Γράφει η Μαίρη Γκαζιάνη
Παρακολουθώντας τη θεατρική παράσταση «Κοιμώμενος Χαλεπάς… ο σάλος άγιος» αισθάνεσαι απόλυτο θαυμασμό για το μεγαλείο της υποκριτικής τέχνης.
Το έργο στεγάζεται σε μια μικρή θεατρική σκηνή, στο θέατρο Αλκμήνη, που αποδεικνύει ότι ένα δυνατό θεατρικό κείμενο, ένα απλοϊκό σκηνικό, μια ρεαλιστική σκηνοθετική γραμμή και ένας ταλαντούχος ηθοποιός αποτελούν τη μαγική συνταγή της επιτυχίας.
Το έργο έχει γράψει ο Άγγελος Ανδρεόπουλος ενώ η σκηνοθεσία ανήκει στον Αλέξανδρο Λιακόπουλο.
Πρωταγωνιστεί ο Γιώργης Κοντοπόδης ο οποίος ταυτίζεται απόλυτα με τον ρόλο του.
Ακούγεται: Βαθιά γρήγορη ανάσα και μια κραυγή
«Μάνα μη με βαράς άλλο…»
Έτσι αρχίζει η θεατρική παράσταση και οι θεατές καθηλώνονται από την πρώτη στιγμή. Μόλις δε εμφανιστεί στη σκηνή ο Γιώργης Κοντοπόδης χαμηλώνουν ακόμα και οι αναπνοές τους από δέος μπροστά σε αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουν. Οι σημαντικότερες στιγμές του Γιαννούλη Χαλεπά θα ξεδιπλωθούν μπροστά τους καθώς ο ηθοποιός θα μεταμορφωθεί στον γλύπτη και βήμα βήμα θα ξεδιπλώσει τα συναισθήματά του αρχίζοντας από την παιδική ηλικία του.
Ο μονόλογος έχει κύριο σκοπό να μας ξεναγήσει στον ψυχικό κόσμο του Γιαννούλη Χαλεπά να ανακαλύψουμε τις μύχιες σκέψεις του, τις ανάγκες του, το «σαλό» μυαλό του που απέχει της μετριότητας ή του συνηθισμένου ανθρώπου. Θέλει να μας συστηθεί μέσα από την αντιμετώπιση των άλλων απέναντί του και τη δική του αντιμετώπιση απέναντι στους άλλους. Ξεκινώντας από τη μητέρα του, που έπαιξε τον κύριο ρόλο στη ζωή του, δεσποτική, αυταρχική, καταπιεστική, τυραννική. Ο πατέρας του είναι αποστασιοποιημένος και ο μόνος σπλαχνικός είναι ο τοπικός ιερέας.
«Μάνα μη με βαράς άλλο…» εκλιπαρεί ο Γιαννούλης με τη φωνή της ψυχής του, σκύβει το κεφάλι και φιλά το χέρι που θέλει να δαγκώσει.
Οι σχέσεις του με τους γονείς του, τ’ αδέρφια του, τον ιερέα, την αγαπημένη του ξεδιπλώνονται μέσα από έναν παραληρηματικό λόγο της απόλυτης μοναξιάς του ψυχιατρείου με τις ανάρμοστες μεθόδους. Πάντα και παντού μόνος, όπως μόνος βρίσκεται στη σκηνή ο ηθοποιός και το σπάραγμα της ψυχής του Χαλεπά ξεπηδάει από την ψυχή του για να κυριεύσει τις δικές μας ψυχές.
Ο Χαλεπάς αποκλείσθηκε από το «κανονικό» τη μέρα που για πρώτη φορά άγγιξε, χώμα, πηλό ή μάρμαρο για να δημιουργήσει. Κι έκτοτε, κυριευμένος από την τέχνη του, παρέμεινε αποκλεισμένος γιατί ήταν η μονάδα που ξέφευγε από το σύνηθες κοινωνικό σύνολο. Περιορισμένος στα τετραγωνικά μέτρα που απαιτούσε η τέχνη του, στα τετραγωνικά της συνείδησης του περίγυρού του, στα τετραγωνικά του θαλάμου του στο ψυχιατρείο. Στα τετραγωνικά της μικρής σκηνής κι ο Γιώργης Κοντοπόδης διδάσκει τι σημαίνει υποκριτική τέχνη. Όσο ο γλύπτης σμίλευσε το μάρμαρο αναζητώντας την τέλεια κοιμωμένη του, άλλο τόσο ο ηθοποιός σμίλευσε τον ρόλο του για να μας προσφέρει τη συγκλονιστική ερμηνεία του.
