Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Η Παγκόσμια Ημέρα Κινέζικης Γλώσσας (World Chinese Language Day) εορτάζεται ετησίως στις 20 Απριλίου, αρχής γενομένης από το 2010, το έτος ψήφισης και θέσπισης αυτής από την UNESCO. Σύμφωνα με την παράδοση της Κίνας, την εν λόγω ημερομηνία εν έτει 2650 π.Χ., ο Τσανγκ Τζιε (Chang Ge), μια μυθική φιγούρα κινέζικης καταγωγής, ανακάλυψε τα κινέζικα ιδεογράμματα. Έκτοτε, η Κινέζικη Γλώσσα έχει διέλθει από αρκετές αλλαγές στην δομή και οργάνωσή της. Μια πρόχειρη και εν μέρει ίσως αρκετά επιπόλαια ιστορική διάκριση των φάσεων εξέλιξης της Κινέζικης μέχρι σήμερα θα μπορούσε να ήταν η εξής: α) Παλαιά Κινέζικη: Ήταν η γλώσσα περίπου της περιόδου 1046-771 π.Χ., δείγματα της οποίας ωστόσο είχαν βρεθεί πάνω σε επιγραφές μαντείων ήδη από την περίοδο της Δυναστείας των Σανγκ και πιο πριν (1250 π.Χ. και πίσω βαίνοντας), β) Μέση Κινέζικη: Ήταν η γλώσσα της περιόδου μεταξύ του 6ου και 13ου αι. μ.Χ. στη φάση των βόρειων και νότιων δυναστειών, καθώς επίσης και των δυναστειών Σουέι, Τανγκ και Σονγκ. Υποδιαιρείται με τη σειρά της σε πρώιμη (μέχρι τον 10ο αι. μ.Χ.) και όψιμη περίοδο (από τον 10ο αι. μ.Χ. και έπειτα). Κατά την τελευταία κάνουν δειλά δειλά την εμφάνισή τους τα πρώτα επίσημα κατασκευασμένα από Κινέζους φιλολόγους γλωσσικά συστήματα μέσα από τα οποία ουσιαστικά αυτή αντικατοπτρίζεται και πιστοποιείται η αυθεντικότητά της, γ) Παλαιά Μανδαρινική Κινέζικη: Ήταν η γλώσσα της περιόδου που διαδέχθηκε την πτώση της δυναστείας Σονγκ και τη συνακόλουθη άνοδο των δυναστειών Τζιν και Γιουάν, μέχρι και τον 20ο αι. μ.Χ. Μολονότι είχε θεσπιστεί ως η επίσημη γλωσσική διάλεκτος, οι γενικότερες τάσεις μάς δείχνουν ότι ήταν συνηθέστερο να προτιμούνται οι εκάστοτε τοπικές διάλεκτοι, ειδικά στο πλαίσιο της καθημερινής επικοινωνίας των ανθρώπων, δ) Γκουογιού, Διάλεκτος του Πεκίνου, Πουτόνγκχουα: Η Γκουογιού δεν απείχε πολύ από την επίσημη Κινέζικη όπως την ξέρουμε μέχρι σήμερα, αρχής γενομένης από την δεκαετία του 1930. Έπειτα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να θεσπιστεί μια κοινή διάλεκτος που θα εμπεριέκλειε μέσα της γλωσσικά στοιχεία από όλες τις επιμέρους διαλέκτους, με αφορμή την εμφύλια διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών βόρειας και νότιας διαλέκτου, η Εθνική Επιτροπή Ενοποίησης Γλωσσών καταστάλαξε στην Διάλεκτο του Πεκίνου. Αυτή η απόφαση υιοθετήθηκε από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας (1949) με μοναδική αλλαγή τη μετονομασία σε Πουτόνγκχουα (σε ακριβή μετάφραση «γλώσσα των απλών ανθρώπων»). Η Κινέζικη Γλώσσα είναι έκτοτε παγκοσμίως γνωστή ως η γλώσσα των ιδεογραμμάτων και ουδόλως τυχαίως. Ανήκει στην ευρύτερη οικογένεια των σινοθιβετικών γλωσσών, που περιλαμβάνουν, πέρα από την Κινέζικη όπως προαναφέρθηκε, και τις λεγόμενες θιβετοβερμανικές γλώσσες με προέλευση από την Ανατολική Ασία, αριθμώντας όλες αυτές μαζί τους περισσότερους ομιλητές αμέσως μετά τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που -πλειοψηφικά τουλάχιστον- ομιλούνται στην Ευρώπη. Ακόμα περισσότερο, η Κινέζικη λογίζεται ως «η Κορωνίδα της Σινοθιβετικής Οικογένειας Γλωσσών».
