Πείτε μας το ρόλο που υποδύεστε στην παράσταση Σιλάχ του Μάκη Κατσανέα που παίζεται με επιτυχία στον Πολυχώρο VAULT κάθε Τετάρτη και Πέμπτη. Στην παράσταση Σιλάχ, η οποία παίζεται για 3η χρονιά φέτος, υποδύομαι την Ελένη, μια νεαρή Ελληνίδα 25 χρονών, η οποία έχασε τη μητέρα της σε ηλικία 22 χρονών και από τότε ζει με τον πατέρα της, ο οποίος όμως είναι ένας αυστηρός, αστυνομικός στο επάγγελμα, παλαιάς σκοπής άνθρωπος, που κουβαλάει όλα τα πατριαρχικά πρότυπα μιας παλαιότερης γενιάς και έχει μια ρατσιστική θα λέγαμε αντιμετώπιση απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες που ζουν στη χώρα μας. Η Ελένη σπούδασε Νομική, για χάρη του πατέρα της, ο οποίος όμως στην ουσία θέλει να την παντρέψει, αλλά ο διακαής της πόθος είναι ο χορός. Όταν χορεύει νιώθει ελεύθερη. Στο σπίτι είναι πάντα “η καλή κόρη”, σεμνή, νοικοκυρά και αναγκάζεται να κρύβει τις διαφορετικές απόψεις που έχει από τον πατέρα της. Όταν ερωτεύεται τελικά τον Σιλάχ, έναν Ιρακινό, βοηθό υδραυλικού που έρχεται να τους φτιάξει την χαλασμένη βρύση στο σπίτι, βρίσκει επιτέλους τη δύναμη να εκφραστεί ελεύθερα και να παλέψει για τα πιστεύω και την αγάπη της… Ανακαλύπτει τον πραγματικό της εαυτό…
Το έχετε σκηνοθετήσει εκτός του ότι πρωταγωνιστείτε. Πόσο εύκολο είναι αυτό; Το να τα κάνετε και τα δύο; Δεν είναι πολύ εύκολο, γιατί πρέπει να βγαίνεις από τη ροή του έργου για λίγο, να αποστασιοποιείσαι και να παρατηρείς ούσα έξω από αυτό. Παράλληλα, πρέπει να είσαι εκεί για να βοηθήσεις και τον συνάδελφό σου στη σκηνή και το γεγονός ότι είμαστε τρία άτομα στο έργο και όχι περισσότερα, το καθιστά ακόμα πιο δύσκολο. Στην αρχή έπρεπε να αφήσω το υποκριτικό κομμάτι και να εστιάσω καθαρά στο σκηνοθετικό για να καταφέρω να αποτυπώσω αυτό που έχω στο μυαλό μου και να το καταστήσω ξεκάθαρο και στους συνεργάτες μου. Όταν προχώρησαν οι πρόβες σιγά σιγά η ζυγαριά άρχισε να μπαλαντζάρει προς την ερμηνεία, ώστε να επέλθει μια ισορροπία. Αυτός ήταν και ο λόγος που άργησα να κάνω μια δική μου σκηνοθεσία, καθώς ήθελα να είμαι σίγουρη για την υποκρτική μου δεινότητα, ώστε να μπορώ να εμβαθύνω περισσότερο στη σκηνοθετική μου ματιά.
Παίζετε την παράσταση μαζί με τον σύντροφό σας Μάκη Κατσανέα. Έχει δυσκολία το να είσαι με τον σύντροφό σου και στο σπίτι και στη δουλειά; Δεν θα το έλεγα. Ίσα ίσα. Έχουμε καταφέρει απόλυτα να διαχωρίσουμε την προσωπική μας ζωή από την επαγγελματική. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι όλα ρόδινα. Για παράδειγμα έχει συμβεί να είχαμε ένα διαπληκτισμό πολύ έντονο την ώρα της πρόβας, αλλά με το που βγήκαμε από την πόρτα του θεάτρου το αφήσαμε πίσω και το ξαναπιάσαμε στην επόμενη πρόβα. Στο σπίτι μιλάμε για άλλα θέματα, έτσι ώστε να υπάρχει αποσυμφόρηση. Δεν θα γινόταν αλλιώς. Το αστείο είναι ότι όταν είχαμε πολύωρες πρόβες πηγαίναμε σπίτι και νιώθαμε ότι δεν είχαμε χαρεί αρκετά ο ένας τον άλλον, ξεχνώντας βέβαια ότι ήμασταν όλη την ημέρα μαζί.
Έχει επηρεάσει το θέατρο όλο αυτό που συμβαίνει με τον κορωνοϊό; Ναι, αδιαμφισβήτητα. Το θέατρο είναι από τους λίγους κλάδους που έχει πληγεί τόσο πολύ από τότε που ξεκίνησαν τα μέτρα κατά της πανδημίας και ακόμη συνεχίζει να βάλλεται. Πράγμα περίεργο, γιατί τα θέατρα πάντα τηρούσαν όλους τους κανόνες και τα μέτρα και δεν έχουν ακουστεί έως σήμερα περιπτώσεις κρουσμάτων που ξεκίνησαν από το θέατρο. Επίσης, ας αναλογιστούμε πως όλοι οι ηθοποιοί είχαμε να ανεβούμε στο θεατρικό σανίδι σχεδόν δύο χρόνια, πράγμα που καθιστά την επανεκκίνηση πολύ άβολη και συνεσταλμένη. Ακόμη, παρατηρώ ότι ακόμα ο περισσότερος κόσμος διστάζει να μπει σε ένα θέατρο για να παρακολουθήσει μια παράσταση, ενώ του είναι πιο εύκολο να πάει να φάει σε ένα εστιατόριο ή να πιεί καφέ με φίλους. Αισθάνομαι δηλαδή ότι έχει απομακρυνθεί από τη θεατρική συνήθεια που επιβάλλει να παρακολουθούμε μια θεατρική παράσταση για τροφή του νου. Και ας μη μιλήσω καθόλου για τα επιδόματα των ηθοποιών που αργούσαν να μπουν έως και 3 μήνες, καθιστώντας τη διαβίωση των περισσοτέρων συναδέλφων πολύ δύσκολη.