Η σκηνοθεσία μάς βάζει στα «έγκατα» του ψυχιατρείου και ο Γιώργης Κοντοπόδης μας βάζει στα έγκατα της ψυχοσύνθεσης του σαλού άγιου. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς δεν επέλεξε να μην είναι φυσιολογικός. Η τέχνη του ήταν χάρισμα, η σχιζοφρένεια κληρονομική, η απομόνωση συνέπεια ενός περιβάλλοντος που δεν τον κατανόησε και δεν τον αποδέχτηκε όπως ήταν. Στο νησί του ήταν ο σαλός από άγνοια του περίγυρου, και στο σχολή του χαρακτηρίστηκε μέτριος από φθόνο.
Από έλλειψη αγάπης και κατανόησης υπέφερε ο Χαλεπάς, αυτή ήταν η κύρια παράμετρος που στιγμάτισε την εξέλιξή του μέχρι τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε για δέκα τέσσερα χρόνια, ώσπου να επιστρέψει στο νησί του για να καταλήξει γιδοβοσκός. Το λευκό του μαρμάρου που λάτρευε μετέτρεψε τον κόσμο του σε σκοτεινό αδιέξοδο. Η ανάγκη του για δημιουργία έγινε ο κύκλος της φυλακής που άλλοι τον κλείδωσαν.
Για ογδόντα λεπτά ο ηθοποιός αφομοιώνεται με το ρόλο του, παραληρεί με γρήγορες ασφυκτικές ανάσες τη ζωή του Χαλεπά. Κλαίει, σπαράζει, ονειρεύεται, αγωνιά, υποφέρει. Είναι ο σαλός, που σαν άλλος άγιος ξεγυμνώνει την ψυχή και το μυαλό του αναζητώντας την κάθαρση της απαξίας που γνώρισε σε ένα τέλος και μια αναγέννηση. Το βλέμμα του, οι κινήσεις του φανερώνουν πόσο καλά μελέτησε τον ρόλο του σε όλες τις πτυχές του. Οι ψυχικές εναλλαγές εκφράζονται με απόλυτη πειστικότητα δίνοντας υλική υπόσταση στον ήρωά του. Το κείμενο του δίνει τη δυνατότητα για μια εκρηκτική ερμηνεία την οποία φέρει εις πέρας με απόλυτη ευσυνειδησία. Ο χειμαρρώδης λόγος συνοδεύεται από κινήσεις του σώματος, των χεριών, τις ανάσες του. Το βλέμμα του τρυπάει συνειδήσεις. Χειρίζεται άψογα όλα τα συναισθήματα του ρόλου του, ποτίζεται από αυτά ώστε να μας μεταφέρει την τραγικότητα της ζωής ενός «σαλού άγιου» που αδικήθηκε από τους ανθρώπους, δικαιώθηκε με την τέχνη του. Όλα ξεπροβάλλουν μέσα από τις ερμηνευτικές συναισθηματικές εναλλαγές του ηθοποιού που καταθέτει στη σκηνή τον εξαιρετικό υποκριτικό του πλούτο.
Ο Αλέξανδρος Λιακόπουλος είναι ένας χαρισματικός σκηνοθέτης, η εμπειρία του, η φαντασία του, η έμπνευσή του μας προσφέρει πάντα ποιοτικό θέατρο. Σκηνοθετεί την παράσταση με ευαισθησία, με νεύρο, με εγρήγορση. Στήνει την κάθε σκηνή με λεπτομέρεια ώστε να δώσει υπόσταση στον ήρωα. Μας παραπέμπει στον τρόπο που αναζητούσε ο Χαλεπάς να «εμφυσήσει» ζωή στη Σοφία Αφεντάκη, Έτσι κι αυτός αναζήτησε τον τρόπο να «εμφυσήσει» ζωή στον Χαλεπά σε μια μικρή θεατρική σκηνή.
Το εξαιρετικό σενάριο του Άγγελου Ανδρεόπουλου διεισδύει στο σαλό μυαλό του γλύπτη, μας φανερώνει όλες τις ψυχικές διαταραχές του και τις δημιουργικές στιγμές του. Ολοφάνερα, πρώτα τον ψυχανέλυσε μελετώντας τον και στη συνέχεια με τον συγγραφικό του λόγο τον αναγκάζει να ψυχαναλύεται επί σκηνής. Το μουσικό χαλί, επίσης δική του επιλογή, συνταξιδεύει με την παράσταση σε απόλυτη αρμονία.
Επιβεβαίωση της άρτιας παράστασης είναι το συνεχές χειροκρότημα των θεατών.
Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια εξαιρετική θεατρική παράσταση, άρτια από κάθε άποψη.
Κάθε Κυριακή στις 18.15 στο θέατρο Αλκμήνη