Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail:[email protected]
Η Παγκόσμια Ημέρα Ισπανικής Γλώσσας (World Spanish Language Day, Día Mundial de la Lengua Española) εορτάζεται ετησίως στις 12 Οκτωβρίου με απόφαση της UNESCO, αρχής γενομένης από το 2010. Στόχος είναι προφανώς η τίμηση της Ισπανικής ως μιας από τις συνολικά 6 επίσημες γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Η επιλογή της ημέρας αυτής ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία. Στις 12 Οκτωβρίου 1942, ο Ιταλoπορτογάλος θαλασσοπόρος και χαρτογράφος Χριστόφορος Κολόμβος (Christopher Columbus 1451-1506) πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην Αμερική και έτσι δημιούργησε ισχυρούς δεσμούς μεταξύ Ισπανίας και ΗΠΑ. Η ανακάλυψη της Αμερικής είναι ένα εκ των γνωστότερων επιτευγμάτων που «σημάδεψαν» την ανθρωπότητα την περίοδο των Ανακαλύψεων, η οποία χρονολογείται από τον 15ο ως τον 18ο αι. μ.Χ., και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην εξέλιξη και πρόοδο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Μάλιστα, μέσα στα σύνορα της Λατινικής Αμερικής συμβαίνει ακόμα το εξής αξιοπρόσεκτο: ανά περιοχές, η συγκεκριμένη ημέρα μνημονεύεται με διαφορετικές ονομασίες, π.χ. στην Ουρουγουάη τιμάται ως Ημέρα της Αμερικής, στις ΗΠΑ ως Ημέρα του Χριστόφορου Κολόμβου και στο Περού ως Ημέρα των Αυτοχθόνων Λαών και του Διαπολιτισμικού Διαλόγου. Άλλες παγκόσμιες ημέρες γλωσσών συμπίπτουν με την επέτειο γέννησης ή θανάτου κάποιου σπουδαίου προσώπου που πέρασε από την ιστορία της χώρας προέλευσης καθεμιάς τους, βλ. Παγκόσμια Ημέρα Ρωσικής Γλώσσας στις 06 Ιουνίου με αφορμή τη γέννηση του Αλεξάντερ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν στις 06 Ιουνίου 1799 (Alexander Sergeyevich Pushkin 1799-1832) ή Παγκόσμια Ημέρα Αγγλικής Γλώσσας στις 23 Απριλίου με αφορμή τον θάνατο του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στις 23 Απριλίου 1616 (William Shakespeare 1564-1616). Εντούτοις, η αφορμή στη συγκεκριμένη εορταστική περίσταση αποτελεί πράγματι κάτι το πρωτότυπο.
Η Ισπανική Γλώσσα συγκαταλέγεται στις λεγόμενες ιβηρικές ρομανικές γλώσσες και μαζί με την Πορτογαλική θα λέγαμε πως αποτελούν τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα της γλωσσικής «οικογένειας» αυτής. Οι ιβηρικές ρομανικές γλώσσες θεωρούνται υποκατηγορία των ινδοευρωπαϊκών, επίσης γνωστών και ως λατινογενών γλωσσών. Η ιστορία της ξεκινά με μια πρόχειρη χρονολογική προσέγγιση από τον 4ο αι. π.Χ. Μέχρι τότε, μέσα στα σύνορα της Ιβηρικής Χερσονήσου δεν ομιλούνταν παρά κατά τόπους διάλεκτοι, χαρακτηριστικότερη εκ των οποίων φαίνεται να ήταν εκείνη των Βάσκων. Από εκεί και πέρα, με σημείο αναφοράς την έλευση και βίαιη επιβολή των Ρωμαίων κατά μήκος της Ιβηρικής Χερσονήσου, μπορούμε να χωρίσουμε την διαμόρφωση και εξέλιξη της Ισπανικής σε συνολικά 4 χρονικές φάσεις: α) Πρώιμη Λατινική / Καστιλιάνικη: Η έλευση των Ρωμαίων στην Ιβηρική Χερσόνησο και η βίαιη επιβολή τους κατά μήκος αυτής τον 4ο αι. π.