Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Ο ανθρώπινος εγκέφαλος απαρτίζεται από εξειδικευμένα εγκεφαλικά κύτταρα τα οποία καθιστούν εφικτή τη νοητική ανάπτυξη είτε υπό φυσιολογικές συνθήκες είτε υπό συνθήκες που παρεκκλίνουν από αυτό που η Επιστήμη της Ιατρικής, ειδικότερα δε της Βιολογίας, θεωρεί «φυσιολογική – ομαλή ανάπτυξη». Μέρος της νοητικής ανάπτυξης του ανθρώπου είναι και η γλωσσική ανάπτυξη, επίσης γνωστή και ως γλωσσική ευφυία. Αυτή, αν και υφίσταται σε πρώιμο στάδιο ήδη από την περίοδο της κυοφορίας και τελικώς του τοκετού (βλ. γλωσσική θεωρία Noam Chomsky 1928-σήμερα, Γενετική Γλωσσολογία / Γενετική Θεωρία της Γλώσσας), ξεκινά προοδευτικά μετά τη γέννηση του ανθρώπου και πιο συγκεκριμένα από το 2ο ηλικιακό έτος και έπειτα (βλ. γλωσσική θεωρία Jean Piaget 1896-1980 και συναδέλφων, Κονστρουκτιβισμός).
Η γλώσσα στη βάση της οποίας συντελείται η ανάπτυξη της γλωσσικής ευφυίας ονομάζεται μητρική, καθότι είναι στην ουσία η πρώτη γλώσσα με την οποία αναθρέφεται ο άνθρωπος που φέρνει στον κόσμο την καινούργια ζωή, η μητέρα. Κατά καιρούς έχουν αποδοθεί στην πρώτη γλώσσα και άλλες ονομασίες που πιθανώς δεν είναι γνωστές στο ευρύ κοινό και όχι άδικα, αφού οι ίδιοι οι γλωσσολόγοι δείχνουν με την σπάνια ή και μηδενική χρήση τους να τις έχουν μερικώς ή ολικώς απορρίψει. Για παράδειγμα, η ορολογία «πατρική γλώσσα», που μπορεί να έχει χρησιμοποιηθεί σε μερικές περιστάσεις, φαίνεται πως είναι εντελώς απούσα από το ακαδημαϊκό και ερευνητικό λεξιλόγιο από την εδραίωση της Επιστήμης της Γλωσσολογίας (μέσα προς τέλη 20ου αι. μ.Χ.) ως τις μέρες μας. Η πιθανότερη εξήγηση για το γεγονός αυτό είναι ότι η γλώσσα της μητέρας δεν συμπίπτει πάντα με τη γλώσσα του πατέρα και γενικά τείνουν τα παιδιά να μεγαλώνουν εκτιθέμενα μάλλον σε ακουστικά ερεθίσματα της πρώτης γλώσσας της μητέρας παρά του πατέρα. Ο λόγος εδώ για περιπτώσεις παράλληλης συνήθως διγλωσσίας. Μια ακόμα ορολογία που υφίσταται μεν αλλά σε θεωρητικό καθαρά επίπεδο είναι η ορολογία «αρτηριακή γλώσσα». Ο χαρακτηρισμός «αρτηριακή» προσδίδει έναν «λυρικό» τόνο, κάτι που ναι μεν συμφωνεί με το ελεύθερο πνεύμα των λογοτεχνικών κειμένων, έρχεται όμως σε αντίθεση με τους αυστηρούς δεοντολογικούς κώδικες της επιστημονικής έρευνας. Τέλος, η ορολογία «εθνική γλώσσα» είναι μεν δόκιμη και χρησιμοποιείται συχνά, ωστόσο δεν ταυτίζεται πάντα με τη «μητρική γλώσσα» για λόγους πανομοιότυπους με τη μη ταύτιση των ορολογιών «μητρική γλώσσα» και «πατρική γλώσσα» (βλ. ανάλυση περιπτώσεων παράλληλης κυρίως διγλωσσίας παραπάνω). Η πρώτη γλώσσα του έθνους μέσα στα σύνορα του οποίου ένα παιδί γεννιέται και προοδευτικά ενηλικιώνεται δεν συμπίπτει απαραιτήτως με την πρώτη γλώσσα της μητέρας ή και του ευρύτερου οικογενειακού περιβάλλοντος ενίοτε ακόμα. Καταλαβαίνει κανείς επομένως πως η ορολογική οριοθέτηση συντελείται στην επιστημονική και ερευνητική πράξη σχεδόν αποκλειστικά μεταξύ των ορολογιών «μητρική γλώσσα» και «πρώτη γλώσσα».
