Επιμέλεια: Εύα Πετροπούλου Λιανού
«Αν και δεν είμαι κριτικός ή ακαδημαϊκός, για κρίνω, βλέπω ότι πολλοί νέοι ασχολούνται με όλα τα είδη της Λογοτεχνίας. Και αυτό βέβαια είναι ευχάριστο»
Πώς ξεκινήσατε να γράφετε ποιήματα;
Μαθητής Γ’ τάξεως Γυμνασίου Ζαχάρως (σημερινή Α΄ τάξη Γυμνασίου).
Έτος 1951. Καθηγητής Αρχαίων και Νέων Ελληνικών Αθανάσιος Κακαβούλης. Μάθημα Νέα Ελληνικά-ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ. Θέμα στο βιβλίο <<Η ΘΥΣΙΑ>> στη δεξιά σελίδα και στην αριστερή μία εικόνα με ένα
δέντρο που στα κλαδιά του υπήρχε μία φωλιά πουλιού. Από τη φωλιά
είχε πέσει ένα <<σκαρουδάκι>>, δηλαδή το μικρό πουλάκι. Ο σκύλος
του κυνηγού τρέχει να το πιάσει. Η μάνα όμως του μικρού πουλιού με
απλωμένα τα φτερά της, για να το προστατέψει μπαίνει ανάμεσα στον
σκύλο και στο σκαρουδάκι, θυσιάζοντας τον εαυτόν της προκειμένου να σώσει το παιδί της. Θυμάμαι ακόμα την πρώτη παράγραφο που έγραφε τα εξής. <<Φίλος μανιώδης κυνηγός μας εξιστορείτο το εξής απίστευτο
κυνηγετικό γεγονός…….>>. Στο τελευταίο μάθημα, αφού είχαμε κάνει
την ανάλυση του κειμένου, σκοπό, κεντρική ιδέα κλπ, μας λέει ο
καθηγητής μας. <<Εδώ έχουμε ένα θέμα αυτοθυσίας. Ο πεζογράφος
έγραψε για αυτό 3 σελίδες, ενώ μπορούσε να γράψει και ένα βιβλίο.
Ο ζωγράφος το απεικόνισε με μία ζωγραφιά. Αλλά έχουμε και κάποιον
άλλο που με λίγους στίχους θα μας περιέγραφε το ίδιο θέμα. Και αυτός είναι ο Ποιητής>>. Όταν στο τέλος μάς λέει να φέρουμε στο επόμενο μάθημα τις δικές μας αναλύσεις, τι να ειπώ. Αυτό το βράδυ δεν
κοιμήθηκα. Ήθελα να το κάνω ποίημα. Και <<κουτσά -στραβά το έκανα. Έτσι αυτό ήταν το πρώτο σκαλοπάτι στο οποίο με <<έσπρωξε>> ο καθηγητής μου. Έτσι μου έγινε συνήθεια και μερικά αναγνώσματα τα διασκεύαζα σε ποιήματα.
Στη συνέχεια σαν ναυτικός, σκοτώνοντας την ώρα, παρέα με τη μοναξιά, τη σιωπή, τον κίνδυνο, έγραφα κυρίως για τη θαλασσινή ζωή των ναυτικών
όπως την είδα, την έζησα και την άκουσα από τους πιο παλιούς.
Πάντως, αυτό που θέλω να προσθέσω και πάλι, είναι αυτό που έχω γράψει στο πρώτο έργο του πρώτου μου βιβλίου ότι:
Δεν είμαι φίλοι ποιητής,
μα ούτε λογοτέχνης,
είμαι απλός ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ
και φίλος κάθε τέχνης.
Και όλ’ αυτά που έγραψα
τα έγραψα στην τύχη,
με σύντροφο τη μοναξιά
στου μαραμπού το νύχι.

