Nicola Elias Rigato
Κριτική και κείμενο του Αντώνη Μπαλάσκα
Φώτο: Αθανάσιος Ρεζούδης
«Tι είναι αυτό, η μουσική, που με κάνει να συλλαμβάνω τις μορφές που τόσο αφηρημένα φέρνει μέσα μου και τις παρατάσσει με τέτοιο συγχρονισμό και αρμονία, έτσι που ένα σώμα γίνεται σώματα, μία ζωή τόσες άλλες, μία στιγμή εμπειρίες που έρχονται από αλλού, χρωματίζονται από εμένα και περνούν στο άχρονο; Ο εαυτός απορεί, ενόσω, αφενός βρίσκεται εκτός του και αφετέρου, εγγύτερα στον ίδιο. Λες και η κίνηση της μουσικής έρχεται απευθείας από την πηγή, λες και είναι η ίδια η πηγή, το κινούν και το ακίνητο μαζί» [Από την εισαγωγή της μεταπτυχιακής εργασίας της Αριστέας Παπαδημητρίου, Η μουσική ως αλήθεια -Schelling, Schopenhauer, Nietzsche, ΑΠΘ, Tμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής, Τομέας Φιλοσοφίας, Ιούνιος 2013].
Τα 5α Μουσικά Ημερολόγια ενός μοναδικού πανελλαδικά μουσικού γεγονότος στο Δημαρχείο Πανοράματος-Θεσσαλονίκης, ολοκληρώθηκαν αισίως – δυστυχώς για όλους εμάς, τους φανατικούς μουσικόφιλους – αφήνοντας μια πλούσια γεύση κι εξαιρετική επίγευση. Τα «Μουσικά Ημερολόγια» ή Music Diaries Workshop Festival (1-3 Ιουλίου 2022 στις εγκαταστάσεις του Δημοτικού Ωδείου Πυλαίας-Χορτιάτη), υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση της πιανίστριας Ερατώς Αλακιοζίδου (διοργάνωση η beartive και συνδιοργάνωση το Δημοτικό Ωδείο Πυλαίας-Χορτιάτη), με προσκεκλημένους σπουδαίους, διεθνούς φήμης μουσικούς, να παρευρίσκονται και να διδάσκουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Τα «Μουσικά Ημερολόγια» συνδύασαν master classes ερμηνείας και τεχνικής με την ακαδημαϊκή έρευνα.
Προσκεκλημένοι διακεκριμένοι μουσικοί ερμηνευτές διεθνούς εμβέλειας παρουσίασαν το έργο τους με συναυλίες, διαλέξεις, εργαστήρια, master classes, ενώ παράλληλα καλλιτέχνες της Ελλάδας και του εξωτερικού πρόβαλαν στο open forum τις πιο πρωτοποριακές και νέες τάσεις στο χώρο της μουσικής, της έρευνας, αλλά και της καλλιτεχνικής επιχειρηματικότητας.
Άλλωστε, όπως γράφουν οι διοργανωτές στην επίσημη ιστοσελίδα τους «Ο οργανισμός στοχεύει να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ καλλιτεχνικής παραγωγής και ακαδημαϊκής έρευνας, δημιουργώντας ευκαιρίες για συνδυασμό των γνώσεων των καλλιτεχνών και των ερευνητών για αμοιβαίο όφελος». Master Classes και Εργαστήρια για Πιάνο, Μουσική Δωματίου, Σύνθεση, Ανώτερα Θεωρητικά, Βιολί, Κλαρίνο & Φωνή/Όπερα, Καλλιτέχνες για Master Classes προς φοιτητές, Εργαστήριο Επιχειρηματικότητας στις Τέχνες, Εργαστήριο για παιδιά, Εικονική Χορωδία και φυσικά μια εξαιρετική έκθεση μουσικών εκδόσεων και δίσκων στον προαύλιο χώρο.
Οι μουσικόφιλοι είχαμε την ευκαιρία ν’ απολαύσουμε πέντε εκπληκτικές συναυλίες μέσα στο τριήμερο, που συμπύκνωναν φέτος όχι μόνο την φιλοσοφία των «Μουσικών Ημερολογίων», αλλά και της ίδιας της μουσικής.
