Το μεγάλο αφιέρωμα του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας
«Όλα όσα βλέπουμε ή ό,τι φαινόμαστε, όνειρο είναι μονάχα μέσα σε όνειρο» Έντγκαρ Άλαν Πόε
«Το μόνο που επιθυμώ και θέλω να μοιράζομαι με το κοινό», είχε εξομολογηθεί κάποτε ο Ντέιβιντ Λιντς στο περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, «είναι να μπαίνω στην αίθουσα, να βλέπω τα φώτα να σβήνουν και την αυλαία να τραβιέται και να βυθίζομαι σε έναν άλλο κόσμο, που μου είναι ολοκληρωτικά άγνωστος. Είναι κάτι απίστευτα όμορφο».
Αν το σινεμά είναι η εμπειρία τού να ονειρεύεσαι με ανοιχτά μάτια, ανάμεσα σε άλλους «ονειροπόλους» θεατές, έτοιμους να μεταβούν όλοι προς μια άλλη διάσταση, τότε την περίοδο της καραντίνας αυτό που στερηθήκαμε περισσότερο ήταν η δυνατότητα να ονειρευόμαστε. Η μαγική συνθήκη της αίθουσας, της παρακολούθησης ταινιών ως συλλογική εμπειρία, της μαζικής υποβολής μπροστά στην οθόνη άφησαν δυσαναπλήρωτα κενά την περίοδο του εγκλεισμού. Ως άτυπο «παιδί» της καραντίνας, το μεγάλο φετινό αφιέρωμα του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Νύχτες Πρεμιέρας προέκυψε από μια ανάγκη και από μια παραδοχή: την ανάγκη να βρεθούμε ξανά στα σινεμά και την παραδοχή της μοναδικής ικανότητας που έχει ο κινηματογράφος να αντικρίζει τον κόσμο γύρω του και να τον μεταλλάσσει. Να τον μεταμορφώνει σε ποίημα, σε παραμύθι, σε θρησκευτική εμπειρία.
Από την απευθείας σύνδεση με το υποσυνείδητο, που επιχείρησαν σκηνοθέτες όπως ο Ρενέ («Πέρσι στο Μαρίενμπαντ»), ο Μπέργκμαν («Η Ώρα του Λύκου») και ο Λιντς («Οδός Μαλχόλαντ»), μέχρι φαντασμαγορικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, όπως το «Χρώμα του Ροδιού» του Παρατζάνοφ και η «Βάλερι στην Εβδομάδα των Θαυμάτων» του Γιρές, ονειρώδεις αποτυπώσεις του υπαρκτού μας κόσμου («Κογιανισκάτσι» και «Υγρός Ουρανός»), τρισδιάστατες περιπλανήσεις του μυαλού (το εκθαμβωτικό «Μεγάλο Ταξίδι της Μέρας στη Νύχτα» του Μπι Γκαν, στην πολυαναμενόμενη ελληνική του πρεμιέρα σε σινεμά και σε 3D), παραισθησιογόνα τριπ με την κάμερα ως το ύστατο ψυχοτροπικό («Enter the Void» του Γκασπάρ Νοέ) και μεταμοντέρνοι στοχασμοί για τη ναρκωτική και μεταφυσική υπόσταση του κινηματογραφικού μέσου (όπως η μυθική «Έκσταση» του Ιβάν Θουλουέτα, που θα προβληθεί επίσης για πρώτη φορά στη χώρα μας), το φετινό αφιέρωμα προσκαλεί το κοινό σε έναν αλλοπαρμένο εορτασμό: μια αποθέωση του ονειρικού και του γοητευτικά απόκοσμου, της κινηματογραφικής αποπλάνησης και της ομορφιάς, που δεν θα μπορούσε να χωρέσει σε καμία μικρότερη οθόνη, σε καμία online συνθήκη, παρά μόνο σε αίθουσα- στο υπέρτατο καταφύγιο από τον έξω κόσμο, στο μέρος όπου το δικαίωμα στο όνειρο θα παραμένει πάντα το μόνο αναφαίρετο δικαίωμα. Λουκάς Κατσίκας