Γράφει ο Νίκος Μουρατίδης
Μοναχογιός, ωραίος για τα στάνταρ της εποχής, καλοβαλμένος, υγιής αλλά δειλός, άτολμος και πονηρός. Ο Δημήτρης θα μπορούσε να ήταν κελεπούρι αν είχε και λίγο μυαλό. Του άρεσε η Βάσω, της μίλησε, την παρουσίασε στους δικούς του, την συμπάθησαν και αρραβωνιάστηκαν. Στους αρραβώνες η Βάσω πήγε με τους γονείς και την αδελφή της. Μόλις είδε ο Δημήτρης την αδελφή της του έφυγε η γη κάτω από τα πόδια…
Η αλήθεια είναι ότι τον γλυκοκοίταξε και εκείνη. Η Βάσω δεν πήρε είδηση τίποτα. Δεν είδε τα βλέμματα και τα παθιασμένα φιλιά του αρραβωνιαστικού της με την αδελφή της, έξω από το σπίτι, κοντά στα κοτέτσια…Και δεν έμειναν μόνο στα φιλιά…
Όλο αυτό το love story κατέληξε σε ένα στυγερό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1962. Ας δούμε πως έγινε…
Η κοπέλα όπως είπαμε ονομαζόταν Βάσω, ήταν 24 χρόνων και ήταν αρραβωνιασμένη με τον 27χρονο Δημήτρη, ο οποίος ήταν μοναχοπαίδι και ζούσε με τους γονείς του στο χωριό Πετάς – στην ορεινή Αχαΐα. Μια Κυριακή (ποιος το περίμενε πως θα ‘ταν Κυριακή), ο Δημήτρης την επισκέφθηκε μαζί με τον πατέρα του στο σπίτι της, για να κουβεντιάσουν τις λεπτομέρειες του γάμου και να μείνουν μέχρι τη Δευτέρα. Όλοι μιλούσαν για το γάμο και εκείνος κοιτούσε την αδελφή της Βάσως, με το χέρι του στην τσέπη του σακακιού του. Είχε μαζί του τυλιγμένο καλά σε μια χαρτοπετσέτα ένα λουκούμι. Αφού έμειναν την Κυριακή και όλα ήταν ωραία και καλά, την Δευτέρα το μεσημέρι την ώρα που ετοιμάζονταν για αναχώρηση, ο Δημήτρης πλησίασε την Βάσω και της έδωσε το λουκούμι, το οποίο τάχα της το έστελνε η μητέρα του. Η κοπέλα χάρηκε που…
Η συνέχεια εδώ