Δεν ήταν άραγε το πρώτο ρεσιτάλ με της υπέροχης Ισπανίδας πιανίστριας Laia Martin πάνω στις μεταγραφές του Domenico Scarlatti από τον Enrique Granados ένα μάθημα για τη φιλοσοφία ως μέγιστη μουσική και το αντίστροφο, για το πρόσωπο του μουσικού ως εκφραστή των αρμονικών μοντέλων που του παρέχουν οι Μούσες, όσο και για το ότι η μουσική τέχνη έγκειται στην άσκηση μιας δύναμης, η οποία αποκτάται μέσω της εκπαίδευσης; Κάθε κομμάτι /μεταγραφή του Granados από τις 24 Σονάτες του Scarlatti, συνοδευόταν από μια υπέροχη ηχογραφημένη εισαγωγή στον υπολογιστή των πρώτων της μέτρων σ’ ένα διαφορετικό ιστορικό πληκτροφόρο.
Παρέλασαν ένα αντίγραφο τσέμπαλο του περίφημου Andreas Ruckers του 1624, ένα μοναδικό clavecin roïal του Johann Gottlob Wagner του 1774 (μην λησμονήσετε ν’ ακούσετε το μοναδικό cd “Sublime Clavecin roïal” του εκπληκτικού Pablo Gómez Ábalos, που αφιέρωσε όλη του τη μελέτη στο Clavecin roïal και την επανεισαγωγή του στην ιστορικά ενημερωμένη ερμηνεία), εκκλησιαστικά όργανα των Gerhard Grenzing (1983) και Albert Blancafort (2019), ένα τετράγωνο πιάνο του Miguel Slocker του 1831, αλλά κι ένα αντίγραφο “Cimbalo di martelletti” του Bartolomeo Cristofori του 1726,ανάμεσα σ’ άλλα. Η Laia Martin παρουσίασε ένα από τα ερευνητικά τμήματα της διδακτορικής διατριβής της. Το «Χωρίς αποστάσεις», περιλαμβάνεται στο «Καλλιτεχνική έρευνα στη μουσική», ένα από τα τέσσερα πλαίσια στα οποία η έρευνα που σχετίζεται με τη μουσική και είχε προταθεί από τον υπεύθυνο καθηγητή της Luca Chiantore (2020). Σε αυτό, η ίδια η έρευνα παράγει το καλλιτεχνικό προϊόν. Αλλά και άλλοι όροι και προϋποθέσεις έχουν προταθεί από τον ίδιο συγγραφέα για να μετατραπεί η έρευνα σε Καλλιτεχνική Έρευνα.
Η Laia Martin πήρε τις σονάτες του Domenico Scarlatti που μεταγράφηκαν από τον Enrique Granados, ως παράδειγμα και ως έναν τρόπο έρευνας στην ερμηνεία κλασικής μουσικής για τη δημιουργία νέας γνώσης. Ο Enrique Granados, στο ρόλο του μεταγραφέα, δημοσίευσε 24 μεταγραφές των σονάτων του Domenico Scarlatti το 1905. Η ποικιλομορφία αυτής της έκδοσης αντιπροσωπεύει μια ευκαιρία για τον πραγματικό ερμηνευτή να κατασκευάσει τη δική του παράσταση, με βάση μια αναδιαμόρφωση της μορφής του ρεσιτάλ και της έννοιας του «κύκλου». ««Αυτό είναι που θεωρώ «Χωρίς Αποστάσεις», το οποίο περιλαμβάνει μια πρόταση συναυλίας όπου η ερμηνεία μου αυτών των μεταγραφών του Granados στο πιάνο αλληλεπιδρά με τα πρώτα μέτρα των αντίστοιχων σονάτων του Scarlatti, που ηχογραφήθηκαν σε διάφορα ιστορικά πληκτροφόρα όργανα από άλλους ερμηνευτές.
Η χρήση της τεχνολογίας και η συνεργασία με άλλους οργανοπαίκτες επιτρέπει την ερμηνεία μου να επηρεαστεί από πρακτικές από διάφορες παραδόσεις, από τη χροιά και το ηχόχρωμα των πληκτροφόρων διαφορετικών εποχών και από την αλληλεπίδραση με τις ηχογραφήσεις. Από την άλλη, τα χαρακτηριστικά της ψηφιακής αναπαραγωγής της μουσικής, λειτουργούν ως γέφυρα μεταξύ των πειραματικών διαδικασιών δημιουργίας και των νέων παραδειγμάτων της λεγόμενης ψηφιακής ακρόασης, που έτσι εμφανίζονται στη σκηνή»».
Ακολούθησαν την δεύτερη μέρα (2 Ιουλίου 2022) το ρεσιτάλ του πολυτάλαντου Ιταλού πιανίστα-συνθέτη Nicola Elias Rigato, καθώς και της εξαίρετης Ιταλίδας πιανίστριας Eloisa Cascio.