Χ. έφερε, όπως ήταν αναμενόμενο, σημαντικές αλλαγές στη ζωή των κατοίκων της χερσονήσου. Μεταξύ αυτών ήταν και το γεγονός ότι επιβλήθηκε η Λατινική, στην οποία σήμερα αναφερόμαστε ως τέως Λατινική, ως η επίσημη γλωσσική διάλεκτος της περιοχής. Είχε προηγηθεί η επιβολή της εξάλλου ως τέτοιας και στη νεοσύστατη τότε Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Επειδή τούτη η πρώτη στην ουσία μορφή της Ισπανικής αναπτύχθηκε στην περιοχή της Καστίλης, ενός εκ των σπουδαιότερων κέντρων πολιτισμού του Μεσαίωνα, έχει μείνει γνωστή και ως Καστιλιάνικη. Τυχαίο το γεγονός ότι η σημερινή Ισπανική εμφανίζει ποσοστά ομοιότητας με την Πρώιμη Λατινική / Καστιλιάνικη άνω του 80%; Ουδόλως., β) Βησιγοτθική: Το 414 π.Χ., τουτέστιν στα τέλη του 5ου αι. π.Χ., οι Βησιγότθοι κατέλυσαν πρακτικώς τη ρωμαϊκή επιρροή και ισχύ που είχε εγκαθιδρυθεί στην Ιβηρική Χερσόνησο. Τα γλωσσικά στοιχεία γερμανικής προελεύσεως ξεκίνησαν να εισρέουν μαζικώς στο λεξιλόγιο της Ισπανικής, μειώνοντας κατά κάποιον τρόπο την επιρροή της Πρώιμης Λατινικής, η οποία μέχρι τότε έχαιρε της απόλυτης αποκλειστικότητας σε ολόκληρη τη γλωσσική ύπαρξη. Ίσως βέβαια να ήταν ακόμα ακριβέστερο να έλεγε κανείς πως ο δυναμισμός της τελευταίας δεν μειώθηκε, ωστόσο για υπολογίσιμο χρονικό διάστημα υπέστη αισθητές αλλοιώσεις., γ) Αραβόφωνη: Οι Άραβες εισήλθαν στην Ιβηρική Χερσόνησο τον 8ο αι. μ.Χ., πιο συγκεκριμένα ήδη από τις αρχές του. Η επιρροή της γλώσσας τους στην υπό διαμόρφωση ακόμα Ισπανική επρόκειτο να διαρκέσει τουλάχιστον 8 αιώνες. Ιστορικά μιλώντας, αυτό πάει να πει ότι έλαβε τέλος με την ανακάλυψη της Αμερικής από τον Κολόμβο, οπότε και, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ισχυροποιήθηκαν αισθητά οι σχέσεις Ισπανίας και Αμερικής και το αμερικανικό στοιχείο διείσδυσε πλούσιο στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ο λεξιλογικός πλούτος με τον οποίο «διακοσμήθηκε» η Ισπανική Γλώσσα μέσα σε όλο αυτό το κάθε άλλο παρά μικρό χρονικό διάστημα ήταν αναπόφευκτα μεγάλος, ωστόσο παραγκωνίστηκε σε βάθος χρόνου και σήμερα είναι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι λέξεις αραβικής προελεύσεως στην Ισπανική, τόσο στην επίσημη-δημοτική όσο και στις κατά τόπους διαλέκτους. Το γεγονός αυτό όμως δεν αναιρεί τη σημασία της περιόδου της αραβικής παρουσίας στην Ιβηρική Χερσόνησο κατά τον Μεσαίωνα και αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο γεγονός ότι, μεσούσης της κυριαρχίας τους στην περιοχή, υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ο όρος «Ισπανική» και διαμορφώθηκε η γλώσσα όπως την ξέρουμε σήμερα., δ) Ισπανική: Η ορολογία «Ισπανική Γλώσσα» τέθηκε για πρώτη φορά σε χρήση τον 14ο αι. μ.