Η Ελλάδα ως κράτος βρίσκεται σε μία περιοχή με πολλούς εξωτερικούς κινδύνους και ως εκ τούτου κάθε περιοχή πλησίον αυτών έχει διαφορετικές ανάγκες οι οποίες πρέπει σύντομα να ικανοποιηθούν.
Αν δεν κοιτάξουμε να ενισχύσουμε την παραγωγική δραστηριότητα πλησίον των συνόρων, αν δεν προσαρμόσουμε τη δημοσιονομική πολιτική έτσι ώστε να προστατεύσουμε τα σύνορα από φυγή κεφαλαίων πρός τη γείτονα χώρα ακόμη και για ιδιωτική κατανάλωση, τότε το ρήγμα που θα δημιουργηθεί από μία σύνθετη ονομασία θα βαθαίνει ολοένα και περισσότερο. Το κρατίδιο αυτό θα γίνεται ολοένα και πιο θελκτικό σε Έλληνες πολίτες που εδώ θα βιώνουν τις συνέπειες της ύφεσης ενώ και το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας μπορεί να συντελέσει σε ένα ντόμινο δυσάρεστων εξελίξεων.
Ακούμε ότι με τη συμφωνία ανοίγεται ο δρόμος για την αξιοποίηση της βορείου Ελλάδος που θα οδηγήσει σε μία «ξέφρενη» οικονομική ανάπτυξη. Πώς λοιπόν θα γίνουν οι πόλεις της βορείου Ελλάδος ηγέτιδες στα Βαλκάνια και εμπορευματικοί κόμβοι όταν τα λιμάνια, το οδικό δίκτυο (ακόμη και Ε.Ο μετά τα Μάλγαρα είναι για γέλια) και οι λοιπές υποδομές είναι παρωχημένες ( Ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος και δεν αφορά μόνο τη Θεσσαλονίκη), είναι κάτι που μόνο οι πολιτικάντηδες μπορούν να απαντήσουν θετικά. Ένα άλλο καίρια ερώτημα είναι αν οι άμεσες ξένες επενδύσεις θα προτιμήσουν να εγκατασταθούν σε έναν φορολογικό παράδεισό με 10% flat tax rate για όλες τις κλίμακες εισοδήματος που τα σύνορα του απέχουν κάτι λιγότερο από 80 χιλιόμετρα από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ή θα μας κάνουν τη μεγάλη χάρη να εγκατασταθούν εδώ με (29+29)% φορολογία; Τι λένε για αυτόν τον φορολογικό ανταγωνισμό κάποιοι ειδικοί και πώς θα επηρεάσει στο μέλλον την τοπική οικονομία; Πιστεύετε ότι θα επιδράσει θετικά για εμάς; Είδατε τι έγινε με το κύμα φυγής επιχειρήσεων προς τη Βουλγαρία.
Τα πράγματα καθίστανται πιο δύσκολα γιατί πάντα κάνοντας τα αδύνατα δυνατά αφήνουμε το χρόνο να μας φθείρει. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι συνθηκολόγηση αφενός γιατί σε μία διαπραγμάτευση δεν μπορείς να στραγγαλίσεις τον συνομιλητή σου κυρίως όταν οι καταστάσεις σε πιέζουν ότι πρέπει να τελειώνεις το θέμα, αφετέρου όταν για πολλά χρόνια το αγνοούσες γιατί κοιτούσες να «βυθίσεις τη χώρα» στο λαϊκισμό του Δηλιγιάννη ώστε να πειστούν επιπλέον οι ξένοι ότι δεν αλλάζεις εύκολα και ότι χρειάζεσαι αρκετά μνημόνια για να σταθεροποιήσεις και να εξυγιάνεις την εσωτερική σου πολιτική. Οι μεγάλες δυνάμεις έκαναν και κάνουν σωστά τη δουλειά τους για αυτές, όπως και ο Κάνινγκ για την Ελλάδα πρίν από περίπου 185 χρόνια, εμείς πότε θα κοιτάξουμε το πραγματικό εθνικό μας συμφέρον, συνάμα πότε θα έχουμε μία εξωτερική πολιτική που θα κοιτάει 100 χρόνια μπροστά;
Οι απόψεις για τη συμφωνία διίσταντο στο βαθμό που μπερδεύουν ακόμη και κάποιον που θέλει να ψάξει το κάτι παραπάνω για το πώς προέκυψε η ανάγκη σήμερα να πρέπει να λυθεί αυτό το πρόβλημα και κατ’ αυτό τον τρόπο.