Και διερωτάται κανείς: «Τελικά ποιος εκ των όρων αυτών είναι πιο δόκιμος για υιοθέτηση;». Για το συγκεκριμένο ερώτημα φαίνεται πως οι περισσότεροι γλωσσολογικοί κύκλοι έχουν αποφανθεί εδώ και αρκετό καιρό: «Υιοθετούμε την πρώτη γλώσσα, που μας καλύπτει σε κάθε περίπτωση, απορρίπτουμε τη μητρική γλώσσα, που δεν μας καλύπτει πάντα και παντού». Οπότε ίσως ο σωστότερος προβληματισμός θα ήταν διατυπωμένος ως εξής: «Υπάρχει κάποιος λόγος για τον οποίο θα πρέπει να απορρίψουμε τη μητρική γλώσσα υιοθετώντας κατά αποκλειστικότητα την πρώτη γλώσσα, ή ακόμα και το αντίστροφο;».
Δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας πως οι ανθρώπινες γλώσσες (πρώτες – μητρικές ή ξένες υπό συνθήκες) είναι πάμπλουτες λεξιλογικά με εκατοντάδες χιλιάδες λέξεων ανά γλώσσα, είτε αυθεντικές είτε κατά περίπτωση δανεικές. Κάθε λέξη που χρησιμοποιείται σε οποιαδήποτε επίσημη περίσταση έχει ελεγχθεί πολύ προσεκτικά ως προς την ακριβή σημασία της, ώστε να αποδίδεται το επιθυμητό νόημα χωρίς παρανοήσεις. Φυσικά, η προτίμηση της ορολογίας «πρώτη γλώσσα» βασίζεται σε συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Στην διεθνή βιβλιογραφία αναπαρίστανται χάριν συντομίας οι γλώσσες ανάλογα με την ιδιότητα υπό την οποία μαθαίνονται από κάθε άτομο με το αγγλικό γράμμα L (Language) μπροστά και ακολουθούμενες από το αντίστοιχο νούμερο. Έτσι έχουμε L1 για την πρώτη γλώσσα (first language), L2 για την δεύτερη γλώσσα (second language) κ.ο.κ. Έχει προταθεί λοιπόν, στη βάση του προτύπου που περιγράφηκε παραπάνω, η L1 να θεωρείται μητρική γλώσσα (ως πρώτη) και όλες οι υπόλοιπες να λογίζονται ως ξένες (L2 δεύτερη ξένη γλώσσα, L3 τρίτη ξένη γλώσσα κλπ.). Για την ορολογία «ξένη γλώσσα» δεν έχει εκφραστεί μέχρι σήμερα κάποια διαφωνία, όμως ως προς τη «μητρική γλώσσα» διατηρούν επιφυλάξεις αρκετοί επιστήμονες και ερευνητές όπως φαίνεται. Και αυτό παρόλο που καταλαβαίνουν το σημασιολογικό υπόβαθρο της εν λόγω ορολογίας.
Εδώ εντοπίζουμε ένα σημείο εντονότατης διαφωνίας και σύγκρουσης μεταξύ 2 διεπιστημονικών πεδίων που εντάσσονται στον ευρύτερο κλάδο της Θεωρητικής Γλωσσολογίας: της Βιογλωσσολογίας (Βιολογία + Γλωσσολογία) αφενός και της Κοινωνιογλωσσολογίας (Κοινωνιολογία + Γλωσσολογία) αφετέρου.
Η πρώτη στηρίζεται στην εκ των βασικότερων αρχών της Επιστήμης της Βιολογίας, σύμφωνα με την οποία οι έμβιοι οργανισμοί, μεταξύ αυτών και οι άνθρωποι, κληρονομούν μια μεγάλη μερίδα των γενετικών χαρακτηριστικών τους από τη μητέρα τους. Η γλώσσα δεν αποτελεί εξαίρεση σε τούτο τον κανόνα κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών του χώρου. Κοντολογίς, όποια γλώσσα ομιλεί η μητέρα, έχοντας κληρονομήσει αυτήν ως πρώτη από την δική της μητέρα, αυτή είναι η γλώσσα εκείνη με την οποία ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή στα πρώτα χρόνια της ζωής και ανάπτυξής του. Δέχεται τα πρώτα ακουστικά ερεθίσματα δια στόματος της μητέρας του. Και ακόμα και αν κατά τους πρώτους μήνες δεν μπορεί να παράγει οργανωμένο λόγο, τα μητρικά ακουστικά ερεθίσματα καταγράφονται στη μνήμη του υποσυνείδητα. Αυτή είναι κοινώς η πρώτη γλώσσα του, η μητρική του, μια και επί της ουσίας διδάχθηκε τα βασικά δομικά μέρη της πλάι στη μητέρα του πριν πάει σχολείο και μυηθεί σε αυτήν μέσω οργανωμένων μαθημάτων.
