Μεγάλη αλήθεια είναι αυτό που λένε, πως στο τέλος του κανείς, όλη την ζωή του βλέπει να περνά στο χρόνο μίας μόνο σκέψης, και τώρα εδω μπροστά φρέσκο-σκαμμενοι λάκκοι, εκεί που σε λίγα δευτερα νεκρός κι εγώ μέσα θα βρεθώ από της πιστολιας τον κρότο και το δικό μου βάρος.
Τουλάχιστον νύχτα είναι ακόμη, η ανατολή ίσως άλλα μπορεί να υποσχεθεί, αν η ψυχή συνέχεια ύπαρξης εκείνη έχει.
Στα ρουθούνια αυτή η νοτισμενη του χώματος η μυρωδιά και στα αφτιά οι φτυάριες, θάβουνε τους άλλους. Μόνο εμένα ακόμα δεν ντουφεκισαν, να βλέπω και να φριττω, κι όμως θα μπορούσα να είχα γλιτώσει αν έγκαιρα της Αμερικής το καράβι είχα προλάβει.
Οι πέτρες ακόμα με γνωρίζουν στην ήπειρο εκείνη, και ο ίδιος πολύ ευτυχισμένος ήμουν τότε που τις σπουδές μου έκανα, πολλά τα ποιήματα που έγραψα, και θεατρικά ακόμα σκαρωσα που έγραψα στο μέλλον.
Πόσες αναμνήσεις, κι όμως όλα τα θυμάμαι, τον δάσκαλο της μουσικής, το πιάνο μου, όλοι μουσικός νόμιζαν πως ήμουν, και αλήθεια και ο ίδιος το επιστεψα, όταν περισσότερα των τριακοσίων της παράδοσης μας τραγουδιών την ενορχήστρωση από την αρχή κανόνισα.
Ούτε αριστερός ούτε δεξιός, ούτε φασίστας ποτέ μου ήμουν, τα της δουλειάς μου πάντοτε κοιτούσα, μα του Φράνκο το καθεστώς σιχαίνεται πως διαφορετικός τους είμαι, βλέπετε στο μανιφέστο τους, του ίδιου φύλλου οι συναναστροφές δεν χωρούν, και ένταλμα σύλληψεως για με δεν αμελησαν να εκδώσουν.
Τον αγάπησα πολύ και εκείνος εμένα κι ας ποτέ του να μην το παραδέχτηκε, με ζήλευε πολύ, την παντρεύτηκε για να με σκάσει, άραγε αύριο ο Σαλβαδόρ* τι θα νοιώσει που πεθαμένος θα είμαι, κι εκείνος θα αγκαλιάζει την… μόνο τα λεφτά την νοιάζουν.
Περιττή κάθε κουβέντα μια τέτοια ώρα, Θα αρκεστώ στο ότι έζησα, ανεπνευσα, αγάπησα, έγραψα, τραγούδησα, χόρεψα, έκανα έρωτα, αυτά είναι η ζωή, κι αν το έργο μου είναι να μείνει, μόνο ο χρόνος το αυτό γνωρίζει.
Τι μου φωνάζει ο φρουρός? Να προχωρήσω θέλει ένα βήμα? Αντίρρηση δεν φέρνω, τι όμορφα φαντάζουν στο βάθος τα φωτισμένα μες την νύχτα παράθυρα των σπιτιών της Γρανάδα. ΣΙΩΠΗ
*Νταλι Σαλβαδόρ, σουρεαλιστής ζωγράφος.