Χ., δηλαδή ουσιαστικά 2 αιώνες κατά προσέγγιση πριν την άφιξη του Κολόμβου στην Ισπανία, η οποία σχεδόν συνέπεσε με την κατάλυση της δυναστείας των Αράβων στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ο «εξισπανισμός» των εδαφών στα οποία πάτησε το πόδι του ο Κολόμβος οδήγησε στην επιβολή της Ισπανικής ως επίσημης γλώσσας και σε πολλά εδάφη της Αμερικανικής Ηπείρου. Την άφιξη του Κολόμβου στα αμερικανικά εδάφη διαδέχθηκαν τα εξής 2 πολύ σπουδαία γεγονότα για την Ισπανική Γλώσσα: αφενός μεν η έκδοση της πρώτης ενιαίας Γραμματικής της Ισπανικής (Gramática Española) το 1492 από τον Αντόνιο Ντι Νέμπρια (Antonio De Nebrija 1444-1522), αφετέρου δε η δημιουργία της Ισπανικής Ακαδημίας (Real Academia Española, RAE) το 1713, με απώτερο στόχο την σταθεροποίηση της γλώσσας μέσα από την «εκκαθάρισή» της από τα επιμέρους γλωσσικά στοιχεία που είχαν αφήσει πίσω στο πέρασμά τους οι ουκ ολίγες επιρροές που αυτή δέχθηκε κατά την διαμόρφωσή της. Αυτή πέτυχε τελικώς τον 18ο αι. μ.Χ. την σταθεροποίηση της Ισπανικής σε γραμματικό και συντακτικό επίπεδο, ενώ παράλληλα εξέδωσε το πλέον έγκυρο και παγκοσμίως αναγνωρισμένο αμιγώς ισπανικό λεξικό.
Τα στατιστικά στοιχεία για τους ομιλούντες την Ισπανική τόσο ως πρώτη-μητρική όσο και ως (δεύτερη, τρίτη κλπ.) ξένη γλώσσα μιλάνε χωρίς την παραμικρή δόση υπερβολής από μόνα τους. Στο σύνολό τους, οι ομιλητές της Ισπανικής Γλώσσας υπερβαίνουν τους 500.000.000. Το νούμερο αυτό την καθιστά την τέταρτη περισσότερο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο αμέσως μετά την Κινέζικη, την Αγγλική και τη Χίντι, με αισθητή όμως διαφορά. Παράλληλα αποτελεί την δεύτερη περισσότερο διαδεδομένη γλώσσα μετά την Αγγλική, χωρίς όμως τα σχετικά νούμερα να παρουσιάζουν δραματικές αποστάσεις. Σαν πρώτη-μητρική ομιλείται σε 21 χώρες και 4 ηπείρους, πρώτα και κύρια στην Ισπανία και σε διάφορα γεωγραφικά διαμερίσματα των ΗΠΑ (Κεντρική και Νότια Αμερική κατά κύριο λόγο), και τέλος σε ένα μέρος της Νότιας Αφρικής. Στα περισσότερα σχολεία τόσο της Πρωτοβάθμιας όσο και της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης συγκαταλέγεται στις επιλογές για δεύτερη ξένη γλώσσα, μαζί με τη Γαλλική και τη Γερμανική. Ο δε αριθμός των ανθρώπων που διδάσκονται την Ισπανική ως δεύτερη, τρίτη κλπ. γλώσσα υπολογίζεται σε περίπου 300.000.000, ωστόσο το συγκεκριμένο νούμερο αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα εξαιτίας της ολοένα και μεγαλύτερης ανόδου που σημειώνει η γλώσσα με την πάροδο του χρόνου. Τέλος, για τον αριθμό των καθηγητών Ισπανικής Γλώσσας δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια απολύτως έγκυρη πηγή ενημέρωσης για το ακριβές νούμερο. Πάραυτα, γενικά ο αριθμός τους θεωρείται μικρός μπροστά στις πραγματικές μαθησιακές ανάγκες, δεδομένης της ζήτησης που παρουσιάζει αυξητικές τάσεις όπως επισημάνθηκε και παραπάνω.
