“Ο Γκρίζος Κύκνος είναι το όγδοο βιβλίο μου και το μόνο που έχει σχέση με τον χορό. Όχι με τον χορό καθ’ εαυτόν, αλλά με τις αναταράξεις που μπορεί να προξενήσει”
Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη της συγγραφής; Η ανάγκη της συγγραφικής έκφρασης ξεκίνησε με τα πρώτα σημάδια της νοσταλγίας. Γύρω στην εφηβεία δηλαδή, τότε που ο Παράδεισος της παιδικής ηλικίας γίνεται παρελθόν και ένα νέο σώμα, ένας άγνωστος άνθρωπος απειλεί τις προσφιλείς αναμνήσεις. Αυτή την περίοδο οι αισθήσεις οξύνονται και τα οικεία που γίνονται ανοίκεια, ζητούν επειγόντως διέξοδο. Ξεκίνησα με ποιήματα, συνέχισα με μικρά πεζογραφήματα. Το πρώτο μου διήγημα δημοσιεύτηκε στα δεκαοκτώ μου χρόνια, λίγο πριν να μπω στο Πανεπιστήμιο. Αλλά κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, μέχρι να αποφασίσω να ασχοληθώ συστηματικότερα. Αφενός επειδή θεωρούσα ότι έχουν ειπωθεί όλα και μάλιστα από σπουδαίους συγγραφείς, αφετέρου επειδή ο χορός με αποπροσανατόλισε, νόμισα ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσω να γράφω. Αργότερα άλλαξα γνώμη. Αποφάσισα να γράψω για τον εαυτό μου, να εκθέσω τις μικρές, αλλά οπωσδήποτε ιδιαίτερες δικές μου προτάσεις, χωρίς να νοιάζομαι για την Ιστορία. Μιλάμε για τη δεκαετία του ενενήντα, μια σχετικά αθώα εποχή σε σύγκριση με τη σημερινή, όπου οι συγγραφείς πλεονάζουν και οι αναγνώστες υπολείπονται…
Ο «Γκρίζος Κύκνος» είναι το νέο σας βιβλίο. Πείτε μας δύο λόγια γι’ αυτό. Ο Γκρίζος Κύκνος είναι το όγδοο βιβλίο μου και το μόνο που έχει σχέση με τον χορό. Όχι με τον χορό καθ’ εαυτόν, αλλά με τις αναταράξεις που μπορεί να προξενήσει. Η ηρωίδα μου λόγου χάρη, «μπλέχτηκε στα δίχτυα του», χωρίς η ίδια να το επιδιώξει. Πόσα παιδιά είχαν παρόμοιες εμπειρίες; Περιγράφει τα παθήματά της με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, αναφέροντας τους σκοπέλους που συνάντησε μέχρι να φτάσει στην τελική δικαίωση. Μια δικαίωση υπό όρους. Αλλά το μεγαλύτερό της κέρδος είναι η γνώση. Έστω και καθυστερημένα κατάφερε να κατανοήσει τη σχέση που την σημάδεψε ως άνθρωπο και ως επαγγελματία. Και στη δύση του βίου της αποφασίζει να αποδώσει έναν φόρο τιμής στον χορό, επειδή άργησε να καταλάβει πόσο σημαντικός υπήρξε για τη ζωή της. Εννοείται ότι και στον Γ. Κ. τον πρώτο λόγο έχει η αισθητική επικύρωση της αφηγηματικής μου φόρμας. Η έγνοια για το ύφος, τον γλωσσικό ρυθμό, τη νοηματική συμπύκνωση.
