Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Ο όρος «Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα» αναφέρεται στην επικρατούσα διάλεκτο σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή μια δεδομένη χρονική στιγμή. Συνιστά στην ουσία μια γλωσσική ποικιλία, η οποία τόσο για ιστορικούς όσο και για κοινωνικοπολιτικούς λόγους έχει αποκτήσει ισχύ. Μεταξύ των πολιτών ενός κράτους μπορεί να θεωρείται η «κραταιά» γλώσσα ανάμεσα στις υπόλοιπες «μη κραταιές», ενδεχομένως «υπαγόμενες» σε αυτήν, γλωσσικές διαλέκτους / ποικιλίες. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα λογίζεται σαν Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα η Πελοποννησιακή Διάλεκτος. Οι λοιπές γλωσσικές ποικιλίες, όπως είναι η Κρητική και η Ποντιακή Διάλεκτος, χαρακτηρίζονται μεν ως αυτόνομες εν μέρει, ωστόσο δεν παύουν να είναι εξαρτημένες από την Πελοποννησιακή Διάλεκτο, της οποίας τους βασικούς γραμματικοσυντακτικούς κανόνες ακολουθούν απαρεγκλίτως. Ομοίως και στα υπόλοιπα κράτη, π.χ. Μ. Βρετανία με Στάνταρτ Αγγλική (Standard English) την Διάλεκτο του Λονδίνου (London Dialect), Γερμανία με Στάνταρτ Γερμανική (Standarddeutsch / Standardhochdeutsch) την Διάλεκτο του Βερολίνου (Berliner Dialekt) κ.ά. Η Γλωσσολογία αποφεύγει να χρησιμοποιεί χαρακτηρισμούς για τις γλώσσες όπως «κραταιές» / «δομικά ανώτερες» και αντίστοιχα «μη κραταιές» / «δομικά κατώτερες», καθότι κάτι τέτοιο θα απέβαινε εις βάρος της ισότητας όλων των γλωσσών και πολιτισμών, εκθέτοντας επιμέρους διαλέκτους ακόμα και σε κίνδυνο μακροπρόθεσμης «θανάτωσης». Αρκείται στην επισήμανση ότι είναι ιστορικοί και κοινωνικοπολιτικοί οι λόγοι που οδηγούν στην ανάδειξη των Στάνταρτ-Προτύπων Γλωσσών χωρίς να προβαίνει σε ενδογλωσσικές συγκρίσεις. Αναφορικά με το πλαίσιο χρήσης της, η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα χρησιμοποιείται τόσο από τους απλούς πολίτες όσο και από τους κρατικούς μηχανισμούς, με πρωταρχικό μέλημα πάντα την διασφάλιση της διασυνοριακής ενότητας. Δεν πρόκειται όμως για κάτι το σταθερό αλλά αποτελεί δυναμική κατάσταση και αλλάζει διαρκώς, τόσο με την έννοια του δομικού εμπλουτισμού όσο και της δομικής τροποποίησης.
Σύμφωνα με την Κοινωνιογλωσσολογία, η γλώσσα δεν συνιστά ένα απλό εργαλείο λήψης και αποστολής πληροφοριών. Μαρτυρά μάλλον το κοινωνικό κύρος των ομιλητών, με άλλα λόγια την ποιότητά τους ως ανθρώπων, τα ιδεώδη που πρεσβεύουν, την όλη ιδιοσυγκρασία τους. Η γλωσσική δεν νοείται χώρια από την κοινωνική δομή και αντιστρόφως. Αυτή η αρχή είναι διαχρονική. Στη βάση αυτής εισήχθη και θεμελιώθηκε στο πεδίο των Ανθρωπιστικών, ειδικότερα Γλωσσικών Επιστημών, η Κοινωνιογλωσσολογία. Όπως μαρτυρά η ετυμολογική ανάλυση της λέξης, εμπερικλείονται μέσα της οι επιστημονικοί τομείς της Κοινωνιολογίας και της Γλωσσολογίας, οι οποίοι γνώρισαν άνθηση στις αρχές του 19ου αι. μ.Χ. και προοδευτικά επεξέτειναν τα ερευνητικά ενδιαφέροντα και ευρήματά τους και στα υπόλοιπα επιστημονικά πεδία τα οποία συγκαταλέγονται στο ευρύτερο πεδίο που μας είναι γνωστό ως «Ανθρωπιστικές Επιστήμες». Περιφραστικά μπορεί να αποτυπωθεί και σαν Κοινωνιολογία της Γλώσσας. Της ανθρώπινης γλώσσας, του περιπλοκότερου εργαλείου που υφίσταται στο ζωικό βασίλειο και μόνο ο άνθρωπος κατάφερε να αναπτύξει και εξελίξει μέσα σε αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα.