Ως λατινογενής-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, η Ισπανική ακολουθεί φωνολογικά και ορθογραφικά σε γενικές γραμμές το λατινικό αλφάβητο, το οποίο αποτελείται από 26 λατινικούς χαρακτήρες. Πάραυτα, υπάρχουν κάποιες επιμέρους διαφορές και ιδιαιτερότητες οι οποίες είναι αξιοπρόσεχτες.
Πιο αναλυτικά:
- c: Σαν ομαλός χαρακτήρας αντιστοιχεί στο ελληνικό κ. Όταν όμως συνοδεύεται από τα θεωρούμενα ως μακρά φωνήεντα e και i, αντιστοιχεί γενικά στο θ, όμως στη λεγόμενη Αμερικανική Ισπανική, η οποία ομιλείται στις ισπανόφωνες περιοχές των ΗΠΑ, αντιστοιχεί στο σ. Στο πλαίσιο φθόγγου μπορεί να ενωθεί με τον χαρακτήρα h, σχηματίζοντας το ch, που αντιστοιχεί στον ελληνικό φθόγγο τσ.
- h: Υφίσταται μεν ορθογραφικά, αλλά φωνολογικά είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο, εφόσον ως άηχο δεν προφέρεται.
- k: Δεν υφίσταται στο ορθογραφικό σύστημα της Ισπανικής. Εναλλακτικά, προκειμένου να αποτυπωθεί γραπτά ο χαρακτήρας κ στο πλαίσιο ευρύτερης λέξης, χρησιμοποιείται ορθογραφικά το qu. Πάντα όμως συνοδεύεται από τους λατινικούς χαρακτήρες e και i.
- l: Αντιστοιχεί στον ελληνικό χαρακτήρα λ. Μπορεί όμως να εμφανιστεί και σαν διπλό ll. Σε αυτήν την περίπτωση αντιστοιχεί στις ελληνικές συλλαβές γι και λι. Ειδικά η πρώτη μπορεί εναλλακτικά να αναπαρασταθεί με το λατινικό χαρακτήρα y.
- n: Κανονικά αντιστοιχεί στον ελληνικό χαρακτήρα ν. Όμως μπορεί να εμφανιστεί και με περισπωμένη (ñ), οπότε αντιστοιχεί στη συλλαβή νι.
- v: Αντιστοιχεί, όπως και ο λατινικός χαρακτήρας b, στον ελληνικό χαρακτήρα β.
- z: Γενικά αντιστοιχεί στον ελληνικό χαρακτήρα θ, ειδικά όμως στην περίπτωση της Αμερικανικής Ισπανικής αντιστοιχεί στον ελληνικό χαρακτήρα σ.
Στο πλαίσιο της εκμάθησης της Ισπανικής σε αρχάριο ακόμα επίπεδο ενδείκνυται η παράλληλη μελέτη της αναπαράστασης καθενός χαρακτήρα, φθόγγου και καθεμιάς συλλαβής στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (ΔΦΑ), καθώς είναι υψίστης πραγματολογικής σημασίας η σωστή άρθρωσή τους. Μάλιστα, κάνοντας κανείς μια συγκριτική προσέγγιση με την Ελληνική σε αυτό το επίπεδο μπορεί να διαπιστώσει και άλλες σημαντικές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα ότι ο ελληνικός χαρακτήρας ζ δεν αντιστοιχεί σε κανέναν απολύτως λατινικό χαρακτήρα ο οποίος σχηματίζει λέξη ισπανικής προελεύσεως. Όλο αυτό φυσικά είναι προπαντός θέμα εξάσκησης και λιγότερο θεωρητικής αποστήθισης μεμονωμένων φωνολογικών κανονισμών.
