Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Γλωσσικές «οικογένειες» ονομάζουμε στη Γλωσσολογία ένα σύνολο γλωσσών που παρουσιάζουν μεταξύ τους πολλά κοινά γνωρίσματα σε γραμματικοσυντακτικό και ενίοτε λεξιλογικό επίπεδο, οπότε λογίζονται ως «καρποί» ενός παλαιού ενιαίου γλωσσικού συστήματος που ενδεχομένως σήμερα να μην υφίσταται καν ως τέτοιο. Οι γλωσσικές «οικογένειες», δηλαδή οι γλώσσες με κοινά χαρακτηριστικά τόσο προέλευσης όσο και δομής, έχουν πυροδοτήσει απανωτές συζητήσεις σαν θεματική στη Γλωσσολογία. Οι σχετικές απόψεις αντιφάσκουν συχνά μεταξύ τους.
Βασικό σημείο διαφωνίας ανάμεσα στα μέλη της Επιστημονικής Κοινότητας είναι καταρχάς ο ίδιος ο ορισμός «γλωσσικές οικογένειες». Υπό ποιο πρίσμα μπορούμε να μιλάμε για «οικογένειες» όταν αναφερόμαστε στις γλώσσες; Η θέση αυτή υποστηρίζεται από την αντίληψη που έχει η ίδια η Γλωσσολογία για τη γλώσσα ως ενιαίο επικοινωνιακό σύστημα με διαφορετικές κατά περίπτωση μορφές. Η γλώσσα γίνεται αντιληπτή ως ένας «ζωντανός οργανισμός» που εξελίσσεται και δεν παραμένει στάσιμος μέσα στον χρόνο. Με άλλα λόγια, προσδίδεται στην υπό μελέτη ορολογία μια βιολογική διάσταση, στην οποία ίσως να οφείλεται σε έναν βαθμό η γέννηση του πεδίου της Βιογλωσσολογίας (κράμα Βιολογίας και Γλωσσολογίας). Παρόλο που η γλώσσα δεν επιτελεί τις βιολογικές λειτουργίες που επιτελεί ο άνθρωπος με την στενή έννοια, και μόνο επειδή παρουσιάζει την ιδιότητα της εξέλιξης και τροποποίησης, κοντολογίς της μη στασιμότητας, μπορεί να θεωρηθεί «ζωντανός οργανισμός» και, σε μεγαλύτερα σύνολα, «οικογένεια». Ακόμα και το γεγονός ότι πολλές γλωσσικές / διαλεκτικές ποικιλίες δεν κατάφεραν να διατηρήσουν την υπόστασή τους σε βάθος χρόνου, τέθηκαν σε καθεστώς αφάνειας, «πέθαναν» συνιστά ισχυρό τεκμήριο ότι συμπεριφέρονται σαν «ζωντανοί οργανισμοί». Με μια εμβάθυνση θα μπορούσαμε να κάναμε ίσως λόγο και για ένα γλωσσικό «γενεαλογικό δέντρο», ωστόσο κάτι τέτοιο δεν φαίνεται διαχρονικά να είναι σύνηθες.
Στην προαναφερθείσα τοποθέτηση έρχεται να εκφράσει επιφυλάξεις, όχι όμως και πλήρη αμφισβήτηση, η Επιστήμη της Ιστορίας και ειδικότερα της Ιστορικής Γλωσσολογίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της, η αναφορά σε γλωσσικές «οικογένειες» ενέχει κινδύνους πρόκλησης διχαστικών καταστάσεων και δύναται να έχει παραπλανητικό αντίκτυπο. Ενδέχεται να υποκρύπτει εθνικιστικά φρονήματα τα οποία αναδεικνύουν μια γλώσσα ή έστω μια ομοιογενή ομάδα γλωσσών ως την υπέρτατη και σπουδαιότερη, βάζοντας όλες τις άλλες σε δεύτερη μοίρα. Επιπλέον, δεδομένου ότι η αρχική σημασία της λέξης «οικογένεια» παραπέμπει σε ανθρώπους που συνδέονται με κοινούς δεσμούς αίματος («συγγενείς εξ αίματος» όπως είθισται να λέγεται για τον στενό οικογενειακό κύκλο), μπορεί να δοθεί η εντύπωση ότι όσοι άνθρωποι ομιλούν την ίδια γλώσσα ή γλώσσες που εμπίπτουν στην ίδια «οικογένεια», όπως το θέλει η Γλωσσολογία, είναι αυτομάτως συγγενείς. Κάτι το οποίο είναι προφανώς ουτοπία. Στην αντίληψη της Ιστορικής Γλωσσολογίας θα ήταν η αναθεώρηση του αρχικού όρου «γλωσσικές οικογένειες» επιθυμητή, αν όχι και επιβεβλημένη. Το εν λόγω σενάριο όμως δεν δείχνει να συγκεντρώνει υψηλές πιθανότητες, καθότι η ορολογία αυτή χρησιμοποιείται στον δημόσιο διάλογο από ιδρύσεως της Γλωσσολογίας ως επιστημονικού κλάδου (19ος αι. μ.Χ.), επομένως κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε κατά κόρον τις ισορροπίες. Την ευθύνη για την κατάταξη των γλωσσών σε γλωσσικές «οικογένειες» έχει η Συγκριτική Γλωσσολογία, η οποία λαμβάνει υπόψιν βάσει συγκεκριμένων μεθόδων, λ.χ. της επανασύνθεσης, τον βαθμό σύγκλισης ή απόκλισης της καθεμίας εξ αυτών.