Ο Rigato παρουσίασε μια ομιλία-ρεσιτάλ με θέμα «Janacek project: Θάνατος και μεταμόρφωση» στα πλαίσια της ενότητας «Σύνθεση/Συναντάμε τον συνθέτη» του φεστιβάλ. Μια στιγμή προβληματισμού για τον θάνατο, ξεκινώντας από το επεισόδιο που έδωσε την αφορμή για τη «Σονάτα 1.X.1905» του Λέος Γιάνατσεκ. Ο Rigato μίλησε για τη σύνθεση που έχει επιβιώσει στο χρόνο σχεδόν τυχαία, περνώντας δια πυρός και σιδήρου, όπως σε μια διαδικασία καθαρμού. Ξεκινώντας από ένα σύντομο ιστορικό πλαίσιο, αναλογιστήκαμε τον θάνατο ως το τέλος των πάντων ή ως μια διαδικασία μεταμόρφωσης. Αυτό οδήγησε σε μια σύντομη ανάλυση της σονάτας, τελειώνοντας με την ερμηνεία της, συμπεριλαμβανομένου ενός πρωτότυπου έργου του Nicola Elias Rigato στον απόηχο του Janacek.
Ο Janáček σκόπευε η σύνθεση να είναι ένας φόρος τιμής σ’ έναν εργάτη που ονομαζόταν František Pavlík (1885–1905), ο οποίος την 1η Οκτωβρίου 1905 δέχτηκε ξιφολόγχη κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων για την υποστήριξη ενός τσεχικού πανεπιστημίου στο Μπρνο. Στο έργο, ο Janáček εκφράζει την αποδοκιμασία του για τον βίαιο θάνατο του νεαρού ξυλουργού. Άρχισε να το συνθέτει αμέσως μετά το συμβάν και ολοκλήρωσε τη σύνθεση του τον Ιανουάριο του 1906. Η πρεμιέρα έγινε στις 27 Ιανουαρίου 1906 στο Μπρνο (Friends of the Arts Club), με τη Ludmila Tučková στο πιάνο.Ο Janáček έγραψε επίσης. μια τρίτη κίνηση, ένα νεκρικό εμβατήριο, την οποία έκοψε και έκαψε λίγο πριν από την πρώτη δημόσια παράσταση του κομματιού το 1906. Ούτε με την υπόλοιπη σύνθεση έμεινε ικανοποιημένος και αργότερα πέταξε το χειρόγραφο των δύο εναπομεινάντων κινήσεων στον ποταμό Μολδάβα. Αργότερα σχολίασε με λύπη για την παρορμητική του δράση: «Και επέπλεε στο νερό εκείνη την ημέρα, σαν λευκοί κύκνοι». Η σύνθεση παρέμεινε χαμένη μέχρι το 1924 (το έτος των εβδομηκοστών γενεθλίων του Janáček), όταν η Tučková ανακοίνωσε ότι είχε ένα αντίγραφο. Η δεύτερη παράσταση έλαβε χώρα στις 23 Νοεμβρίου 1924 στην Πράγα, με τον τίτλο 1. X. 1905. Ο Janáček αργότερα συνόδευσε το έργο με την εξής επιγραφή:
«Το λευκό μάρμαρο των σκαλοπατιών του Besední dům στο Μπρνο. Ο απλός εργάτης František Pavlík πέφτει, βαμμένος με αίμα. Ήρθε απλώς για να υπερασπιστεί την τριτοβάθμια εκπαίδευση και έχει σκοτωθεί από σκληρούς δολοφόνους».
