Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
ΓΑΖΑ & ΠΑΛΑΙΣΤΊΝΗ
Κόσμε για ρίξε μια ματιά στης Γάζας τη λωρίδα,
π’ έχει ξεσπάσει χαλασμός, πολέμου καταιγίδα.
Σφαγείο άμαχου λαού, Γάζα και Παλαιστίνη,
πνίγεται μες στον όλεθρο στο αίμα και οδύνη.
Το αίμα αυτό και το κακό, που σπέρνει ο στρατηλάτης,
να το ξεπλύνει δεν μπορεί ο Τίγρης κι ο Ευφράτης,
Εικόνες φρίκης, χαλασμού συνθέτουνε το δράμα,
με τις κραυγές μικρών παιδιών και των μανάδων κλάμα.
Και ο απώτερος σκοπός τη γη τους να αρπάξουν,
και έναν άμοιρο λαό με δόλο να σπαράξουν,
και με το αίμα των παιδιών και των γονιών τον πόνο,
να κτίζουν της καταστροφής τον δολερό τους θρόνο.
Εκτελεστές σαν έγιναν δικαίου και ειρήνης,
μοιράζοντας απλόχερα την πίκρα της οδύνης.
Έτσι η Γάζα πνίγεται μερόνυχτα στο αίμα,
κι όλοι της τάζουν λευτεριά, μα είναι όλα ψέμα.
Σπέρνουν τον θρήνο πανταχού, μα την οργή θερίζουν,
και τα παιδιά τ’ αμούστακα με φόβο ατενίζουν,
αυτούς που δόλια θέλησαν τη γη τους για να πάρουν,
χωρίς ουδέν δικαίωμα, έτσι γιατί γουστάρουν.
Το παιδικό χαμόγελο στα χείλη τους εσβήστει,
η γη τους άδικα θαρρώ με αίμα σαν ποτίστει.
Πλήθος παιδιών να κείτονται σε άθλια κρεβάτια,
τα χέρια τους, τα πόδια τους να γίνονται κομμάτια.
Μανάδες, ζωντανές νεκρές, ψάχνουν μες στα συντρίμμια,
παιδιά που δολοφόνησαν του Ισραήλ τ’ αγρίμια.
Κορμιά που τα ’καψε η φωτιά, ή ακρωτηριασμένα,
στους δρόμους, στα χαλάσματα με μπάζα σκεπασμένα.
Σε τούτα τα χαλάσματα ο πόνος βασιλεύει,
και κάθε μάνα σκάβοντας τον γιό της να γυρεύει.
Ψάχνοντας στα συντρίμμια σκαλίζοντας το χώμα,
μη τάχα βρούνε μια ζωή, μη βρούνε κάποιο πτώμα.
Σκαλίζουν με τα χέρια τους να βρούνε τα κουφάρια,
δικών τους, που τα πλάκωσαν οι τοίχοι τα ντουβάρια,
σκαλίζουνε νυχθημερόν με κόπο να ξεθάψουν,
τους στέρεψαν τα δάκρυα σαν θέλουν να τους κλάψουν.
Και άλλα όπλα ρίχνουνε οι άπληστοι στη μάχη,
και να στερήσουν το νερό και το ψωμί αν λάχει.
Σκόνες απ’ τα συντρίμμια, καπνοί απ’ τις οβίδες,
Να πνίγουν την αναπνοή του πόνου καταιγίδες.
Καμένης σάρκας μυρωδιά τη νύχτα αγκαλιάζει,
και βλέποντάς τα όλ’ αυτά, η Δύση να καγχάζει.
Δίνουν τροφές εις τον λαό, μα τι υποκρισία,
σ’ όλου του κόσμου τη βοή δεν δίνουν σημασία.
Φωνάζουν όλοι οι λαοί, παντού διαμαρτυρίες,
στους δρόμους βγαίνει ο λαός, πολλές και οι πορείες,
να σταματήσει ο πόλεμος και να βρεθεί μια λύση,
μα το γεράκι πόρωσε με αίμα έχει μεθύσει.