Όπως τονίστηκε και παραπάνω, η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα χρησιμοποιείται όχι μόνο από τον κρατικό μηχανισμό για οργανωτικά και διοικητικά θέματα. Χαίρει ευρείας χρήσης και μεταξύ των πολιτών στο σπίτι, στην δουλειά, στις παρέες και στις μαζώξεις με συγγενείς, φίλους και λοιπούς γνωστούς. Εδώ όμως γεννάται ένα ερώτημα που έχει να κάνει με μια γενικευμένη αντίληψη που υπάρχει για την Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα, η οποία την θέλει να είναι μια γλώσσα φυσική. Το ζήτημα της φυσικότητας της Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας διχάζει την Επιστημονική Κοινότητα από αρχαιοτάτων χρόνων και μέχρι και τις μέρες μας ακόμα δεν έχει διατυπωθεί κάποιο κοινώς αποδεκτό συμπέρασμα. Πάραυτα, οι γλωσσολόγοι δείχνουν να έχουν συμφωνήσει πλειοψηφικά στο εξής: ότι καθεμία Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα συνιστά στην ουσία με τη σειρά της μια διάλεκτο, που μαζί με όλες τις άλλες διαλέκτους συνδιαμορφώνουν την Κοινή Γλώσσα, η οποία, τις περισσότερες φορές τουλάχιστον, παίρνει το όνομα του έθνους εντός των συνόρων του οποίου ομιλείται. Με άλλα λόγια, η γλώσσα, ακόμα ακριβέστερα το γλωσσικό όλον, δεν υφίσταται χωρίς το σύνολο των διαλεκτικών ποικιλιών που το αποτελούν. Έτσι δεν θα μπορούσαμε να μιλάμε για Ελληνική Γλώσσα στα ελληνόφωνα κράτη παρουσία αποκλειστικά της Πελοποννησιακής Διαλέκτου, για Αγγλική Γλώσσα στα αγγλόφωνα κράτη παρουσία αποκλειστικά της Διαλέκτου του Λονδίνου, Γερμανική Γλώσσα στα γερμανόφωνα κράτη παρουσία αποκλειστικά της Διαλέκτου του Βερολίνου κ.ο.κ. Το μόνο στοιχείο που διαφοροποιεί την Στάνταρτ Γλώσσα ως διάλεκτο από τις υπόλοιπες είναι ότι έχει αποκτήσει κοινωνικοπολιτικό και άρα εθνικό κύρος μέσα από το ρου της ιστορίας.