Η συζήτηση στράφηκε γύρω από το ερώτημα γιατί αναζητούμε μουσική που προκαλεί «αρνητικά» συναισθήματα μέσα μας, όπως η λύπη, υποθέτοντας ότι όντως διεγείρουμε τέτοια συναισθήματα. Μια προφανής πρόταση είναι ότι η αρνητική συναισθηματική μας απάντηση είναι ένα τίμημα που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε για τα οφέλη της ενασχόλησης με το εν λόγω κομμάτι, όπως οι «θετικές» συναισθηματικές αντιδράσεις. Αν και αυτό το είδος συλλογισμού μπορεί να παίζει ρόλο, δεν μπορεί να είναι μια ολοκληρωμένη λύση, καθώς για τα περισσότερα κομμάτια που προκαλούν αρνητικές απαντήσεις, υπάρχουν πολλά άλλα που προκαλούν λιγότερες ή λιγότερο έντονες αρνητικές απαντήσεις για την ίδια θετική ανταμοιβή. Πιο εξελιγμένες εκδοχές της ίδιας πρότασης υποστηρίζουν μια πιο στενή σχέση μεταξύ της αρνητικής συναισθηματικής απόκρισης και της ανταμοιβής. Ένα τέτοιο είναι ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το έργο με το οποίο ασχολούμαστε χωρίς να κατανοήσουμε την εκφραστικότητα του, η οποία φέρνει την αρνητική αντίδραση μαζί της. Στενά συνδεδεμένο είναι το όφελος μιας αισθητικής ή καλλιτεχνικής εκτίμησης της εκφραστικότητας που ευθύνεται για την αρνητική απάντηση. τα οφέλη που εντοπίζονται στο εκφραστικό έργο σε αυτά που εντοπίζονται στον συναισθηματικό ακροατή, η παλαιότερη πρόταση είναι η θεωρία της κάθαρσης του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την οποία η αρνητική συναισθηματική μας απόκριση στην αρνητικά εκφραστική τέχνη έχει ως αποτέλεσμα μια (θετική) ψυχολογική κάθαρση των αρνητικών συναισθημάτων. Μια λιγότερο θεραπευτική προσέγγιση είναι η πρόταση ότι, δεδομένου ότι αυτά τα συναισθήματα είναι χωρίς «συνέπειες στη ζωή» (δηλαδή, όπως συζητήθηκε παραπάνω, δεν είμαστε λυπημένοι για οποιαδήποτε πραγματικά τραγικά γεγονότα), είμαστε σε θέση να εκμεταλλευτούμε τις απαντήσεις μας για να απολαύσουμε αυτά τα συναισθήματα, να τα κατανοήσουμε και να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε την ικανότητα να τα νιώσουμε.
Το βράδυ της 2ης μέρας είχαμε τη χαρά ν’ απολαύσουμε Μοτσαρτ, Μπραμς και Σούμπερτ μ’ εξαιρετική ακρίβεια και μαεστρία από την πιανίστρια Eloisa Cascio.
Η Τρίτη και καταληκτική μέρα του Φεστιβάλ (3 Ιουλίου 2022) μας αποχαιρέτισε με δύο μοναδικά ρεσιτάλ. Το απόγευμα είχε την τιμητική της η νεότευκτη και άκρως γοητευτική JoveNata Ensemble. Η JoveNata Ensemble είναι μια νεοσύστατη ορχήστρα εγχόρδων με βάση το Πανόραμα, την Πυλαία, και την Θεσσαλονίκη ευρύτερα. Το σύνολο αποτελείται από εκλεκτούς νέους και νέες μουσικούς, αφοσιωμένοι και αφοσιωμένες στη μουσική τους και την τέχνη τους.
Η ορχήστρα έχει σαν στόχους: να φέρει τον κόσμο πιο κοντά στην ορχηστρική μουσική, να ρίξει φως στην ιστορία του τόπου και να στηρίξει την τοπική κοινότητα, αλλά και να ευαισθητοποιήσει την κοινότητα για την σημασία της μουσικής στις ζωές όλων. Το σύνολο εγχόρδων Jovenata Ensemble για το έτος 2022-2023 είναι EnsembleinResidence του Δημοτικού Ωδείου της ΚΕΠΑΠ του Δήμου Πυλαίας Χορτιάτη. Με την συμβολή και διδασκαλία των εξαιρετικών Πολωνών βιολονιστών Danuta Augystun και Marcin Markowich παρακολουθήσαμε μια εξαιρετική ερμηνεία της Σερενάτας για ορχήστρα εγχόρδων σε Μι-ύφεση, έργο 20 στο πρώτο μέρος, υπό τη διεύθυνση του εξαιρετικά ταλαντούχου μαέστρου Μιχάλη Τραχαλιού.
Ο Άγγλος συνθέτης Έντουαρντ Έλγκαρ (Edward Elgar, 1857-1934) απέκτησε ευρύτερη φήμη στην πατρίδα του σε σχετικά μεγάλη ηλικία, ουσιαστικά το 1899, με το έργο του Enigma-Variations, που από τα ορχηστρικά του έργα θεωρείται το πιο ενδιαφέρον. Στα προηγούμενα χρόνια όμως είχε συνθέσει πλήθος κομματιών μικρότερης έκτασης για ένα τοπικό συγκρότημα, καθώς και έργα για χορωδία και ορχήστρα, που καθιερώθηκαν στη λειτουργική χρήση της εκκλησίας.