Αγαπημένοι Ποιητές;
Αγαπημένοι μου Ποιητές είναι, Παλαμάς, Βαλαωρίτης, Κρυστάλλης,
και από τους νεότερους Ρίτσος, Ελύτης και φυσικά ο Καββαδίας
Η Λογοτεχνία μετά Σεφέρη, Ελύτη, Καριωτάκη, Ποληδούρη. Υπάρχουν ποιητές στην Ελλάδα;
Η Λογοτεχνία ποτέ δεν σταματά. Άλλοτε σε υπέρτατο βαθμό και άλλοτε πιο μέτρια. Τώρα, το αν υπάρχουν σήμερα ποιητές στην
Ελλάδα, είναι ένα ερώτημα που ο χρόνος θα τους αναδείξει. Το ότι υπάρχει πληθώρα γραπτών είναι φανερόν. Κυρίως ποιητικών
έργων που στην πλειονότητα έχουν ελεύθερο στίχο.
Νέοι και Λογοτεχνία;
Αν και δεν είμαι κριτικός ή ακαδημαϊκός, για κρίνω, βλέπω ότι πολλοί νέοι ασχολούνται με όλα τα είδη της Λογοτεχνίας. Και αυτό βέβαια είναι ευχάριστο. Αποδεικνύεται και από την πληθώρα των εκδοτικών οίκων.

Ετοιμάζετε κάτι;
Από το 2021, με τη συμπλήρωση των 200 χρόνων από το 1821, αποφάσισα να αφήσω τη θάλασσα, να αλλάξω πορεία και να πάω να συναντήσω τα κλεφτόπουλα στα βουνά και να
δω πως και γιατί πολεμούν.
Και μιαν ημέρα σαν κι αυτή, κι άνοιξη σαν και τούτη, στην Άγια-Λαύρα φούντωσε κι άναψε το μπαρούτι.
Ο Γερμανός το λάβαρο της λευτεριάς υψώνει,
με τον Ζαΐμη, Λόντο, Πετμαζά και τον Κολοκοτρώνη.
Και να, ξυπνούν οι σταυραετοί, στα χέρια το τουφέκι, η φλόγα για τη λευτεριά μοιάζει αστροπελέκι, μπαρούτι βάζουν την ψυχή την πίστη τους για βόλι κι ορκίζονται εις τον Θεό να πάρουνε την πόλη.
Καψάλης και ο Ιωσήφ εις την πυρά καθίζουν,
και τον βωμό της λευτεριάς σαν ήρωες τον χτίζουν,
Κι αντί για πέτρες βάζουνε τ’ αδούλωτα κορμιά τους,
και για νερό το αίμα τους που τρέχει απ’ την καρδιά τους.
Ανάβουν την πυρίτιδα
πετούν σαν τους αγγέλους,
εκεί ψηλά στον ουρανό
σ’ αιώνιους αμπέλους.
Θανάσης Διάκος στο σουβλί και όμως τραγουδάει,
Ανδρούτσος και Νικηταράς τους Τούρκους πελεκάει.
Αρκάδι, Κούγκι στην πυρά, φωτιά στο Μεσολόγγι,
το αίμα ρέει σαν νερό κοκκίνησαν οι λόγγοι.
Σιγά-σιγά η λευτεριά σαν σταυραετός πετάει,
από τους κάμπους στα βουνά τους κλέφτες χαιρετάει,
κι εκείνοι παίρνουν δύναμη, αντρειεύει η ψυχή τους,
δεν λογαριάζουν θάνατο, χείμαρρος η ορμή τους.
Μετά περνάω και από του Ρούπελ τα φυλάκια,
που πολεμούνε δυό στρατιές τα λίγα φανταράκια.
Επιστρέφοντας περνώ από τα Τέμπη, όπου:
Τα δέντρα γέρνουν τα κλαδιά, χωρίς ψυχή πενθούνε,
Τον θρήνο και τον σπαραγμό, λες και να τον ακούνε.
Η φύση όλη θλίβεται, ο ουρανός μαυρίζει,
Βουβός ο πετροκότσυφας κι ο γκιώνης κλαψουρίζει.
Είπα να περάσω κι από τη Γάζα, αλλά θλίβεται η καρδιά μου σαν βλέπω:
Οβίδες πέφτουν σαν βροχή, πλημμύρισε η Γάζα,
κορμιά, συντρίμμια γίνονται μία θλιμμένη μάζα.
