“Εντάσσω τα έργα μου στο ρεύμα της γενιάς του ’80, το οποίο είχε δύο σκέλη: την ανθρωποκεντρική ζωγραφική του τελάρου που βάδιζε δημιουργικά πάνω στους δρόμους της παράδοσης ενώ η άλλη πλευρά χρησιμοποιούσε ποικίλα εικαστικά μέσα όπως κατασκευές, βίντεο, περφόρμανς κλπ.”
Πως και πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τη ζωγραφική; Στην εφηβεία, με παρότρυνση της Θεσσαλονικιάς θείας μου – ήταν έξοχη ερασιτέχνις ζωγράφος. Mου μετέδωσε την δημιουργική φλόγα και με εισήγαγε στις λαδομπογιές, το δυσκολότερο υλικό αυτής της τέχνης. Ζωγράφιζα σχεδόν καθημερινά, ήταν η διέξοδός μου σε μια ασφυκτικά συντηρητική κοινωνική πραγματικότητα – μιλάμε για την περίοδο γύρω στο 1969 -70. Και η μόνη πρόσβαση που είχαμε τότε στην Τέχνη ήταν από τις Εγκυκλοπαίδειες ή τα αφιερώματα ορισμένων περιοδικών. Από αυτές τις αναπαραγωγές μαγεύτηκα: Ρέμπραντ, Σεζάν, Βαν Γκογκ, Ματίς με καθόρισαν ενώ, ταυτόχρονα, τα μηνύματα του Μάη του ’68 και του Γούντστοκ εξισορροπούσαν μέσα μου την έλλειψη ελευθερίας στη χώρα. Ζωγραφική και μουσική, λοιπόν, ποίηση και λογοτεχνία, όνειρο και επανάσταση, σημάδεψαν έκτοτε τη ζωή μου. Το 1974 πέρασα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Σε ποιά ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε; Στα είκοσί μου χρόνια ξεκίνησα να κρατώ ημερολόγιο, είχα μυηθεί ήδη στον Σεφέρη και τον Ελύτη, ενώ οι σπουδές μου στην ΑΣΚΤ της Αθήνας -οι οποίες συνέπεσαν με την Μεταπολίτευση- γονιμοποίησαν μέσα μου το αίτημα που κυοφορούνταν σε ορισμένους κύκλους για την συνέχιση της χαμένης Άνοιξης της δεκαετίας του ’60. Δεν με ενδιέφεραν οι κομματικές νεολαίες, ούτε τα διάφορα καλλιτεχνικά κινήματα του συρμού, αλλά η ελληνικότητα, με την έννοια που έδωσε η γενιά του ’30 στον όρο. Δοκίμασα τις δυνάμεις μου στο δοκίμιο το ’86 δημοσιεύοντας κείμενα σε λογοτεχνικά περιοδικά, κυρίως στο «Οδός Πανός», και τα οποία εκδόθηκαν σε βιβλίο το 2005 με τον τίτλο «Κατάματα». Η πρώτη μου ποιητική συλλογή είχε κυκλοφορήσει έξι χρόνια νωρίτερα.
Σε ποιο ρεύμα ή κίνημα θα εντάσσατε τα έργα σας; Στο ρεύμα της γενιάς του ’80, το οποίο είχε δύο σκέλη: την ανθρωποκεντρική ζωγραφική του τελάρου που βάδιζε δημιουργικά πάνω στους δρόμους της παράδοσης ενώ η άλλη πλευρά χρησιμοποιούσε ποικίλα εικαστικά μέσα όπως κατασκευές, βίντεο, περφόρμανς κλπ.
Από που αντλείτε την έμπνευσή σας; Από το διάλογό μου με τα έργα της αρχαιότητας και των μεγάλων δασκάλων που πάντα θαύμαζα: Πανσέληνος, Ρουμπλιώφ, Χοκουσάι, Θεοτοκόπουλος, Ρέμπραντ, Μπρακ, Τζακομέττι, Μπέηκον, Μπουζιάννης, Ταρκόφσκι, Ταρ, αυτή είναι η σειρά. Από τους ποιητές και τους φιλοσόφους. Από την μουσική μπαρόκ και το ρεμπέτικο τραγούδι. Από τον Φίλιπ Γκλας και τον Άρβο Περτ. Από την Ορθόδοξη Υμνολογία και τις ινδικές ράγκα.
Ποιά λέξη σας εκφράζει ως συγγραφέα; Η λέξη «Μνήμοιρα», που επινόησα πριν αρκετά χρόνια. Κατ’ αναλογία της «Χαρμολύπης», ενώνει τα δύο άκρα της ύπαρξης σε ζωοποιό κύκλο.
Ποιά είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε θέσει στον εαυτό σας ως καλλιτέχνης; Να κάνω μερικά έργα που να αγγίζουν το πνεύμα της μεγάλης ζωγραφικής. Και ορισμένοι στιχοι μου, το πνεύμα της υψηλής ποίησης.
Πόσο αποδεκτή είναι η Τέχνη στην Ελλάδα σήμερα και τι ρόλο καλείται να παίξει στον δημόσιο χώρο; Η Τέχνη στη χώρα μας, και παντού, αφορά πλέον μόνο τα Ιδρύματα, τα Μουσεία και τους συλλέκτες. Ο κόσμος άλλαξε δραματικά, ο πολιτισμός υποκαθίσταται ραγδαία από την τεχνολογία, το Οικολογικό πρόβλημα θα έπρεπε να αποτελεί κύριο μέλημα, η έλλειψη νοήματος ερήμωσε τις ψυχές των ανθρώπων, ο πλανήτης ασφυκτιά. Το δημόσιο χώρο «κοσμούν» πια, όχι έργα του πνεύματος αλλά διακοσμητικές κατασκευές κάθε είδους.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας; Ως έναν ουτοπιστή έξω από τα τρέχοντα μέτρα, έξω από τις συμβάσεις της αγοράς, εραστή του θαύματος της υπάρξεως αλλά και μελετητή του θανάτου. Ως έναν αγνωστικιστή αλλά ταυτόχρονα Χριστιανό Ορθόδοξο. Ως έναν ηττημένο μα και νικητή του Ωραίου και του Υψηλού. Αντιφάσκω άρα ζω, όπως έλεγε ο Ηλίας Πετρόπουλος.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια; Μια αναδρομική έκθεση με ταυτόχρονη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων μου.
Website: http://markidis54.blogspot.com