Η τρυφερή Σερενάτα για ορχήστρα εγχόρδων, έργο 20,την οποία ο συνθέτης ολοκλήρωσε το 1892, θεωρείται ως η πρώτη από τις συνθέσεις του που επιβίωσε μέχρι σήμερα στο ρεπερτόριο, τόσο στην Αγγλία, όσο και παγκοσμίως. Η αρχική απόρριψη του έργου από κάποιον εκδότη οδήγησε τον συνθέτη να το παρουσιάσει σε ιδιωτική εκδήλωση στη γενέτειρα του, το 1893, από την Worcester Ladies’ Orchestral Class. Η πρώτη δημόσια εκτέλεση της Σερενάτας αναφέρεται στις 21 Ιουλίου 1896 στην Αμβέρσα του Βελγίου.
Ο Έλγκαρ αφιέρωσε αυτό το σύντομο έργο στον φιλόσοφο W. H. Whinfield, φίλο του συνθέτη και ερασιτέχνη μουσικό, όμως υπάρχουν και άλλες πληροφορίες πως ο Έλγκαρ το έγραψε σαν δώρο για τη γυναίκα του. Ύστερα από την πρώτη παρουσίαση του έργου, η σύζυγος του Έλγκαρ εμπνεύστηκε ένα ποίημα με αμιγώς ποιμενικό περιεχόμενο. Το α’ μέρος (Allegro piacevole) της θύμισε «ποτάμια που πλαισιώνονται από καλαμιές που λικνίζονται στον άνεμο», ενώ για το β’ μέρος (Larghetto) αναφέρει «… έρωτας και πόνος σμίγουν πάλι …»
Η Σερενάτα, που εξελίσσεται σε τρία μέρη, τα οποία λόγω της επαναφοράς κάποιων θεμάτων συνυφαίνονται πιο στενά μεταξύ τους, διαποτίζεται από μια μικρή δόση μελαγχολίας στην γενικά λυρική διάθεσή της. Οι πιο ευαίσθητες σελίδες του έργου βρίσκονται στο β’ μέρος, που παραπέμπει σε ρομαντικά πρότυπα όπως τον Βάγκνερ, ο οποίος ήταν από τους συνθέτες που επηρέασαν τον Έλγκαρ, αλλά και τον Σούμαν, από τον οποίον επηρεάστηκε ίσως για το χαρακτηριστικό ‘πολυφωνικό’ πλέξιμο των φωνών. Επειδή ήταν και ο ίδιος του βιολιστής, σε αυτό το έργο καθώς και σε μεταγενέστερα φανερώνει τη μαεστρία του στην χρήση των εγχόρδων.
Σε μεγάλη ηλικία ο Έλγκαρ χαρακτήρισε τη Σερενάτα ως το πιο αγαπητό του έργο και του άρεσε σε αυτό πως είναι «really stringy» (λογοπαίγνιο από το ‘string’ – κορδόνι, χορδή). Η εκτίμησή του για το έργο φαίνεται επίσης από το γεγονός ότι ο συνθέτης το πρόσθεσε στις ηχογραφήσεις για το γραμμόφωνο – ο Έλγκαρ είναι απ’ τους πρώτους που ενδιαφέρθηκε για το γραμμόφωνο και διηύθυνε έργα του για ηχογραφήσεις μεταξύ 1914 με 1925. Ειδικά στις τελευταίες του 1925, όπου μπορούσε να χρησιμοποιήσει και μικρόφωνο.
Στο δεύτερο μέρος είχαμε μια μοναδική πραγματικά εκτέλεση σε ύφος και ζωντάνια του Διπλού κονσέρτου για βιολί του Μπαχ.