Η παράσταση Σιλάχ με τι έχει να κάνει; Μιλήστε μας για αυτήν. Η παράσταση “Σιλάχ” καταπιάνεται με ένα διαχρονικό και δυστυχώς πολύ επίκαιρο στις μέρες μας θέμα που είναι το προσφυγικό. Αφορά στον έρωτα ενός Ιρακινού πρόσφυγα με μια Ελληνίδα. Και όσο η παγκοσμιοποίηση θα αυξάνεται και θα έρχεται στο επίκεντρο, αυτό το θέμα θα γίνεται όλο και πιο φλέγον. Στην Ελλάδα πριν λίγα χρόνια ήταν πολύ έντονο το φαινόμενο σε σχέση με τους Αλβανούς, παρόλα αυτά ακόμη και τώρα δεν έχει εκλείψει, έχει ίσως λειανθεί. Σίγουρα όλοι θα έχουμε βιώσει ή ακούσει μια ιστορία φίλου να λέει ότι απορρίπτει έναν σύντροφο λόγω εθνικότητας. Αλλά ας μη ξεχνάμε και ότι οι Έλληνες υπήρξαμε μετανάστες πολλάκις. Όπως και στην περίπτωση της Αμερικής, οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, όταν το θέλουν και αυτοί φυσικά, ενσωματώνονται στον τρόπο ζωής της κοινωνίας όπου ζούν και πρέπει οι νέες γενιές να μάθουν να τους αντιμετωπίζουν με σεβασμό και κατανόηση και όχι ως παριες. Γι’ αυτό το λόγο, πιστεύω ότι είναι ένα έργο που πρέπει να έρθουν και πολλά σχολεία να το δουν.
Νέοι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο; Ναι, οι νέοι έρχονται ευτυχώς στο θέατρο, ίσως γιατί έχουν μικρότερη αίσθηση του φόβου από τις επιπτώσεις του κορωνοϊού. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι πρέπει οι νέοι να έρχονται και να βλέπουν θέατρο, γιατί μην ξεχνάμε ότι η θεατρική παιδεία είναι απαραίτητη για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των νέων ανθρώπων. Από την αρχαιότητα η επίσκεψη στο θέατρο αποτελούσε σχολείο των νεότερων. Βέβαια, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και σε ποιούς νέους αναφερόμαστε. Δηλαδή είναι ίσως πιο σύνηθες να συναντήσεις τριαντάρηδες παρά εικοσάρηδες. Οι δεύτεροι θα προτιμήσουν για την έξοδό τους ένα μπαρ ή ένα κλαμπ. Παρόλα αυτά με χαροποιεί πολύ κάθε φορά που βλέπω νέα παιδιά να επιλέγουν το θέατρο και εύχομαι ο αριθμός τους να αυξηθεί γιατί υπάρχουν πολλά έργα, όπως το δικό μας, που τους αφορούν άμεσα.
Σκέφτεστε να πάτε με την παράσταση περιοδεία; Σίγουρα, ύστερα από τρία χρόνια επιτυχίας στις αθηναϊκές σκηνές, νομίζω υπάρχει ιδιαίτερη λαχτάρα και θέληση το έργο να επικοινωνηθεί και σε περιοχές της επαρχίας. Οπότε ναι, είναι στα επόμενά μας σχέδια, μάλλον από την άνοιξη και μετά.
Τα σχέδια σας για το μέλλον; Τα σχέδιά μου είναι να συνεχίσω να κάνω θέατρο που τόσο πολύ αγαπώ, να το κάνω καλά και να βρίσκω πάντα ρόλους και έργα που με γοητεύουν και με πάνε ένα βήμα παραπέρα. Φυσικά θα ήθελα να μπω και πιο ενεργά στο χώρο της τηλεόρασης και του κινηματογράφου, γιατί είναι ένα άλλο είδος υποκριτικής εξίσου γοητευτικό και ενδιαφέρον.
Κάνετε όνειρα; Φυσικά και κάνω όνειρα, όπως όλοι, αλλιώς δεν θα πήγαινα μπροστά στη ζωή, θα έμενα στάσιμη, καθηλωμένη. Τα όνειρά μου φροντίζω να μην είναι πολύ μεγαλεπίβολα, ούτε ακατόρθωτα. Κάνω όνειρα συγκρατημένα, ώστε να μπορώ να τα εκπληρώσω και να συνεχίσω με καινούρια σε νέα μονοπάτια και δρόμους που θα μου φέρει η ζωή. Εκ φύσεως άλλωστε, είμαι ένας πολύ αισιόδοξος άνθρωπος.
Μία ευχή για το τέλος; Να απαλλαχτούμε πολύ σύντομα απ’ όλη αυτή τη δυσχερή κατάσταση του κορωνοϊού και να επιστρέψουμε σε κάποιους ρυθμούς κανονικότητας. Κυρίως να επιστρέψουμε στην αγκαλιά, στο χάδι, στην ανεμελιά και την ξεγνοιασιά που όλοι ανεξαιρέτως έχουμε ανάγκη.