Σε επίπεδο λεξιλογίου υπάρχουν αρκετές κοινές με τη Γερμανική και την Αραβική λέξεις, καθότι, όπως προαναφέρθηκε, η Ιβηρική Χερσόνησος βρισκόταν για υπολογίσιμα χρονικά διαστήματα κάτω από βησιγοτθική και αραβική επιρροή αντιστοίχως. Οι γερμανικής προελεύσεως ίσως να είναι κάπως περισσότερες βεβαίως. Δεν ισχύει το ίδιο βέβαια και με άλλες γλώσσες που υπάγονται στην ίδια ευρύτερη γλωσσική «οικογένεια», λ.χ. η Γαλλική. Από εκεί και πέρα, οι πλείστες ομοιότητες υπάρχουν με την Ιταλική και την Πορτογαλική στα επίπεδα της φωνολογίας, της γραμματικής και της ορθογραφίας – του λεξιλογίου. Τέλος, όσον αφορά στη γραμματική, αν κανείς γνωρίζει τους βασικούς γραμματικούς κανόνες της Πρώιμης Λατινικής, δεν θα πρέπει λογικά να αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στην εκμάθηση των βασικών γραμματικών φαινομένων, κυρίως δε των κλιτών μερών του λόγου (χρόνοι και κλίσεις ρημάτων, πτώσεις ουσιαστικών, γένη επιθέτων). Ελάχιστες είναι οι διαφορές μεταξύ Πρώιμης Λατινικής και Σύγχρονης Ισπανικής, γνωστής και ως Καστιλιάνικης, οι οποίες μάλιστα είναι ούτε λίγο ούτε πολύ κοινές για όλες τις επιμέρους ισπανόφωνες διαλέκτους, όπως είναι η Βασκική, η Γαλικιανή και η Καταλανική. Για παράδειγμα, οι πτώσεις, που στην Πρώιμη Λατινική είναι 4, είναι 3 στη Σύγχρονη Ισπανική.
Η θέση της Ισπανικής Γλώσσας μεταξύ των επισήμων γλωσσών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) τής προσδίδει αδιαμφισβήτητο και αδιαφιλονίκητο κύρος. Η μονίμως αυξανόμενη ζήτηση για εκμάθησή της ως δεύτερης, τρίτης κλπ. ξένης γλώσσας μαρτυρά πόσο σπουδαίο ρόλο παίζει στην προώθηση της πολυγλωσσίας αλλά και στην διασφάλιση της αρμονικής διαπολιτισμικής συνύπαρξης. Ειδικά στην Ελλάδα, η οποία με την Ισπανία έχει πολλά κοινά να μοιραστεί, με πρώτο και κυριότερο ότι αμφότερες είναι μεσογειακά κράτη. Οι γλώσσες δεν μοιάζουν στην ουσία καθόλου μεταξύ τους, καθότι η Ισπανική είναι βασισμένη στο λατινικό, ενώ η Ελληνική στο κυριλλικό αλφάβητο. Ο αμοιβαίος ειλικρινής θαυμασμός μεταξύ των 2 κρατών όμως είναι δεδομένος. Αποτυπώνεται τόσο στην έντονη επιθυμία πολλών Ελλήνων να εξερευνήσουν τον κόσμο της Ισπανικής και -γιατί όχι;- τον πλούτο των επιμέρους διαλέκτων της όσο και πολλών Ισπανών να πράξουν το ίδιο με την Ελληνική και τις δικές της πάμπλουτες διαλέκτους.