Η μουσική για το Κοντσέρτο για 2 βιολιά, έγχορδα και κοντίνουο σε ρε ελάσσονα, γνωστό και ως «Διπλό», BWV 1043, γράφτηκε στο Cöthen μεταξύ των ετών 1717 και 1723 και πολύ πιθανόν να παίχτηκε για πρώτη φορά από τον Joseph Spiess (το πρώτο βιολί του στο Cöthen) και το Martin Friedrich Marcus με την ορχήστρα της αυλής του πρίγκιπα Λεοπόλδου. Στο Cöthen, Ο Μπαχ δεν είχε όργανο για να παίξει, παρά την παν-γερμανική φήμη του ως βιρτουόζου σ’ αυτό το μεγαθήριο μεταξύ των μπαρόκ οργάνων. Ωστόσο, ήταν πολύ ταλαντούχος στο βιολί, τη βιόλα ντα γκάμπα και φυσικά το κλαβιέ. Χωρίς την πρώτη του επιλογή διαθέσιμη ή τα εκκλησιαστικά καθήκοντα που απαιτούσε αργότερα η Λειψία, ο Γιόχαν Σεμπάστιαν επικεντρώθηκε στην οργανική μουσική με διάφορους συνδυασμούς, μεγάλο μέρος της οποίας χάθηκε στη συνέχεια. Μαζί με τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα ως σύνολο, μόνο δύο κοντσέρτα για σόλο βιολί και το Ρε ελάσσονα για δύο βιολιά επέζησαν από ποιος ξέρει πόσα, πέρα από εκείνα που ο Μπαχ ξαναέγραψε στη Λειψία, μετά το 1729, για ένα, δύο, τρία και τέσσερα κλαβιέ. Όλα τα κοντσέρτα του, συμπεριλαμβανομένων των Βρανδεμβούργιων, έχουν ως σημείο εκκίνησης τους τον Βιβάλντι και μερικά ήταν ακόμη και μεταγραφές έργων του ιταλού δασκάλου. Η ιδιοφυΐα του Μπαχ ήταν, φυσικά, ότι μπορούσε να εξατομικεύσει καθώς και υπερβεί τη μουσική του ανθρώπου, που ήταν έμμεσα ο μέντορας του. Τα έργα του δεν είχαν τον αισθησιασμό ή το πνεύμα του Βιβάλντι. Ο Μπαχ ήταν Γερμανός Λουθηρανός, συνδεδεμένος άμεσα, πέρα από το κλίμα και το περιβάλλον, με μια θρησκεία που κατήγγειλε τις κοσμικές υπερβολές, στις οποίες ο Ρωμαιοκαθολικισμός (όπως τουλάχιστον ήταν η οπτική του Λούθηρου εκ των έσω) είχε κυλήσει από τον Μεσαίωνα.
Ενώ η όπερα δεν είχε καμία θέση στη μόρφωση, τη ζωή ή τη μουσική του Μπαχ, ήταν παρ’ όλα αυτά εντυπωσιακά ικανός στο λυρισμό, τη ζεστασιά και την αβρότητα, περισσότερο παρά ποτέ από ό, τι στο Largo, ma non tanto της μεσαίας κίνησης αυτού του Διπλού Κοντσέρτου, με ρυθμό Σισιλιάνο 12 / 8 και σόλο γραμμές, που φαίνεται να χαϊδεύουν η μία την άλλη, καθώς επικαλύπτονται και διαπλέκονται. Στις δύο πλευρές αυτού του ευτυχισμένου και γαλήνιου μουσικού διαλόγου, ωστόσο, ο μπαρόκ δάσκαλος της αντίστιξης εμφανίζει τη μαεστρία του στη σύνθεση και την οργάνωση. Το κοντσέρτο ανοίγει με μια έκθεση φούγκας των δύο αντικρουόμενων θεμάτων και την «ανάπτυξη» τους σε ύφος ριτορνέλο, μέσα από σολ ελάσσονα και ντο ελάσσονα, πριν η ορχήστρα «ξαναρχίσει» το εισαγωγικό θέμα για μια τελευταία φορά. Το Allegro φινάλε, σε τριπλό μέτρο, διαθέτει επίσης μίμηση κι επανάληψη με τους σολίστες μπροστά και στο κέντρο. Ακόμα περισσότερο απ’ ό, τι στην πρώτη κίνηση, υπάρχει η αίσθηση της μορφής σονάτας σε εμβρυακό στάδιο, με τη γοητευτική έκπληξη της επανάληψης σε σολ ελάσσονα, αντί του τονικού ρε ελάσσονα.
Το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού έφερε τους δύο Πολωνούς σολίστες στη σκηνή μ’ ένα απρόβλεπτο και συγκλονιστικό μπιζάρισμα, που δεν είχε να κάνει μ’ ένα συνηθισμένο, επαναληπτικό, συναυλιακό encore. Η βιολιστική δεξιοτεχνία και το χιούμορ στο απόγειο, χωρίς να χάνεται τίποτε από το Μπαχ. Ερμηνεία του ντουέτου του Μπαχ σε «παλαιό στυλ» ερμηνείας, αλλά και το Διπλό κονσέρτο σε φολκ, τζαζ και κάντρι εκδοχή με συνοδεία βιολοντσέλου! Το κοινό είχε σηκωθεί όρθιο, αποθεώνοντας σολίστες και μουσικό σύνολο επί ώρα!
