Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε από τα Βαλκάνια και έληξε στα Βαλκάνια (ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1918 – 2018)
Καταλυτική επίδραση είχε η κατάρρευση της Βουλγαρίας. Όταν τον Ιούνιο του 1918 την ανώτατη συμμαχική διοίκηση στο Μακεδονικό Μέτωπο ανέλαβε ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ, ο εισηγητής του Μετώπου της Θεσσαλονίκης το 1914/15, ενθαρρυμένος από την αποτυχία της γερμανικής επίθεσης στον Μάρνη (Ιούλιος – Αύγουστος 1918), σχεδίαζε τη διάσπαση του βουλγαρικού μετώπου. Επισκέφθηκε τη μακεδονική ενδοχώρα, συσκέφθηκε με Σέρβους και Έλληνες αξιωματικούς, από Βούλγαρους αιχμαλώτους και λιποτάκτες αντλήθηκαν πληροφορίες για το ηθικό, τον αριθμό και τη διάταξη των βουλγαρικών ενόπλων δυνάμεων, ενώ κατασκοπευτικά στρατιωτικά αεροπλάνα φωτογράφιζαν βουλγαρικά οχυρά. Η 14η γαλλική μεραρχία που προοριζόταν να συμμετάσχει στις επιχειρήσεις άρχισε στρατιωτικά γυμνάσια στη Βέροια.
Η Βουλγαρία είχε προσχωρήσει στις Κεντρικές Δυνάμεις το Σεπτέμβριο του 1915, με την ελπίδα ότι ο πόλεμος θα έληγε σύντομα με τη νίκη τους. Αλλά η ισοπαλία των χαρακωμάτων και ο υποβρύχιος πόλεμος, παρέτειναν τη διάρκεια του πολέμου.
Η παράταση του πολέμου και η αβέβαιη έκβασή του είχαν επιπτώσεις στη Βουλγαρία: πτώση του ηθικού του βουλγαρικού στρατού, ιδιαίτερα μετά την ελληνική νίκη στο Σκρα (Μάιος του 1918), παραμέληση της αγροτικής παραγωγής, αφού οι περισσότεροι στρατιώτες ήταν αγρότες, προβλήματα επισιτισμού, πληθωρισμός, φαινόμενα αισχροκέρδειας, απροθυμία των Σλαβομακεδόνων στη σερβική Μακεδονία να στρατολογηθούν, εχθρική στάση των Βλάχων, Σερβομάνων και Αλβανών μπέηδων, έναντι των βουλγαρικών αρχών κατοχής.
Στη Σόφια η κυβέρνηση Μαλίνωφ γνώριζε για τις πολεμικές προετοιμασίες της Αντάντ, αλλά δεν έλαβε μέτρα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βουλγαρική κυβέρνηση θεωρούσε άσκοπη κάθε σθεναρή αντίσταση και μη αναστρέψιμη την εξέλιξη. Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ διέταξε τις βρετανικές δυνάμεις να προσβάλουν τις βουλγαρικές θέσεις στη Δοϊράνη, για να περικυκλώσουν την οπισθοχωρούσα Πρώτη Βουλγαρική Στρατιά. Παρά την ηρωική της αντίσταση στις δυο βρετανικές μεραρχίες, στην ελληνική μεραρχία Σερρών και σε ένα γαλλικό σύνταγμα, η Πρώτη Βουλγαρική Στρατιά υποχώρησε. Η Δεύτερη Βουλγαρική Στρατιά στο Μοναστήρι και τα βουλγαρικά τμήματα της 11ης Γερμανικής Στρατιάς κοντά στο Μοναστήρι, επέδειξαν αδράνεια. Οι συμμαχικές δυνάμεις εφόρμησαν ακάθεκτα και στις 25 Σεπτεμβρίου αγγλικά στρατεύματα εισήλθαν στη Στρώμνιτσα. Μαροκινές δυνάμεις ως τμήματα του γαλλικού στρατού εισήλθαν στην πόλη των Σκοπίων. Φοβούμενος κατάληψη της Βουλγαρίας από τους Συμμάχους, όπως στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, ο Μαλίνωφ αποφάσισε να υπογράψει ανακωχή με την Αντάντ.