Η Ρωσία που βγαίνοντας από την εσωστρέφεια της επανέρχεται στα Βαλκάνια διεκδικώντας τον ιστορικό της ρόλο για μην χάσει το τρένο της ενεργειακής αναβάθμισης της περιοχής, η Τουρκία που προσπαθεί να προβάλλει το ρόλο του προστάτη των μουσουλμανικών μειονοτήτων της περιοχής και του Ερντογανικού αφηγήματος για την αναβίωση μιας μεγάλης Τουρκίας στα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μαζί με την κάπως αμφιλεγόμενη καλή σχέση με τον πρόεδρο των Σκοπίων, η μεγάλη Αλβανία και η πολιτική Ράμα ενάντια στις μειονότητες και μέσα σε όλα αυτά η Ελλάδα ακόμη υποβασταζόμενη από ξένα δάνεια και περιχαρακωμένη σε πολιτικές του θεαθήναι, δοκιμασμένες συνταγές αποθέωσης του λαϊκισμού. Αν δεν κοιτάξεις να τακτοποιήσεις τα του οίκου σου πώς θα μπορέσεις να αντιμετωπίσεις αυτά που είναι έξω από αυτόν και δεν εξαρτώνται μόνο από εσένα;
Συμφέροντα και ισχύς αυτές είναι δύο λέξεις κλειδιά στη γεωπολιτική.
Πώς όμως χειραγωγήθηκαν οι σημερινές αλλά και οι εκκολαπτόμενες ελίτ της γειτονικής χώρας ώστε να απολέσουν εντελώς τον αλυτρωτισμό από μέσα τους λόγω μίας συμφωνίας; Αυτά τα πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα, ίσως να μην αλλάξουν και ποτέ. Μην ξεχνάτε επίσης πώς φθάσαμε από τη συνθήκη των Σεβρών στη συνθήκη της Λωζάννης. Θα μου πείτε διαφορετικές οι συνθήκες, άλλα τα πρόσωπα, άλλες οι καταστάσεις, άλλα τα συμφέροντα τότε, αλλά θα σας απαντήσω ότι η λέξη δύναμη ή ισχύ παραμένει στο λεξιλόγιο και στο μυαλό όσων ξέρουν από γεωπολιτική.
Τα διάφορα ερωτήματα που θέτουν οι πολίτες είναι εύλογα και δεν πρέπει να τα βαφτίζουν κάποιοι με ονόματα ιδεοληψιών, των ίδιων ιδεοληψιών που χρησιμοποιούν οι ίδιοι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τους πολίτες, για να τους υπνωτίσουν στον λαϊκισμό.
Για το πώς εξελίχθηκε και γιγαντώθηκε αυτό το ζήτημα περισσότερα γνωρίζουν οι ιστορικοί και καλό θα ήταν να ψάξουμε μέσα από τη σχετική βιβλιογραφία στοιχεία παρά να αντλούμε εικόνες από διάφορες τηλεοπτικές κοκορομαχίες αν και δεν είναι όλες κοκορομαχίες, προς Θεού.
Ας είμαστε όμως πολλοί προσεκτικοί ως κράτος γιατί η οικονομία μας δεν είναι τόσο δυνατή ώστε να διαπραγματευόμαστε εύρυθμα και κάθε ρήγμα που ανοίγει από κάτι που δομήθηκε για επεκτατικούς λόγους είναι πολύ ύπουλο.
Μην αμελούμε ότι η οικονομία είναι καίριος παράγοντας που μπορεί κάτω από κάποιες συνθήκες να καθοδηγεί ανθρώπους σε σχηματισμό νέων αλλά και αποδόμηση υπαρχόντων κοινωνικών σχηματισμών.
Αυτά ως τροφή για σκέψεις και για περισσότερη έρευνα…