Έστω και έτσι όμως δύναται να παρουσιάζει μικρές διαφοροποιήσεις κατά περίσταση. Αν στο σημείο αυτό θέλαμε να μιλήσουμε με όρους Γλωσσολογίας, θα λέγαμε ότι, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, η «κανονική» γλωσσική χρήση εμφανίζει κάποιου είδους γλωσσικές «αποκλίσεις» / «παρεκκλίσεις». Εδώ μπορεί να αξιοποιηθεί μια διάκριση την οποία υιοθετεί ο κος Σπυρίδων Μοσχονάς σε σχετικό κείμενό του (Σπυρίδων Μοσχονάς, «Η Γλώσσα – Η Πρότυπη Γλώσσα», 11/04/2010): αφενός μεν έχουμε την ιστορική, αφετέρου δε τη συγχρονική προσέγγιση. Η πρώτη υποστηρίζει αυτό που προλέχθηκε, δηλαδή ότι όλες οι διάλεκτοι «υπακούν» γραμματικοσυντακτικά στην αναδειχθείσα λόγω της ιστορίας Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα παρά τη μεγάλου βαθμού λεξιλογική αυτονομία τους. Η δεύτερη εισάγει στο ιστορικό πλαίσιο της Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας μια ακόμα πολύ σημαντική παράμετρο, συγκεκριμένα το υψηλό προαπαιτούμενο για τον σωστό χειρισμό της μορφωτικό επίπεδο που απαντάται κυρίως στα μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Οι εν λόγω προσεγγίσεις δεν θεωρούνται σαν ανεξάρτητες η μια από την άλλη αλλά μάλλον σαν αλληλεξαρτώμενες, αλληλένδετες, καθώς συλλαμβάνουν με τρόπο ουσιαστικό την διπλή φύση της Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας: το ότι είναι γλώσσα, από τη μια, το ότι είναι πρότυπο, από την άλλη. Αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό, καθώς ερμηνεύει γιατί η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα είναι κατάσταση δυναμική, ευμετάβλητη. Τόσο η γλώσσα όσο και τα διάφορα πρότυπα αλλάζουν, μεταβάλλονται. Σε αυτό μπορούν να διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο παράγοντες τόσο σε μικροεπίπεδο όσο και σε μακροεπίπεδο.
Θα αναφερθούν από 2 παράγοντες για καθεμία κατηγορία, δηλαδή για το μικροεπίπεδο και το μακροεπίπεδο αντιστοίχως, που φαίνεται πως έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην διαφοροποίηση της Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας κατά τον διαχωρισμό που επισημάνθηκε παραπάνω.
Όσον αφορά το μικροεπίπεδο, αποφασιστική επίδραση φαίνεται να έχουν καταρχάς οι παρέες των συνομηλίκων που έχουν συγκεκριμένες καταγωγές. Στις παρέες αυτές παρατηρείται το εξής αξιοπρόσεχτο: εναλλάσσονται οι Στάνταρτ-Πρότυπες Γλώσσες των παιδιών, με τις επικρατιτικές τάσεις να «γέρνουν» προς την Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα του εκάστοτε τόπου όπου βρίσκεται η παρέα μια δεδομένη χρονική στιγμή. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτό από το αναγνωστικό κοινό τι εννοείται εδώ παρατίθεται ένα παράδειγμα: ας φανταστούμε μια παρέα η οποία απαρτίζεται από άτομα που κατοικούν στην Κρήτη αφενός και από άτομα που κατοικούν στην Αθήνα αφετέρου. Έχουμε δηλαδή την Κρητική και την Πελοποννησιακή Διάλεκτο αναμεμειγμένες μέσα στην ίδια παρέα, επομένως (θεωρητικά) αναμένεται αναμεμειγμένη χρήση αμφοτέρων των γλωσσικών ποικιλιών από τη συνάντηση της παρέας μέχρι την «διάλυση» αυτής. Δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η χρήση τους θα είναι απόλυτα ισορροπημένη, καθότι κάποια εξ αυτών αναπόφευκτα θα «υπερισχύσει» έναντι της άλλης. Στο ερώτημα «Ποια θα είναι αυτή;», η λογικότερη, όχι όμως απαραίτητα και απόλυτα σωστότερη απάντηση θα ήταν προφανώς «Η Πελοποννησιακή Διάλεκτος ως η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα της Ελλάδας». Αν η παρέα βρίσκεται π.χ. στην Αθήνα, γεγονός που μάλλον θα της παρέχει αριθμητική υπεροχή ως προς τα άτομα με καταγωγή από την Πρωτεύουσα, πράγματι θα «κυριαρχήσει» στη συζήτηση η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα. Αν όμως η παρέα βρίσκεται σε κρητικά εδάφη, προφανώς με αριθμητική υπεροχή των ατόμων με κρητική καταγωγή, η Κρητική Διάλεκτος επόμενο είναι να «κερδίσει τους πόντους της». Και βέβαια δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε στο σημείο αυτό τη γλώσσα των νέων που είναι διαρκώς παρούσα σε τέτοιες περιστάσεις, ασχέτως Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας και λοιπών διαλέκτων, κυρίως υπό τη μορφή νεολογισμών, ελληνικής και ξενικής προελεύσεως.