Μια βουλγαρική αποστολή αποτελούμενη από τον Βουλγαρομακεδόνα Αντρέι Λιάπτσεφ, τον Ιβάν Λούκωφ, διοικητή της Δεύτερης Βουλγαρικής Στρατιάς και τον διπλωμάτη Συμεών Ράντεφ, πρώτο πρέσβη της Βουλγαρίας στην Αμερική μετά την αποκατάσταση των βουλγαροαμερικανικών διπλωματικών σχέσεων το 1903, αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη. Η αντιπροσωπεία συνοδευόταν από διπλωμάτες της αμερικανικής πρεσβείας της Σόφιας. Αλλά η παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη δεν βοήθησε τη βουλγαρική υπόθεση. Η βουλγαρική αντιπροσωπεία αποδέχθηκε τους όρους ανακωχής (συνθηκολόγησης) που έθεσαν ο Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ και η γαλλική κυβέρνηση και στις 29 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε η ανακωχή της Θεσσαλονίκης στο κτίριο του άλλοτε βουλγαρικού προξενείου που τώρα ήταν η έδρα του στρατηγείου του Φρανσέ Ντ’ Εσπερέ.
Οι βασικοί όροι ήταν οι εξής: παύση των εχθροπραξιών, εκκένωση των ελληνικών και σερβικών περιοχών από τον βουλγαρικό στρατό, αφοπλισμός των βουλγαρικών μονάδων που ανήκαν στην 11η Γερμανική Στρατιά, άμεση αποχώρηση των Αυστριακών και Γερμανών από την Βουλγαρία, επιστροφή του δημευθέντος οπλισμού του Τέταρτου Ελληνικού Σώματος Στρατού, προσωρινή κατάληψη στρατηγικών σημείων της Βουλγαρίας ως εγγύηση της φερεγγυότητάς της.
Στις 3 Οκτωβρίου 1918 ο Φερδινάνδος μιμούμενος τον Κάιζερ, υπεύθυνος για τις εθνικές καταστροφές, παραιτήθηκε από τον θρόνο για χάρη του γιού του Βόριδος ΙΙΙ και κατέφυγε στη Γερμανία. Ο ουτοπισμός του και η ματαιοδοξία του να καταστήσει τη Βουλγαρία ηγεμονική δύναμη στα Βαλκάνια, προκάλεσαν εθνικές συμφορές. Το προσωπικό του δικτατορικό καθεστώς που μετέβαλλε τους πολιτικούς άνδρες της Βουλγαρίας σε μαριονέτες, η πολιτική ανωριμότητα του βουλγαρικού λαού και ο καταλυτικός ρόλος των βουλγαρομακεδονικών κομιτάτων, με τις υπερφίαλες αξιώσεις τους, μπορούν να θεωρηθούν αιτίες της ήττας. Η Βουλγαρία εξήλθε από τον πόλεμο ακρωτηριασμένη, χάνοντας τη Δυτική Θράκη, τη Στρώμνιτσα, και τις δυτικές επαρχίες (Τσάριμπροντ, Μποσίλεφγραντ), υποχρεώθηκε να μειώσει το στρατό της σε 33.000 σε εθελοντική βάση και να καταβάλει πολεμικές επανορθώσεις. Στη Βουλγαρία η εθνική καταστροφή επέφερε κατάρρευση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και πολιτική επιρροή στη χώρα, άρχισαν να αποκτούν το Αγροτικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα, διότι δεν ευθύνονταν για την ήττα.
Σίγουρα η τύχη του πολέμου δεν κρίθηκε στο Μέτωπο της Θεσσαλονίκης, αλλά στο Δυτικό. Η 8η Αυγούστου 1918 ήταν η «αποφράς ημέρα» του γερμανικού στρατού, ο οποίος δεν μπορούσε πλέον να επανακάμψει και να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο Δυτικό Μέτωπο. Η Γερμανία βέβαια δαιμονοποίησε τη διάρρηξη του Μακεδονικού Μετώπου ως την κύρια αιτία της ήττας της, όπως και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο την Ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδος. Αλλά η κατάρρευση του βουλγαρικού μετώπου επιτάχυνε τη λήξη του πολέμου και στέρησε από τη Γερμανία τα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών για καλύτερους όρους ανακωχής. Από την άποψη αυτή το Μέτωπο της Θεσσαλονίκης, πρέπει να βρει τη θέση που του αναλογεί στη διεθνή ιστοριογραφία.
Σπυρίδων Σφέτας
Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Βαλκανικής ιστορίας Α.Π.Θ.