Η αβεβαιότητα περί του ακριβούς αριθμού γλωσσών συνεπάγεται αδυναμία προσδιορισμού του ακριβούς αριθμού των συνολικών γλωσσικών «οικογενειών» παγκοσμίως. Οι γενικές εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 7.000 φυσικές ανθρώπινες γλώσσες και 25-30 γλωσσικές «οικογένειες», οι οποίες δεν περιλαμβάνουν ίσο αριθμό γλωσσών ούτε και οι γλώσσες είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες. Ο καθηγητής Κοινωνιογλωσσολογίας Ούλριχ Αμόν (Ulrich Amon) από το Πανεπιστήμιο του Ντίσελντορφ στη Γερμανία προέβη το 2015 σε μια ακριβέστερη γλωσσική χαρτογράφηση και τα νούμερα στα οποία κατέληξε καταδεικνύουν γλωσσική υπεροχή Ασίας και Αφρικής, ενώ ακολουθούν με αρκετά αισθητή διαφορά ο Ειρηνικός Ωκεανός, η Βόρεια και Νότια Αμερική και η Ευρώπη. Είναι νούμερα όμως που πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα και χωρίς να αποκλείονται καθοδικές τάσεις, καθότι πολλές γλώσσες και ιδίως μειονοτικές διάλεκτοι (θα) εξαφανίζονται με την πάροδο του χρόνου λόγω ανεπάρκειας φυσικών πρωτίστως ομιλητών. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή που η Γλωσσολογία αναγνωρίστηκε επισήμως σαν επιστημονικό πεδίο υπήρχαν σαφώς περισσότερες ομιλούμενες σε παγκόσμιο επίπεδο γλώσσες σε σύγκριση με το εδώ και τώρα. Το μεθοδολογικό πρόβλημα όσον αφορά την στοχευμένη καταμέτρηση γλωσσών και γλωσσικών «οικογενειών» είναι λοιπόν διπλής φύσεως: αφενός μεν δεν θα ήταν δόκιμο να δίνονταν αριθμητικά δεδομένα βάσει των «κραταιών» γλωσσών και να αδικούνταν έτσι οι από ετών / αιώνων «νεκρές» γλώσσες και ποικιλίες τους, αφετέρου δε, η διερεύνηση για τον ακριβή αριθμητικό προσδιορισμό του συνόλου των γλωσσών που πέρασαν από την ανθρώπινη ιστορία θα ήταν, πέρα από χρονοβόρα, δύσκολη. Πιθανολογείται ότι πολλές γλώσσες ήδη πριν την εμφάνιση της Επιστήμης της Γλωσσολογίας υπήρχαν μόνο προφορικά. Άνευ γραπτών πειστηρίων δεν μπορεί να πιστοποιηθεί η αυθεντικότητά τους, κατ’ επέκταση ούτε και η διάρκεια ζωής τους. Ίσως μάλιστα και να μην μπορούσαν καν να καταταγούν σε κάποια συγκεκριμένη γλωσσική «οικογένεια», ούσες αυτόνομες γλωσσικές μονάδες. Χαρακτηριστικότερο διαθέσιμο παράδειγμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι αυτό της Βασκικής.
