και η ζωγραφική είναι ο δικός μου φιλοσοφικός λόγος.
Να πως καταλήγω και πάλι στη γραφή, πως ζωγραφική και γραφή έχουν μια αδιάρρηκτη σχέση τελικά.

Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Αντλώ έμπνευση από την ίδια μου τη βιωματική κατάσταση. Η ίδια η ζωγραφική πράξη μου διδάσκει πολλά. Τη στιγμή που τραβάω μια γραμμή ή βάζω ένα χρώμα, παίρνω μια απόφαση ζωής, τραβάω ένα δρόμο, κάνω μια επιλογή, θέτω όρια και κανόνες, δημιουργώ πράγματα χειροπιαστά μέσω της ενέργειας, της σκέψης, της συγκέντρωσης.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Υπήρξε περίοδος στη ζωή μου όπου ο κόσμος άδειασε από το νόημά του. Κάποια στιγμή είπα: εγώ θα αλλάξω τα πράγματα, εγώ θα προσδώσω το νόημα και έχτισα από τα συντρίμμια πάνω στα συντρίμμια και συνειδητοποίησα ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για μένα: Να μπορώ να τα γκρεμίζω όλα και να ξαναχτίζω από την αρχή. Να μη χάσω αυτή τη «γενναιότητα» της καταστροφής και πάλι από την αρχή. Πιστεύω ότι αυτή είναι η αναγκαία προϋπόθεση ώστε να πάψει ο μονόλογος, να υπάρξει ουσιαστική συνομιλία με τον «άλλο».

Πόσο αποδεκτή είναι η τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στο δημόσιο χώρο; Για να μυηθώ στην τέχνη απαιτείται να έχω μια σχετική αντίληψη του πραγματικού κόσμου. Και αυστηρά μιλώντας για την Ελλάδα, η όλη δομή της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν διαθέτει τα εργαλεία για το σχηματισμό μιας τέτοιας αντίληψης. Ο τρόπος διδασκαλίας του εκπαιδευτικού συστήματος αποστερεί επίσης από το παιδί τον πλούτο και τον αυθορμητισμό του. Στον ανιψιό μου, η δασκάλα των εικαστικών, όταν έφτιαξε ένα καταπληκτικό αφηρημένο έργο, του είπε: «γιατί χαλάς τα χρώματά σου;».
Αποδέχομαι μόνο ό,τι κατανοώ σημαίνει προφανώς πολύ χαμηλή αντίληψη, σημαίνει βεβαίως κίνδυνο, εξ’ ου και ο φασισμός με όλα τα παράγωγά του.
Η πολιτεία προάγει τον εντυπωσιασμό, το θαυμασμό ή την αποστασιοποίηση του καλλιτεχνικού έργου από το κοινό. Αυτή η απόσταση χρειάζεται να μηδενιστεί, να αρχίσει ένας πραγματικός διάλογος, όπως είπα και παραπάνω. Η τέχνη που έχει να κάνει με το δημόσιο χώρο δεν είναι κάτι που προσφέρεται από πάνω, απ’ έξω, σαν λύση, ωραιοποίηση, προβολή του καλλιτέχνη, δεν λύνουμε π.χ. εμείς το πρόβλημα ούτε προσφέρουμε «υψηλή τέχνη» αν ζωγραφίσουμε τον τοίχο ενός άχαρου σπιτιού ή μιας άσχημης πολυκατοικίας. Τα θεμέλια παραμένουν σαθρά, είναι μια αφελής αντιμετώπιση, άρα, για μένα κακόγουστη. Το να χρησιμοποιήσει βεβαίως έναν τοίχο ο καλλιτέχνης για να εκφράσει δημόσια το λόγο του είναι άλλο πράγμα.
Το έργο τέχνης στο δημόσιο χώρο οφείλει να είναι ζωντανό, να εμπνέει και να μην αδιαφορεί για την πραγματική ζωή, αντίθετα, να αποτελεί μέρος της. Βοηθήστε τους πολίτες μιας συνοικίας ή μιας πόλης ολόκληρης να βάψουν όμορφα τα σπίτια τους, το αποτέλεσμα θα είναι μια ολόκληρη συνοικία όμορφη ή ολόκληρη πόλη, με τον πολίτη μέτοχο σε αυτό, όπου αναμορφώνει και ταυτόχρονα αναμορφώνεται.
Και αν κάποιος μου μιλήσει για ουτοπία, έχω να πω ότι αυτός είναι ο ρόλος της τέχνης και του καλλιτέχνη, να ζωντανεύει ουτοπίες.
Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή υπάρχουν νέοι καλλιτέχνες που κατά την εκτίμησή μου και όχι μόνο, δύνανται να απαρτίσουν μια πρωτοπορία της ελληνικής ζωγραφικής. Ο Δημήτρης Λάμπρου και η ομάδα του τα «Δίπολα» αγωνίζονται με σθένος να αναδείξουν τη σύγχρονη ελληνική ζωγραφική, υποστηρίζουν νέους και πολλά υποσχόμενους καλλιτέχνες, δημιουργούν συλλογικότητες και κοινές δράσεις, σπάνε τα ελληνικά σύνορα και εκθέτουν στο εξωτερικό. Μου έχουν δώσει πολύ χαρά και ελπίδα με το ταλέντο, τη δύναμη και την αποφασιστικότητα τους, πραγματικά αξιοθαύμαστη αυτό τον καιρό σε αυτή την «έρημη χώρα».

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Δεν κάνω σχέδια γιατί ο Θεός γελάει… Έχω όμως μεγάλα όνειρα και συνεχίζω να δουλεύω για αυτά. Θέλω πρωτίστως εγώ να εκπλήττω τον εαυτό μου, να μπορώ να ονειρεύομαι, και ναι, να κάνω σχέδια αλλά και ανά πάσα στιγμή εγώ η ίδια να είμαι έτοιμη, αν χρειαστεί, να τα ανατρέψω.