Η Παλαιστίνη σας ζητά πατρίδα ν’ αποκτήσει,
σ’ ένα κομμάτι Άγιας γης κι ελεύθερη να ζήσει.
Κι εσείς της γης οι άρχοντες, της γης οι αφεντάδες,
Ευρώπη με Αμερική και ΟΗΕ αγάδες,
όπως παλιά για Ισραήλ, ορίσατε μια χώρα,
στης Παλαιστίνης τον λαό να δώσετε και τώρα.
Να ήμουν μάντης ήθελα, να δω η ιστορία,
το τι θα γράψει γι’ αυτούς και την αιμοβορία,
για τα κορμιά τ’ ακέφαλα, κουφάρια δίχως χέρια,
σαν οι ψυχές μωρών παιδιών, πετούν ψηλά στ’ αστέρια.
Την πένα πιάστε ποιητές και λογοτέχνες όλοι,
σπαθί να γίνει η γραφή, η πένα ένα βόλι,
του κόσμου όλες τις καρδιές για λίγο να ανοίξει,
τις άγριες βαρβαρότητες των Σιωνιστών να δείξει.
Και με το αίμα τ’ άδικο μες στις καρδιές να γράψτε,
σφραγίστε με το δάκρυ σας του πόνου σαν θα κλάψτε,
γνωστή να γίνει η συμφορά σε όλον τον πλανήτη,
σκληρή να είναι η γραφή, σκληρή σαν τον γρανίτη.
Αντώνης Μικέλης
ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΡΔΙΟΛΑΣ
Τα μαύρα νέφη σμίξανε με κάπνα του φουγάρου,
κι αναζητώ μες στη νυχτιά αναλαμπή του φάρου,
σαν αγναντεύω στ’ άπειρο, με μνήμες ταξιδεύω,
κι όλες τις όμορφες στιγμές στον νου μου να γυρεύω.
Λαλούν στα δέντρα τα πουλιά και στ’ άλμπουρα οι γλάροι,
ψηλά εκεί στον ουρανό να τρέχει το φεγγάρι,
σα να φλερτάρει συνεχώς του ουρανού τ’ αστέρια,
κι εγώ κοντά στην κουπαστή με σταυρωμένα χέρια.
Μες στο σκοτάδι το βαθύ, μονάχος στη βαρδιόλα,
κοιτώντας μια τον ουρανό και μία την κονσόλα,
σαν τα παιδιά μου σκέπτομαι, δακρύζουνε τα μάτια,
και η καρδιά μου κόβεται σαράντα-δυό κομμάτια.
Την μάνα μου αναπολώ ν’ ανάβει το καντήλι,
όντας ο ήλιος χάνεται και έρχεται το δείλι,
την Παναγιά παρακαλεί, καλά ταξίδια να ’χω,
να μη μ’ αφήνει ούτε στιγμή στο πέλαγος μονάχο.
Θα έρθει άραγε η στιγμή για να βρεθώ σιμά της,
τ’ αγαπημένο μητρικό να νοιώσω άγγισμά της,
και να μου δώσει την ευχή, τα μάτια της να κλείσω,
ή θα ’μαι μες στα πέλαγα, δεν θα την αντικρύσω;
Ή δίπλα στην αγάπη μου, στη γέννα του παιδιού μου,
μακριά απ’ όλες τις χαρές και λύπες του σπιτιού μου,
και πάντα αναμένοντας στο radio-room χαμπέρι,
και ένα μήνυμα καλό ο Spark για να μου φέρει;
Αναπολώντας συνεχώς του γυρισμού το χάδι,
είναι για μας τους ναυτικούς της μοίρας μας υφάδι.
Με την αρμύρα τη γλυκιά να ζούμε τόσα χρόνια,
ως στα μαλλιά να πέσουνε των γηρατειών τα χιόνια.
Η θάλασσα να μας κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της,
να μας μεθά με τ’ αρμυρά και δροσερά φιλιά της.
Αντώνης Μικέλης
