*Γράφει ο Γρηγόρης Ορφανίδης
1 Σεπτεμβρίου 1939. Η ναζιστική Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, δίχως να της κηρύξει πόλεμο. Η έναρξη του πολέμου δεν αποφασίστηκε παρ’ όλα αυτά εν μία νυκτί. Ο A. Hitler σχεδίαζε για χρόνια αυτή την απόφαση. Πώς όμως αυτός ο δικτάτορας έφτασε στο σημείο να κρατάει στα χέρια του τις τύχες μιας υπερδύναμης στην καρδιά της Ευρώπης;
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν ορισμένα γεγονότα, τα οποία έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της τότε κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής κατάστασης.
28 Ιουλίου 1914. Η Αυστρία κηρύσσει τον πόλεμο στην Σερβία και μ’ αυτόν το τρόπο ξεκινά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Κεντρικές Δυνάμεις ή αλλιώς Τριπλή Συμμαχία, που αποτελούνταν από την Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία (καθώς και Βουλγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία κ.α.), βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις Δυνάμεις της Αντάντ, με βασικούς εκπροσώπους την Βρετανική Αυτοκρατορία, την Γαλλία και την Ρωσική Αυτοκρατορία (καθώς και Ιταλία, Η.Π.Α., ενώ αργότερα εντάχθηκε και η Ελλάδα, απόφαση η οποία επέφερε τον Εθνικό Διχασμό). Πέρα από την ήττα που υπέστησαν οι Κεντρικές Δυνάμεις, η Γερμανία καλούνταν να αντιμετωπίσει εσωτερικές ανταρσίες και την Νοεμβριανή Επανάσταση.
Πολίτευμα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η συνταγματική μοναρχία και στην κεφαλή αυτής βρισκόταν ο Kaiser Wilhelm II. Το 1916 ο P. von Hindenburg και ο E.F. Ludendorff αναλαμβάνουν από κοινού την αρχηγία των γερμανικών δυνάμεων, δημιουργώντας παράλληλα ένα απολυταρχικό πολίτευμα, παραμερίζοντας πλήρως τον Kaiser Wilhelm II. Παρόλο που η Γερμανία επεκτάθηκε στα ανατολικά με νικηφόρες μάχες επί της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η ήττα στο δυτικό μέτωπο την ανάγκασε να υποχωρήσει. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 ο E.F. Ludendorff ομολόγησε την ήττα της Γερμανίας και απαίτησε ανακωχή. Με αυτές τις σπασμωδικές κινήσεις ήλπιζε σε ευνοϊκούς όρους ειρήνης. Η ναυτική διοίκηση της χωρας όμως επέμενε και διέταξε στις 28 Οκτωβρίου 1918 μάχη με το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό, η οποία όμως δεν διεξήχθει ποτέ, λόγω ναυτικής ανταρσίας η οποία ξέσπασε στο λιμάνι της πόλης Wilhelmshaven στις 30 Οκτωβρίου 1918 και αργότερα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις. Η ναυτική ανταρσία επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, μέσω εργατικών εξεγέρσεων, δημιουργώντας ένα γενικευμένο εμφύλιο, πολεμικό κλίμα σε ολόκληρη τη χώρα. Αποτέλεσμα των εχθροπραξιών και της γενικότερης πολιτικής αναταραχής ήταν η ανακήρυξη της Δημοκρατίας στις 9 Νοεμβρίου 1918. Παρά τις εξεγέρσεις το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα κράτησε τις παλαιές γερμανικές ανώτερες τάξεις, δίχως να συμμεριστεί τα καταστροφικά αποτελέσματα του πολέμου. Οι Σπαρτακιστές με ηγετικές φυσιογνωμίες την R. Luxemburg και τον K. Liebknecht, μαζί με άλλες κομμουνιστικές οργανώσεις αντιτάχθηκαν στις αποφάσεις αυτές, όμως καταπνίχθηκαν βίαια στις αρχές του Ιανουαρίου του 1919 από παραστρατιωτικές οργανώσεις, ενώ έως τον Αύγουστο του 1919 καταπνίχθηκαν και άλλες αριστερές εξεγέρσεις. 28 Ιουνίου 1919 υπογράφεται στη συνδιάσκεψη ειρήνης του Παρισίου, η καταστροφική για την Γερμανία, συνθήκη των Βερσαλλιών. Στις 11 Αυγούστου 1919 ψηφίζεται νέο σύνταγμα εγκαθιδρύοντας τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό η δημοκρατία στη Γερμανία εγκαθιδρύθηκε σε ένα σαθρό σύστημα και τεταμένο κλίμα, δίχως η κοινωνία να απαλλαχθεί πλήρως από παλαιότερες καταστροφικές πολιτικές, δίνοντας βήμα σε λαοπλάνους και τυχοδιώκτες. Παράλληλα από δεξιούς κύκλους αναπτύχθηκε η προπαγανδιστική άποψη, ότι ο πόλεμος χάθηκε λόγω της προδοσίας από αριστερούς και δημοκρατικούς κύκλους στο εσωτερικό της χώρας, δυναμιτίζοντας και πολώνοντας ακόμη περισσότερο -σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση που ταλάνιζε τη χώρα- το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα.
Οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν ένα ξεκάθαρο πλάνο και συγκεκριμένα την αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, η οποία γονάτιζε οικονομικά τη χώρα και δημιουργούσε έτσι ένα ντόμινο έντονων πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν το οικονομικό πρόγραμμα η κινητήριος δύναμη τους. Στην καθημερινή προπαγάνδα, αυτό που έφερε τη νίκη ήταν η ενίσχυση της γερμανικής αυτοεκτίμησης με την έντονα ρατσιστική προπαγάνδα. Διότι, πάντοτε, όταν δεν έχουμε το σθένος να ορθώσουμε το ανάστημα μας, ώστε να μεταβάλλουμε τα τεκταινόμενα, επιρρίπτουμε την ευθύνη σε τρίτους. Ο καθένας ήξερε ότι η κατάσταση στη Γερμανία ήταν ανυπόφορη. Ο καθένας ήθελε αλλαγή, αλλά κανείς δεν ήξερε τι χρειαζόταν αλλαγή. Όλοι ήθελαν μία εξέγερση, αλλά ταυτόχρονα φοβόντουσαν τη γνήσια επανάσταση. Αν και βρίσκονταν στο χείλος της αβύσσου προτιμούσαν να μην το σκέφτονται. Το μέσο άτομο υπέφερε από μία αντίφαση: ήθελε την αλλαγή του κόσμου, αλλά αυτή η αλλαγή να του επιβληθεί έξαφνα από τα πάνω, ακριβώς όπως του είχε επιβληθεί η εκμετάλλευση και η καταπίεση. Κανένας ηγέτης δεν έμπαινε στον κόπο να τους πει την αλήθεια, ότι δηλαδή έπρεπε να σκέφτονται και να ενεργούν με τρόπο υπεύθυνο για την ελευθερία τους. Ο A. Hitler τους απάλλασε από την ευθύνη, ήταν εκεί για να ξεσηκώσει τις επαναστατικές μάζες, απαλλάσσοντας τους από κάθε κοινωνική ευθύνη. Οι άνθρωποι ήταν απρόθυμοι να υπερασπιστούν την καταπιεσμένη ελευθερία τους και ταυτόχρονα οι μάζες υποτάσσονταν στον αυταρχικό ζυγό ενός δημαγωγού. Αντικαθιστούσε (βλ. Hitler) τη θολή, άπιαστη ελευθερία να καθορίζεις την κοινωνική ζωή με την πανάρχαιη, ευκολοχώνευτη αυταπάτη της εθνικής ελευθερίας. Δε ζητούσε καμία υπευθυνότητα, αντίθετα, υποσχόταν ότι τα πάντα θα έρχονταν από τα πάνω κι ότι ο ίδιος θα άλλαζε από μόνος του το σύστημα. Και ο ξεσηκωμός πραγματοποιήθηκε με υποκινητή σχεδόν μονάχα έναν λαοπλάνο σαν τον Hitler.
Έτσι και σήμερα μεγάλο μερίδιο πολιτών, στην πλειοψηφία των Δυτικών κρατων, βυθίζεται στην μιζέρια της καθημερινότητας, μένοντας άπραγο, ώστε να μεταβάλλει την ποιότητα ζωής.