Η δεύτερη όμως έρχεται να προσδώσει στο θέμα «γλώσσα» μια κοινωνιολογική διάσταση που σπάει τα δεσμά και ενδεχομένως παραβιάζει ως έναν βαθμό τις θεμελιώδεις αρχές της Βιο(γλωσσο)λογίας. Η Κοινωνιογλωσσολογία διακρίνει στην τοποθέτηση της Βιογλωσσολογίας ότι ο άνθρωπος μαθαίνει σαν πρώτη γλώσσα τη γλώσσα που κατακτάται ως πρώτη (L1, βλ. και παραπάνω) από τη μητέρα του μια απόλυτη αν και όχι εντελώς αβάσιμη θεώρηση του ζητήματος. Τι γίνεται όταν μια μητέρα φέρνει στον κόσμο μια νέα ζωή μέσα σε ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον με πρώτη γλώσσα διαφορετική από την δική της; Όταν, για παράδειγμα, μια μητέρα με καταγωγή από την Αλβανία γεννά το παιδί της επί ελληνικού εδάφους; Αυτό το παιδί μαθαίνει σαφώς την Αλβανική, αλλά, αν η εγκατάσταση της οικογένειάς του στην Ελλάδα είναι μόνιμη, η γλώσσα με την οποία έρχεται βασικά σε καθημερινή επαφή είναι η Ελληνική (σχολείο, εξωσχολικές δραστηριότητες, παρέες συνομηλίκων). Από αυτήν την άποψη θα ήταν αδόκιμο να ισχυριζόμασταν πως η Ελληνική δεν αποτελεί την πρώτη γλώσσα του. Είναι όμως και η μητρική του γλώσσα συνάμα; Όχι βέβαια, διότι η κατάκτησή της ως πρώτης γλώσσας πραγματοποιείται κάτω από πολύ έκτακτες συνθήκες (μετανάστευση και εγκατάσταση σε έναν ξένο τόπο). Μητρική στην εν λόγω περίπτωση είναι μόνο η Αλβανική, την οποία μαθαίνει στο πλευρό της μητέρας του το παιδί και τη χρησιμοποιεί στο σπίτι του για να επικοινωνεί με οικείους, είτε αυτοί βρίσκονται στην Ελλάδα είτε στην Αλβανία και οπουδήποτε αλλού. Συμπερασματικά, το βασικό γλωσσικό ρεπερτόριο αυτού του παιδιού διαμορφώνεται ως εξής: 2 πρώτες γλώσσες (2 L1), 1 μητρική (Αλβανική) και 1 εθνική εκτάκτως κατακτηθείσα ως πρώτη γλώσσα (Ελληνική).
Αμφότεροι οι κλάδοι (Βιογλωσσολογία και Κοινωνιογλωσσολογία) υποστηρίζουν τις θέσεις τους επί του ζητήματος αυτού προβάλλοντας επιχειρήματα με μεγάλες δόσεις αλήθειας. Δεν μπορούμε να απορρίψουμε την θέση ούτε της μεν ούτε της δε, αδικώντας τη συμβολή τους στην εξέλιξη της Γλωσσολογίας και της Διδακτικής βεβαίως. Εξάλλου, μια μεγάλη μερίδα των γνωστικών αντικειμένων τους άπτεται και ζητημάτων γλωσσικής διδασκαλίας, πέρα των θεωριών και πρακτικών εφαρμογών της γλώσσας στην καθημερινή ζωή. Για αυτό θα ήταν το σωφρονέστερο όλων η εύρεση μιας χρυσής τομής μεταξύ της ατομικής-βιολογικής και της κοινωνικής-κοινωνιολογικής διάστασης της γλώσσας του ανθρώπου.
Σε πολύ απλά Ελληνικά αυτό συνεπάγεται ότι δεν απορρίπτουμε καθολικά τον όρο «μητρική γλώσσα», σεβόμενοι έτσι την επιστημονικότητα που τον χαρακτηρίζει (Βιογλωσσολογία), ωστόσο δεν σπεύδουμε να τον κάνουμε καθολικά συνώνυμο του όρου «πρώτη γλώσσα» (L1). Προλαμβάνουμε έτσι την εσφαλμένη εννοιολογική ταύτισή τους σε περιπτώσεις διγλωσσίας όπου ένα παιδί μεγαλώνει με 2 πρώτες γλώσσες ταυτόχρονα, είτε τη μητρική και την πατρική, εφόσον το ζευγάρι δεν αποτελείται από ανθρώπους της ίδιας εθνικότητας, είτε τη μητρική και την εθνική, εάν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα έθνος με διαφορετική πρώτη γλώσσα από εκείνη της μητέρας του (Κοινωνιογλωσσολογία). Όπως επισημάνθηκε και πρωτύτερα, το λεξιλόγιο της ανθρώπινης γλώσσας (ή μάλλον των ανθρωπίνων γλωσσών αν θέλουμε να ακριβολογούμε) είναι τόσο πλούσιο που, με όσες περιστάσεις και αν έρθουμε αντιμέτωποι, πάντα βρίσκονται μια ή και περισσότερες λέξεις / φράσεις που αποδίδουν στοχευμένα το προς περιγραφή αντικείμενο. Έστω την ακριβή ιδιότητα της πρώτης γλώσσας που μαθαίνουμε. Αρκεί να πραγματοποιούμε κάθε φορά βασισμένη στις αρχές της ηθικής και της δεοντολογίας επιστημονική αναζήτηση.