Μάριος Λεβέντης
Όταν κάποιος φεύγει και η πόρτα κλείνει, ο ήχος της απομάκρυνσης μάς ξεκουφαίνει. Και αναρωτιέται κανείς: Αυτό είναι το ζητούμενο; Αυτό είναι το καλύτερό μας; Μέχρι εκεί φτάνει η προσπάθειά μας; Εκεί εξαντλείται; Στην εγκατάληψη και την παραίτηση; Γιατί πια ουδείς επιμένει στο να μείνει ν’ αντιμετωπίσει το όποιο πρόβλημα και πολύ περισσότερο ουδείς επιθυμεί να γίνει η λύση, δηλαδή η ωριμότητα μιας κατάστασης. Ίσως πρέπει να παραδεχτούμε ότι ανοίγει μια καινούργια εποχή· η εποχή της άτακτης φυγής, της απουσίας. Μολονότι η ενσυναίσθηση δηλώνει πρωτεργάτρια της κατανόησης και της αποδοχής, διακρινόμαστε ακόμα για τις αναισθησίες μας τοπικά της ψυχής παρά για τις συναισθηματικές μας αρετές.
Είναι που η ευαισθησία δεν διδάσκεται, δεν προπονείται, δεν μεταλαμπαδεύεται, ούτε χαρίζεται για να την χρησιμοποιούμε αλα καρτ, ανάλογα τί λέει και τί θέλει ο κατάλογος των εξυπηρετήσεών μας. Η ευαισθησία εμπεριέχεται ως τρόπος ζωής και επιβάλλεται, καλώς εννοούμενη πάντα, ως τρόπος αντίληψης της σκληρής πραγματικότητας. Η βαριά ξυλεία του χαρακτήρα μας συνεχίζει να χαρακτηρίζει τα λόγια και τα έργα μας. Και αναρωτιέται κανείς: Για ποια πέτρινα χρόνια μάς προετοιμάζει; Ποια ρωγμή μάς επιφυλάσσει;
Το μόνο βέβαιο είναι πως όταν κάποιος φεύγει και η πόρτα κλείνει, έχει διαλέξει τον εύκολο δρόμο. Έχει εκτεθεί στην ταχύτητα της εσωτερικής του εξέλιξης που ανακόπτεται από τον ίδιο του τον εαυτό. Γιατί μας πάει πολύ πίσω τελικά και δεν μας εξελίσσει σε τίποτα να γίνεται λάβαρο επανάστασης το πόμολο μιας κλειστής πόρτας. Ίσως πρέπει να παραδεχτούμε ότι ανοίγει μια καινούργια εποχή· η εποχή του ξεπορτίσματος, της ψυχρής αδιαφορίας των πάντων για τα πάντα. Γιατί όταν κάποιος φεύγει και η πόρτα της ευαισθησίας κλείνει, δεν έχει μείνει κανείς πίσω για να ευαισθητοποιηθεί.