Η διαφοροποίηση / αναπροσαρμογή της Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας δεν περιορίζεται όμως αυστηρά μέσα στα πλαίσια της παρέας των συνομηλίκων με διαφορετικές καταγωγές. Μπορεί να έχει και καθαρά ατομικές διαστάσεις. Με τον όρο «ατομικές διαστάσεις» εννοείται εν προκειμένω το αίσθημα ταύτισης με κάποιον τόπο, τους ανθρώπους, τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Υπό το πρίσμα αυτό μπορεί φέρ’ ειπείν κάποιος άνθρωπος να ζει στην Αθήνα ή στην Θεσσαλονίκη, όμως για προσωπικούς λόγους θρέφει θαυμασμό και εκτίμηση προς τους Κρητικούς ως λαό. Τα φιλικά προς τους ανθρώπους αυτούς αισθήματά του ενδέχεται να είναι τόσο έντονα που να τον κάνουν να αισθάνεται μάλλον ταυτισμένο μαζί τους παρά με τον τόπο διαμονής του. Ως εκ τούτου μπορεί στην καθημερινότητά του να εμπλέκει στο λόγο του λεκτικά / εκφραστικά στοιχεία από την Κρητική Διάλεκτο, παρεκκλίνοντας λεξιλογικά από την κανονικά λογιζόμενη ως Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα, την Πελοποννησιακή Διάλεκτο. Ομοίως και στην περίπτωση θαυμασμού προς ξένους πολιτισμούς και κουλτούρες, ο οποίος μπορεί να εμπλουτίσει την Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα με ξενόφερτα γλωσσικά στοιχεία που θα αναμειχθούν με τα ελληνικά.
Στο επίπεδο του μακρόκοσμου θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν ο τόπος όπου κανείς διαμένει / παραμένει για κάποιο χρονικό διάστημα, προφανώς εκτός των στενότερων και ευρύτερων ορίων του τόπου κατοικίας του, ή ακόμα και ένα συγκεκριμένο μέρος όπου κανείς παρευρίσκεται προσωρινά χωρίς να απομακρύνεται πάντα από τα όρια του οικείου τόπου. Αν θα θέλαμε να μιλήσουμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, θα μπορούσαμε να φέρουμε στο μυαλό μας έναν άνθρωπο από την Αθήνα ο οποίος έχει επισκεφθεί την Κρήτη μόνος του. Η διαρκής έκθεσή του σε ακουστικά ερεθίσματα Κρητικής Διαλέκτου θα τον οδηγήσει τουλάχιστον 1-2 φορές στην υιοθέτηση αντίστοιχης γλωσσικής, ειδικότερα λεξιλογικής συμπεριφοράς κατά την διαμονή / παραμονή του στα εδάφη της Μεγαλονήσου. Αυτό συνιστά μια αναγκαιότητα για να επικοινωνήσει αρμονικότερα με τους ντόπιους, ιδίως όσους μπορεί να είναι χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου και να τους διαφεύγουν κάποιες λέξεις της Στάνταρτ-Πρότυπης Ελληνικής με συνθετότερο σημασιολογικό φορτίο και πολυπλοκότερη φωνοτακτική δομή.