Όσο ευρύτερη ήταν η έκταση του προβλήματος, τόσο πιο εύκολα ήταν εκμεταλλεύσιμη η παθητικότητα των μαζών. Με απλά λόγια, αν τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα που ταλανίζουν τους πολίτες κρίνονται δυσβάσταχτα, τόσο το μίσος θα τους καθοδηγεί. Και αν η γερμανική κρίση προκάλεσε, όχι μόνο μια μαζική παράλυση, αλλά και μία λαϊκή μετατόπιση προς την άκρα δεξιά, μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι μεγάλες δυνάμεις οι οποίες όχι μόνο έμειναν άπραγες, αλλά ορισμένες φορές έδωσαν πρόσφορο έδαφος για να υλοποιήσουν οι Ναζιστές τα σχέδια τους. Πριν τη πρώτη Σεπτεμβρίου 1939 και την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην Πολωνία μία σειρά γεγονότων έπρεπε να εφιστήσει την προσοχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Γαλλίας, Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Από το 1933 έως το 1939 οι Ναζί λειτουργούσαν ως παντοκράτορες και με προκλητικές κινήσεις ανασυντάχθηκαν, επεκτάθηκαν και άρχισαν να νιώθουν άτρωτοι. Από την άρση της συνθήκης των Βερσαλλιών, την επαναστρατικοποίηση, την προσάρτηση περιοχών, τις οποίες έχασε στον Α΄ ΠΠ, την υπογραφή του “Χαλύβδινου Συμφώνου” με την φασιστική Ιταλία, την έμπρακτη υποστήριξη στο πρόσωπο του δικτάτορα F. Franco στην Ισπανία έως και την προσάρτηση της Αυστρίας και της Σουδητίας στο Γερμανικό κράτος και την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.
Υποχωρώντας στις ορέξεις των Ναζιστών οι μεγάλες δυνάμεις ήλπιζαν να κατευνάσουν τις επεκτατικές πολιτικές τους. Επι της ουσίας όμως έτρεφαν όλο και περισσότερο το θηρίο.
Γεγονότα, παραπλήσια με αυτά που εκτυλίχθηκαν τον περασμένο αιώνα, έφεραν μια νέα οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση στην Ευρώπη. Η κρίση αυτή επαναφέρει, σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη, κόμματα με ακραίες αντιλήψεις. Στο άρθρο με τίτλο “Αξία ιστορικής γνώσης” τίθεται το ερώτημα, αν η ιστορία επαναλαμβάνεται. https://www.facebook.com/100063835231758/posts/pfbid0UJz9VdFLSLepASBVUeixZJTwoGbCetDAC3cs6v2NJBHucm1WySeMiL9kwSh1Ljp9l Αντιλαμβανόμαστε όσα συνέβησαν ως γεγονότα, δίχως να δίνουμε τη δέουσα προσοχή. Εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε τα τεκταινόμενα και θα συνεχίσουμε να τα δημιουργούμε. Γι’ αυτό το λόγο οφείλουμε να μαθαίνουμε το πώς και το γιατί. Κατ’ αυτόν το τρόπο καιροσκόποι και λαοπλάνοι με επεκτατικές και πολεμοχαρείς τακτικές δεν θα βρουν σπιθαμή για την εξάπλωση τους. Σε μία περίοδο όπου φερέφωνα και ψευδείς, προπαγανδιστικές ειδήσεις εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα, θεωρείται αναγκαίο να αναπτυχθεί η κριτική αντίληψη-σκέψη και το φιλτράρισμα των πληροφοριών, μη υποχωρώντας στην ευγλωττία διάφορων δημοκόπων.
Με αφορμή της συμπλήρωσης των 83ων χρόνων από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου θα τονίσουμε, για πολλοστή φορά, ότι τη σήμερον ημέρα κρίνεται επιτακτική η ανάγκη, όσο ποτέ άλλοτε, να μην εφησυχάσουμε, διότι το μόνο που χρειάζεται για τον θρίαμβο του Κακού είναι κάποιοι καλοί άνθρωποι να μην κάνουν κάτι.
*Γρηγόρης Ορφανίδης, εκπαιδευτικός, απόφοιτος τμήματος γερμανικής γλώσσας και φιλολογίας Α.Π.Θ.