Η Κινέζικη Γλώσσα είναι αξιολογότατου ενδιαφέροντος. Θα μπορούσε κανείς να την χαρακτήριζε σαν ένα αυτόνομο γλωσσικό σύστημα, ίσως μια γλώσσα από μόνη της, αν θα θέλαμε να το διατυπώναμε με λόγια πιο απλά και καθημερινά. Και ποια τρανότερη απόδειξη περί αυτού από το γεγονός ότι η Επιστήμη της Γλωσσολογίας έχει αφιερώσει στην διάρκεια των κατά προσέγγιση 3.5000 χρόνων ζωής που αυτή αριθμεί εκατοντάδες ερευνών και βεβαίως επιστημονικών δημοσιεύσεων σε γλωσσολογικά περιοδικά. Ο τρόπος γραφής, τουτέστιν συνολικά το λεξιλόγιό της, δεν αντιπροσωπεύει μεμονωμένα γράμματα όπως στην περίπτωση των ρομανικών γλωσσών, αντίθετα καθένα ιδεόγραμμα κρύβει από πίσω του μια ολόκληρη συλλαβή του προφορικού λόγου. Τα ιδεογράμματα συμβολίζουν πράγματα και αντικείμενα τα οποία αντιλαμβανόμαστε με τις 5 αισθήσεις μας (φυσικές εικόνες, μουσικές μελωδίες, καθημερινά αντικείμενα που χρησιμοποιούμε για διάφορους σκοπούς). Η γραμματική της Κινέζικης είναι μακράν απλούστερη σε σύγκριση με τα γραμματικά συστήματα των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ακόμα και της Αγγλικής. Δεν εμφανίζει σχεδόν τίποτα από όσα μαθαίνουν οι λαοί του Δυτικού Κόσμου για τη γλώσσα (γένη, πτώσεις, αριθμούς κλπ.). Σε αντίθεση με τη σύνταξη, η οποία θυμίζει κατά πολύ τους θεμελιώδεις συντακτικούς κανόνες των ευρωπαϊκών γλωσσών, ειδικότερα δε της Αγγλικής. Με επίσημη διάλεκτο, κοινή γλώσσα τα Μανδαρίνικα, τα οποία ομιλούνται στην πρωτεύουσα το Πεκίνο, και ακόμα περίπου δέκα διαλεκτικές ποικιλίες να την κατακλύζουν, μεταξύ αυτών τα Κοντονέζικα, η δεύτερη δημοφιλέστερη διάλεκτος την οποία ομιλεί ο πασίγνωστος ηθοποιός Τσαν Κονγκ-Σανγκ (Chan Kong-Sanh), μάλλον γνωστός ως Τζάκι Τσαν (Jackie Chan), η Κινέζικη Γλώσσα συμπεριλαμβάνει στους φυσικούς ομιλητές της το 1/5 της υφηλίου. Σε ακριβή νούμερα, τούτο μεταφράζεται σε περίπου 1,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων που κυρίως βρίσκονται στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τις Περιφερειακές Ενότητές της. Βέβαια, επειδή κάποιες εκ των λιγότερο γνωστών διαλέκτων εντοπίζονται π.χ. στην Ασία, όπου η Κινέζικη είναι -μερικώς τουλάχιστον- μητρική, ή και σε γειτονικές με την Κίνα χώρες, όπως είναι η Ιαπωνία, το παραπάνω νούμερο ομιλητών πρέπει να αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφυλακτικότητα για ενδεχόμενες αυξητικές τάσεις.