Το ίδιο περίπου συμβαίνει μέσα σε άκρες και σε συγκεκριμένους χώρους που δεν είναι απαραιτήτως, όπως προαναφέρθηκε, εκτός οικείου τόπου. Έστω ένα γήπεδο ή ένα κέντρο νυχτερινής διασκέδασης. Ένα γήπεδο μπορεί να βρίσκεται στον Δήμο Αθηνών, δεν σημαίνει αυτό όμως ότι μέσα στις εγκαταστάσεις του χρησιμοποιείται κατά κόρον η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα / Πελοποννησιακή Διάλεκτος. Τα «μπινελίκια» και άλλα εκφραστικά μέσα που αποσκοπούν στον καυστικό σχολιασμό των δρωμένων στο πλαίσιο ενός αθλητικού γεγονότος, π.χ. «χασογκόλης» για έναν παίκτη που αδυνατεί να στείλει την μπάλα εντός των διχτύων της αντίπαλης εστίας, μετατρέπονται σε ένα είδος πρότυπου γλωσσικού κατασκευάσματος, το οποίο ενστερνίζεται, άλλοτε ενσυνείδητα και άλλοτε υποσυνείδητα, ένας άνθρωπος εντός των γηπεδικών εγκαταστάσεων. Εξερχόμενος όμως από αυτές, έχει το περιθώριο να το αποβάλει και να επαναφέρει στις γλωσσικές επιλογές του τον κατά τα λοιπά εκλεπτυσμένο, προσεγμένο και μεστό λόγο του. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στην περίπτωση του κέντρου νυχτερινής διασκέδασης, το οποίο διαθέτει το δικό του ιδιαίτερο γλωσσικό πρότυπο προς περιγραφή των όσων λαμβάνουν χώρα εντός του, έστω τα διάφορα ποτά και οι αδόκιμες λέξεις που χρησιμοποιούνται για αυτά, π.χ. «μπύρα»-«μπυρόνι».
Έντονος είναι ο προβληματισμός που ακούει στο εξής ερώτημα: «Μήπως η Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα μπορεί να αποτελέσει δυνάμει κίνδυνο, απειλή για τη γλωσσική επιλογή, χρήση και τελικώς ποικιλότητα, έννοιες που κατέχουν κεντρική θέση στην Επιστήμη της Κοινωνιογλωσσολογίας;». Η απάντηση η οποία καταρρίπτει την εν λόγω ανησυχία ως αβάσιμη και μη ρεαλιστική δεν χρήζει εξονυχιστικής ανάλυσης: η Γλωσσολογία είναι από ιδρύσεώς της ως Επιστήμης ξεκάθαρη στην τοποθέτησή της αναφορικά με την ισότητα όλων των γλωσσών άνευ διαχωρισμών παντός τύπου. Το ότι κάποιες γλώσσες ενδέχεται να συγκεντρώνουν περισσότερους ομιλητές έναντι άλλων γλωσσών είτε του οικείου είτε ξένων κρατών έχει να κάνει αποκλειστικά με το πώς εκτυλίχθηκαν συγκεκριμένα γεγονότα μέσα στην παγκόσμια ιστορία και την ιστορία καθενός έθνους ξεχωριστά. Η επικοινωνιακή ισχύς τους δεν επιβαρύνει σε καμία περίπτωση τις υπολοίπες διαλεκτικές ποικιλίες οι οποίες είναι διαθέσιμες προς χρήση ανά πάσα στιγμή κάποιος το επιθυμεί ή το κρίνει απαραίτητο.
Κοντολογίς, η κοινωνική, πολιτισμική και προπαντός γλωσσική συνοχή δεν απειλείται από την Στάνταρτ-Πρότυπη Γλώσσα. Τα κριτήρια επιλογής ή μη μιας οποιασδήποτε Στάνταρτ-Πρότυπης Γλώσσας διαφέρουν και δεν περιορίζονται στα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω ως ενδεικτικά. Εν κατακλείδι, αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει, μεταξύ άλλων, η προσωπική αντίληψη που έχει κανείς για τη γλώσσα ως «κοινό αγαθό».