Μάριος Λεβέντης
Μεγαλώσαμε πια και δεν κλαίμε. Σοβαρέψαμε τόσο πολύ που το πιστέψαμε. Πιστέψαμε ότι τα κλάματα ανήκουν στη μαγική στάμνα των παιδικών μας χρόνων. Ανήκουν στα πρώτα μας βήματα: τότε που η γη γλίστραγε απ’ τα πόδια μας και ο ήλιος απ’ τα χέρια. Ανήκουν στα πρώτα «όχι» των κοριτσιών που αγαπήσαμε, στα πρώτα παιχνίδια που έσπασαν νωρίς και δεν τα χορτάσαμε, ανήκουν στους πρώτους ρόλους μας: τότε που δεν ελέγχαμε τις συγκινήσεις μας. Μέχρι που ήρθαμε δεύτεροι και μάθαμε.
Μεγαλώσαμε πια και δεν κλαίμε. Πρέπει να δείχνουμε έμπειροι, δυνατοί, ανάγλυφοι και κυρίως να μην εκτιθέμεθα. Τα κλάματα μάς ξεμπροστιάζουν κι εμείς δεν αγαπάμε το «ρεζίλι» μας. Δεν ενστερνιζόμαστε την ανάγκη μας, ούτε την δικαιολογούμε. Αντίθετα. Τη σκληραγωγούμε. Τη στερεύουμε. Γιατί αναγκαστήκαμε να μεγαλώσουμε πριν καν γίνουμε παιδιά. Τέτοιους πολίτες επιτάσσει άλλωστε η εποχή: κατευθείαν ενήλικες.
Παρόντες στο καψώνι της κοινωνίας να παρουσιάζουν το σκληρό τους πρόσωπο για να επιβιώσουν και να έχουν τις αρβύλες του καταπιεσμένου θυμού τους γυαλισμένες. Με το ακατανόητο να είναι διαρκώς ακονισμένο. Σαν το μαχαίρι που σφάζει καθετί που τείνει να γίνει κατανοητό και φυσιολογικό, αλλά δεν προφταίνει. Όπως τα κλάματα που δεν προφτάσαμε να κλάψουμε και γίναμε αμέσως οι σημερινοί δρώντες, χαμένοι στον κόσμο που μας στέρησαν. Γίναμε γονείς, πριν καν γίνουμε παιδιά. Και ο μόνος τρόπος για να εκτονωθούμε είναι να κλάψουμε σαν παιδιά μαζί με τα παιδιά μας.