Εκτός από τη σχέση σας με τον χορό, τι άλλο σας ενέπνευσε για τη συγγραφή του Γκρίζου Κύκνου; Σε όλα σχεδόν τα βιβλία μου η Αθήνα συμμετέχει στα δρώμενα. Και ενίοτε πρωταγωνιστεί. Όπως π.χ στο: «ΡΕΚΒΙΕΜ, Η τριλογία της Αθήνας». Στον «Γκρίζο Κύκνο» συγκεκριμένα, τα αντιφατικά συναισθήματα της αφηγήτριας για τον χορό αντιστοιχούν στην έλξη, αλλά και την απώθηση που της προξενεί η ζωή στην πόλη. Η Αθήνα, έχοντας εκτοπίσει τον παιδικό της Παράδεισο – το εξιδανικευμένο Πασαλιμάνι- ενσαρκώνει τις νεανικές της ελπίδες και εν μέρει την κατακτά. Τη γητεία ακολουθεί η απογοήτευση. Βιώνει την Αθήνα ως ουτοπία και ως δυστοπία. Ως τρυφερή ανάμνηση, αλλά και ως μέγιστο τραύμα. Γιατί πώς να ανθίσει ο Πολιτισμός, πώς να υπάρξουν Πολίτες σε μία πόλη που δεν σέβεται την ίδια της την Ιστορία; Η συγγραφή του Γ.Κ. δεν μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστη από την πρωτοφανή συνθήκη της ασθένειας και του εγκλεισμού. «Ο Γ.Κ. ξεκίνησε στην εξοχή. Συνέχισε το πέταγμά του και μετά την απαγόρευση των μαθημάτων και μετά την πανδημία. Με πολλαπλασιασμένη την αίσθηση της ματαιότητας. …….» αναφέρεται στο καταληκτικό σημείωμα.
Πώς καθόρισε ο χορός τη ζωή σας και ποια είναι σήμερα η μεταξύ σας σχέση; Έγραψα το βιβλίο, για να φωτίσω μία δύσκολη και εν πολλοίς ανερμήνευτη σχέση. Λυπάμαι που το λέω, αλλά εκτός ορισμένων λαμπρών εξαιρέσεων, οι χορευτικές παραστάσεις με κάνουν να πλήττω. Προτιμώ να βρίσκομαι η ίδια στη σκηνή ή έστω να ασκούμαι στην αίθουσα. Εξάλλου, όταν η ανάγκη μου για έκφραση καθίσταται άμεση και επιτακτική, είναι μέσα από την κίνηση που εκτονώνομαι. Ακριβώς όπως η αφηγήτρια μου η οποία επί πολλά χρόνια θεωρούσε τον χορό «φυσική ικανότητα, όπως την ομιλία ή το βάδισμα». Σήμερα η γεύση είναι πικρόγλυκη. Νοσταλγώ τη χαρά και την αδημονία πριν από κάθε χορευτικό εγχείρημα, θλίβομαι και για τις χαμένες ευκαιρίες. Επίσης μου λείπουν τα μαθήματα. Με την καραντίνα οι σχολές μπαλέτου έκλεισαν και όταν επαναλειτούργησαν, ένιωθα μεγάλη και κουρασμένη, ανήμπορη να χορεύω με μάσκα.
Ποια είναι τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια; Δεν λειτουργώ, βάσει σχεδίου. Πολλές φορές έχω διαψευστεί από τα γραπτά μου. Κάτι που φαίνεται σπουδαίο στο ξεκίνημα, έπειτα από μερικές σελίδες χάνει τη φρεσκάδα του. Ένα άλλο πάλι που έχει κριθεί ακατάλληλο, αποκτάει ενάργεια, διεκδικώντας την προσοχή μου. Επομένως δεν ξέρω αν στο εγγύς μέλλον επικρατήσει μια εκδοχή της μικρής φόρμας, που επιλέγω συνήθως, ή κάτι εντελώς διαφορετικό.
Τι θέλετε να ευχηθείτε στους αναγνώστες σας; Στους αναγνώστες μου εύχομαι υγεία πρώτα και πάνω από όλα. Γιατί όπως αποδείχτηκε τον τελευταίο καιρό, κάθε άλλο παρά αυτονόητη ευχή είναι. Ακόμη και για τους νεότερους. Και σε αυτούς τους νεότερους -εμείς δεν ξέρω αν θα προλάβουμε- εύχομαι να ζήσουν σε μια διαφορετική Αθήνα. Σε μια Αθήνα πράσινη και ειρηνική, που θα σέβεται τον πολίτη, προσφέροντάς του ασφάλεια, σύνδεση με την ιστορική μνήμη και αισθητική απόλαυση. Εύχομαι επίσης να βρίσκουν χρόνο για περισσότερη ανάγνωση, για τη ζωή στη φύση και για την τέχνη. Και να μην λησμονούν τα οφέλη που προσφέρουν η σωματική άσκηση και ο ρυθμός στη ζωή μας.