Ήμουν σίγουρος πως όλα ήταν προσχεδιασμένα, όπως σχεδόν όλο το φετινό Φεστιβάλ των «Μουσικών Ημερολογίων», για να υπάρξει μια στροφή, ένας πόλος συζήτησης και προβληματισμού για τους συμμετέχοντες γύρω από την φιλοσοφία, τη μουσική και τις σχέσεις των δυο τους. Στο δείπνο της βραδιάς ρώτησα την Danuta Augystun για τη μουσική οντολογία, τη μελέτη των ειδών των μουσικών πραγμάτων και των σχέσεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Τα πιο συζητημένα ζητήματα σε αυτό το πεδίο ήταν η μεταφυσική φύση των έργων της κλασικής μουσικής (η «φονταμενταλιστική συζήτηση») και το τι σημαίνει να δίνεις μια «αυθεντική ερμηνεία» τέτοιων έργων. Άλλωστε, πρόσφατα υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις οντολογίες άλλων μουσικών παραδόσεων, όπως η ροκ και η τζαζ, και η συζήτηση για τη μεθοδολογία και την αξία της μουσικής οντολογίας. Η απάντηση ήρθε άμεσα και κεραυνοβόλα: «Τη συζήτηση θα την κάνουμε εκτεταμένα κάποια στιγμή, αλλά θα πρέπει να ξέρεις θαυμάσια τα επιχειρήματα του Πλάτωνα!».
Ακολούθησε η βραδινή και καταληκτική συναυλία του artist in residence στο φετινό φεστιβάλ, Ιταλού πιανίστα-συνθέτη Nicola Elias Rigato, ο οποίος παρουσίασε το σύνολο του προσωπικού του άλμπουμ με τίτλο Elusion, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 2021.
Ο πιανίστας Nicola Elias Rigato (1991-) έχει λίγο ρομαντισμό του 19ου αιώνα, διάσπαρτο εδώ κι εκεί στα κομμάτια του άλμπουμ του Elusion (δαφυγή/δραπέτευση), στις συνθετικές επιλογές και στο άγγιγμα των πλήκτρων. Υπάρχει στα ρέοντα κι ανησυχητικά αρπέτζιο του Crypt (Κρύπτη) ή άραγε μήπως έχουμε ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα, που ψάχνουμε εναγώνια, γεμάτοι φόβο μέσα στο σκοτάδι με σηματωρό ένα επίμονο Σι ύφεση να σημαίνει σαν καμπάνα σ’ ολόκληρο το κομμάτι, ενώ όλα αλλάζουν σε όλες τις δυνατές αρμονίες ψάχνοντας την έξοδο;
Αυτή η επίμονη νότα γίνεται αισθητή πάνω από όλα στο The Wanderer (Ο περιπλανώμενος). Μια μελωδία γεμάτη συναίσθημα, που περιπλανιέται ανάμεσα στις αρμονικές προόδους, ανάμεσα στην τρυφερότητα και τη μελαγχολία. Ένας περιπλανώμενος που ίσως βυθίζεται στην ομίχλη ή σκόπιμα αποφασίζει να χαθεί, ψάχνοντας νέα ευρήματα.
Η Aνακάλυψη (Discovery) επιταχύνει τα πράγματα, με μια βιασύνη των νοτών. Ταχύτητα αλλά πάντα με απαλότητα, με στρογγυλεμένες νότες, σαν γρήγορη βροχή αλλά που δεν διαπερνάει, χωρίς βροντές και κεραυνούς (εκτός από το τελείωμα, όπου το μπάσο ζεσταίνει λίγο την ανησυχία).
Οι Αναμνήσεις (Memories) είναι κομψές και συγκινητικές, άλλωστε είναι η επιβίωση από ένα όνειρο: ξεκινά με ένα θέμα στη μεσαία-χαμηλή τονική περιοχή, μετά αρχίζει να ανεβαίνει σε ολοένα και πιο αιωρούμενες μετατροπίες, για να ξεκινήσει ξανά προς μια πολύ γλυκιά έκβαση, στον υψηλή τονική περιοχή. Ίσως είναι το πιο συγκινητικό επεισόδιο του άλμπουμ.
Το Ariadne’s Thread (Ο μίτος της Αριάδνης) βασίζεται σε μια συνεχή ταχεία διαδοχή, λαχανιασμένων αρπέτζιο, αλλά ακόμη και εδώ η ταχύτητα δεν συνεπάγεται δύναμη. Είμαστε στη μέση του ταξιδιού μ’ ένα νήμα αόρατο στα χέρια, που μπορεί να μας οδηγήσει στην έξοδο του λαβύρινθου. Υπάρχει μια ταραχή, αλλά όχι εξωτερική, όπως όταν προσπαθείς να διατηρήσεις την ηρεμία και μέσα σου νιώθεις πεταλούδες στο στομάχι. Οι κελαρυστές νότες στην συνοδεία είναι ο λαβύρινθος, ενώ η μελωδία σαν φάρος, μοιάζει να οδηγεί στο φως.