Η Κινέζικη είναι μια από τις 6 στο σύνολο γλώσσες του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Αποτελεί μια γλώσσα που χάρη τόσο στην στρατηγική γεωγραφική, οικονομική και πολιτική θέση που επέχει η χώρα προέλευσής της όσο και στην ιδιαιτερότητά της ως γλώσσας των ιδεογραμμάτων λειτουργεί ως γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ των πολιτισμών και λαών της Ασίας, της Ινδίας, του Αφγανιστάν, του Βιετνάμ κ.α. Στα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιλέγεται αρκετά συχνά ως τρίτη ή τέταρτη ξένη γλώσσα, σύμφωνα με το γλωσσικό πρότυπο κατά το οποίο ένας Ευρωπαίος πολίτης, προκειμένου να ολοκληρώσει τη γλωσσική καλλιέργειά του, επιβάλλεται, πέρα της μητρικής του, να κατέχει σε επίπεδο Ικανού Χρήστη (Γ1-Γ2) μια πρώτη ξένη γλώσσα (L1), προφανώς την Αγγλική ως την παγκοσμίως ομιλούμενη γλώσσα. Από εκεί και πέρα, σε επίπεδο τουλάχιστον Ανεξάρτητου Χρήστη (Β1-Β2), μια δεύτερη ξένη γλώσσα (L2) είναι απαραίτητη. Προαιρετικά μπορούν να προστεθούν στο ρεπερτόριο του ομιλητή ακόμα 1-2 γλώσσες, τρίτη (L3) και τέταρτη (L4) αντίστοιχα ξένη γλώσσα, χωρίς βέβαια κάτι τέτοιο να είναι εξ ορισμού δεσμευτικό. Οι λόγοι επιλογής της Κινέζικης ως τρίτης ή τέταρτης ξένης γλώσσας είναι κυρίως, αν όχι αμιγώς, επαγγελματικοί, καθώς η οικονομική άνθηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας προσελκύει ουκ ολίγους Ευρωπαίους που θέλουν να ανοίξουν τα φτερά τους και να ανελιχθούν στον εργασιακό χώρο επεκτείνοντας τις οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητές τους. Βέβαια, οι ξενόγλωσσοι καθηγητές που επωμίζονται αυτό το καθήκον γενικά είναι λιγοστοί, ιδίως στα μεσογειακά κράτη, οπότε πολλοί επίδοξοι μαθητές Κινέζικης υποχρεώνονται σε αυτοδίδακτη μάθηση ή παρακολουθούν σεμινάρια σε -ελκυστικά όσο γίνεται- οικονομικά πακέτα. Σε κάθε περίπτωση, παρά την άβυσσο που την χωρίζει από τις ρομανικές-λατινογενείς γλώσσες από μορφολογικής και όχι μόνο απόψεως, η Κινέζικη παραμένει ισχυρός σύμμαχος των τελευταίων στον αγώνα για την ισότητα των εθνών και των πολιτισμών τους, από τον οποίο ουδεμία γλώσσα επιτρέπεται να είναι απούσα. Διότι έστω και μια γλώσσα να είναι απούσα από το όλο εγχείρημα που κρατά χρόνια αν όχι και αιώνες ολόκληρους, αυτό χάνει τις ελπίδες του να αποδώσει καρπούς, αφήνοντας περιθώρια σε εθνικούς και διακρατικούς διχασμούς και διχόνοιες να κερδίσουν έδαφος με συνέπειες τραγικότατες.
Και κάτι τελευταίο για κλείσιμο, ένας προβληματισμός σαν τροφή για σκέψη: Οι Έλληνες συνηθίζουμε να λέμε «Όλα αυτά μου φαίνονται Κινέζικα» αναφερόμενοι σε καθετί που ακούμε, βλέπουμε ή διαβάζουμε μην μπορώντας να το κατανοήσουμε (ειδήσεις, ομιλίες, κείμενα). Αντίστοιχα, οι Κινέζοι λένε “It’s all Greek to me” (αυτολεξεί μετάφραση: «Όλα αυτά μου φαίνονται Ελληνικά», κοινώς «Δεν καταλαβαίνω τίποτα»). Άραγε να είναι τόσο τυχαίο το ότι οι μεν Έλληνες τείνουμε να βαφτίζουμε όλα όσα μας φαίνονται δυσνόητα με τη γλώσσα των Κινέζων και οι δε Κινέζοι τείνουν να πράττουν ομοίως με την δική μας γλώσσα; Μήπως αυτές οι κουβέντες δεν είναι απλά γλώσσα λανθάνουσα (που ως γνωστόν βέβαια τα αληθή λέγει) εκ μέρους αμφοτέρων των πλευρών, αλλά ένα δείγμα ειλικρινούς αμοιβαίου θαυμασμού και εκτιμήσεως προς τις γλώσσες και τους πολιτισμούς των μεν και των δε; Προσωπική εκτίμηση είναι ότι εδώ θα μπορούσε να ανοίξει μελλοντικώς ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο για την Επιστήμη της Κοινωνιογλωσσολογίας, η διερεύνηση του οποίου θα λύσει ουσιαστικά αυτήν την απορία που πολύ δύσκολα δεν θα γεννηθεί αναλογιζόμενος κανείς εις βάθος την προαναφερθείσα «σύμπτωση».