Παντού ορδές καταστροφής, κυκλών γενοκτονίας,
ερείπια θάβουν ζωντανούς σε τάφους τυραννίας.
Τελικά επιστρέφω στην πατρίδα μου και με πιάνει απελπισία
με όλη αυτή την κοινωνικο-πολιτική κατάσταση.
Δεν μ’ έπνιξε η θάλασσα
με τρομερούς κυκλώνες,
μα μ’ έπνιξ’ η πατρίδα μου
με τους απατεώνες.
Και αναρωτιέμαι:
<<ΡΕ ΠΟΥ ΠΑΜΕ………….>>.
Ελλάδα μου πού βρίσκεσαι, πού είναι η κραυγή σου;
σε ξένους σε παρέδωσαν δεν κλείνει η πληγή σου.
Δεν χαμπαριάζουν, δεν πονούν δεν βλέπουν ερινύες,
κι όλο το δράμα του λαού και γυναικοκτονίες.
Με νόμο παραβιάσανε θεσμούς οικογενείας,
θρησκείας, γάμου, ηθικής, ρίζες της κοινωνίας,
παιδιά πειραματόζωα να ζούνε μες στον πλούτον,
χίλιες φορές στο ίδρυμα παρά στα χέρια τούτων.
Τι να πω και τι να πράξω
Σύριζα, ΠΑΣΟΚ, Νου-Δού,
που να πά’ να την αράξω
κι οι λοιποί του σκοτωμού.
Έρχεται κι ο <<τιριτάγκας>>
απ’ τη γη του πουθενά,
μας το παίζει δα και μάγκας
να βουλώσει τα κενά.
Ν’ απαλλάσσονται απ’ ευθύνη
για δικές τους ζαβολιές,
και χωρίς δικαιοσύνη
πάνε φίνα οι δουλειές.
Εγεμίσαμ’ αρχοντάδες
κι ανεξάρτητες αρχές,
να τσεπώνουν οι αγάδες
με τις τόσες αρπαχτές.
Ψάχνοντας να βρουν τον κλέφτη
βρίσκουν φταίει ο λαός,
<<ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΕΞΩ ΠΈΦΤΕΙ,
ΑΡΑ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΓΙΑΛΟΣ>>,
που τους βρέθηκε μπροστά τους
έτσι τόσο ξαφνικά,
αλλά ξύνουν τ’ αχαμνά τους
και μας γράφουν….φυσικά.
Αφού πρώτα σε βουλιάζουν
μες στη φτώχεια γενικά,
πριν ψηφίσεις σου φωνάζουν
θα σε σώσουν τελικά.
Και άλλα πολλά-πολλά……….
Τελικά, απελπισμένος, επιστρέφω <<νοερώς>> στην καλύβα
του χωριού μου και γράφω παιδικές αναμνήσεις, διηγήματα
και ιστορίες του χωριού μου.

Μια ευχή για το 2025.
Όσες ευχές και να πούμε ο τροχός της ζωής δεν αλλάζει.
Φρίκη ο πόλεμος παντού σκορπίζει,
πόνος και λύπη μας τριγυρίζει,
παντού σκοτάδι σ’ όλη τη φύση,
Θεός και ήλιος να μας φωτίζει.
Ο χρόνος που φεύγει να τα ξεχάσει,
και με τη λήθη να τα σκεπάσει,
κι ο νέος πού ’ρχεται να είν’ κεφάτος,
χαρές κι ειρήνη να είν’ γεμάτος.
Ο νέος χρόνος πού ’ρχεται
να είναι στολισμένος,
μ’ αγάπη, υγεία και χαρές
να είναι φορτωμένος.
Ο νέος χρόνος εύχομαι
ειρήνη να χαρίσει,
και την καρδιά μας ο Χριστός
μ’ αγάπη να γεμίσει.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ Καλή χρονιά
όλοι σας να περάστε,
με ευλογία του Χριστού
ευτυχισμένοι να ’στε.