Στο Closer (εγγύτερα) μας καλεί ν ανακαλύψουμε τον «άλλο». Ο λαβύρινθος δεν είναι εκτός μας. Είναι εσωτερικός κι εκεί πρέπει ν’ αναζητήσουμε την έξοδο. Πρέπει ν’ ανακαλύψουμε τα συναισθήματα μας για ν’ αποδράσουμε. Τί συμβαίνει με την εγγύτητα; Όλες οι αντιστάσεις, μάσκες, πεποιθήσεις καταρρέουν.
Το Collapse (Κατάρρευση) είναι μια συνεχής ακολουθία στατικών συγχορδιών που δημιουργούν μια ευχάριστη αίσθηση αποπροσανατολισμού, μέσω απροσδόκητων μετατροπιών. Το ίδιο και η μουσική γλώσσα αποξενώνεται κι εκφράζεται πολυτονικά. Μετά από ένα υποτονικό και ήσυχο ξεκίνημα, ο Rigato φτάνει σ’ ένα σαρωτικό κρεσέντο. Οι συγχορδίες θίγονται κι αναστατώνονται, δημιουργώντας ξαφνικές αντιθέσεις ανάμεσα σε προηγουμένως μακρινά πράγματα και καταστρέφοντας κάθε τονικό ιδίωμα.
Ένα κομμάτι που μοιάζει να είναι ένα διάλειμμα από αυτές τις συναισθηματικές κορυφώσεις φέρει δικαίως τον τίτλο Still (Ακίνητος): ένα γαλήνιο περιβάλλον ανοιχτών αρμονιών, που παραμένει έτσι ακόμα και στη στιγμιαία αύξηση της έντασης. Πρέπει μέσα στη γενική προηγούμενη κατάρρευση και την καταστροφή να μείνει κανείς ακίνητος. Οι συγχορδίες ενώνονται με γιγαντιαίες νότες από πέμπτες, που δημιουργούν μια ασταθή σταθερότητα. Ο χρόνος διαστέλλεται.
Το Void (κενό) είναι ένα ταξίδι στο κενό, που δεν είναι απουσία, αλλά ίσως η πιο έντονη παρουσία και το πιάνο δεν αφήνει λαβές για να μην βυθιστεί, προχωρώντας αργά σε βαθύ μπάσο. Οι νότες στριφογυρνούν αργά.
Το Shreds είναι το καθησυχαστικό σημείο άφιξης, την ανακάλυψη της ετερότητας και τ. Κάθε νότα σημειώνεται ξεχωριστά, αφήνεται χρόνος να διεισδύσει στην ψυχή, αργά, μέχρι να φτάσει στην εσωτερική γαλήνη. Η καμπάνα σε Σι ύφεση από το Crypt ξαναηχεί, η πρόκληση είναι ανοιχτή….
Τα φετινά «Μουσικά Ημερολόγια» ήταν γεμάτα διαλογισμό, περισυλλογή και φιλοσοφική ενατένιση. Η μουσική είναι ποίηση και φιλοσοφία. Χωρίς τον περιορισμό των λέξεων και μέσα στον απέραντο κόσμο των εναλλασσόμενων ήχων, η ψυχή εκφράζει ελεύθερα όλες τις αναζητήσεις της, τις προσδοκίες της, την αγωνία, τον πόνο, το πάθος, τη θλίψη, την ελπίδα, τη χαρά, τη γαλήνη και την ομορφιά. Η μουσική, παράλληλα, προσπαθεί να εκφράσει αυτούσιο τον πραγματισμό της ζωής με όλες τις διακυμάνσεις της και επιζητά να τον εναρμονίσει με την υπαρξιακή αναζήτηση της αλήθειας και τη βαθιά προσδοκία της αιωνιότητας. Η μυστική εσωτερική γλώσσα της μουσικής από ήχος γίνεται φως, που κατευθύνει τον άνθρωπο στη ειρηνική αναζήτηση όλων των αξιών της ζωής μέσα από μια βαθιά εσωτερική πορεία στον απέραντο κόσμο της ψυχής του. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι της αίθουσας «Σταύρος Κουγιουμτζής», καθώς έβλεπα στο πενιχρό φως, που έπεφτε πάνω στο πιάνο, τα δάχτυλα του Nicola Elias Rigato να ερμηνεύουν το Elusion του, έναν δίσκο πλήρη συναισθημάτων, που πρέπει να ακούγεται με κάθε ηρεμία και σε κατάσταση μυσταγωγίας, στριφογυρνούσε στο νου μου η φράση του Χέγκελ από την «Αισθητική» του: «Διότι στην τέχνη δεν έχουμε απλώς να κάνουμε με ένα ευχάριστο ή χρήσιμο παιγνίδι, αλλά…. με μια ανέλιξη της αλήθειας».