Από τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα δεδομένα μπορεί να λεχθεί με σιγουριά ότι παγκοσμίως η μεγαλύτερη γλωσσική ομάδα, ακριβέστερα «οικογένεια», όπως η Γλωσσολογία τείνει να τη βαφτίζει, είναι οι Νιγηροκογγολέζικες Γλώσσες με αφρικανική προέλευση. Υπολογίζεται ότι αποτελείται από 1.000 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους διαλεκτικών ποικιλιών, π.χ. Σουαχίλι, Γιορούμπα κ.ά, και 350.000.000 ομιλητές. Δηλαδή, βάσει των γενικών αριθμών που μας είναι γνωστοί, η συγκεκριμένη γλωσσική «οικογένεια» συγκεντρώνει το 1/7 των φυσικών γλωσσών, κι ας μην παρουσιάζουν όλες τους τον ίδιο βαθμό ομοιότητας και ταύτισης μεταξύ τους.
Μέσα στην Ευρωπαϊκή Επικράτεια, ευρύτερα γνωστή και ως Ευρωπαϊκή Ένωση (χάριν συντομίας ΕΕ), η μεγαλύτερη γλωσσική «οικογένεια» είναι εκείνη των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών. Η θεώρησή της ως τέτοιας δεν έχει να κάνει μόνο με τον μεγάλο αριθμό γλωσσών που φιλοξενεί στους κόλπους της (περί τις 25 γλωσσικές ποικιλίες), αλλά και με τους πολυάριθμους ομιλητές και τις γεωγραφικές εκτάσεις που αναλογούν σε καθεμία γλώσσα. Οι ομιλητές είναι περίπου 3.000.000.000 και οι πλείστες γλώσσες χρησιμοποιούνται ως πρώτες και συνάμα μαθαίνονται ως ξένες σε περισσότερα από ένα κράτη. Ανάμεσα στα γνωστότερα παραδείγματα Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών είναι η Αλβανική, η Αγγλική, η Γαλλική, η Γερμανική (Βόρειες, Ανατολικές και Δυτικές Γερμανικές Γλώσσες), η Ιταλική (από την πρώιμη μορφή της Λατινικής ως την τελική σύγχρονη μορφή της), η Ισπανική, ακόμα και η Ελληνική. Χαρακτηριστικό της ευρείας απήχησης που χαίρει η συγκεκριμένη γλωσσική «οικογένεια» είναι ότι κάποιες γλώσσες που ομιλούνται κυρίως στην Ασία, αρκετές εξ αυτών μειονοτικές, δανείστηκαν γραμματικοσυντακτικά και λεξιλογικά γνωρίσματα που τις κατέστησαν Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες, μεταξύ άλλων η Σανσκριτική και η Τοχαρική. Επίσης, αξιόλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ως υποκατηγορία των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών, οι Σλαβικές Γλώσσες, των οποίων η κραταιότερη χρόνια τώρα είναι η Ρωσική, ενώ ακολουθούν η Λευκορωσική, η Ουκρανική, η Τσεχική, η Βουλγαρική, η Σερβική κ.ά. Η δε παλαιοτέρα των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών είναι η Χεττιτική. Κάποιες Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες μπορεί να είναι και Λατινογενείς / Ρομανικές, όπως λ.χ. η Γαλλική, η Ιταλική, η Ισπανική και η Πορτογαλική. Αυτές έκαναν σταδιακά την εμφάνισή τους μετά την προοδευτική διάλυση και αποσύνθεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μια άλλη πολύ γνωστή γλωσσική «οικογένεια» είναι οι Ουραλοαλταϊκές / Ουγγροφιννικικές Γλώσσες, στις οποίες κατατάσσονται, μεταξύ άλλων, η Φινλανδική και η Ουγγρική. Σε αυτές συγκαταλέγονται επίσης και όλες οι Τουρκικές και Μογγολικές Διάλεκτοι, πέρα της επίσημης Τουρκικής και Μογγολικής αντιστοίχως, οι οποίες υπολογίζονται κοντά στις 30. Οι δε ομιλητές τους φαίνεται πως «σπάνε το φράγμα» των 150.000.000. Επίσης, ιδιαίτερα διαδεδομένες είναι οι Αφροασιατικές / Σημιτικές Γλώσσες, με περίπου 375 γλωσσικές ποικιλίες φιλοξενούμενες στην «οικογένειά» τους, των οποίων οι φυσικοί ομιλητές ανέρχονται στους 300.000.000 κατά προσέγγιση κατά μήκος της Υποσαχάριας Αφρικής. Με τη σειρά τους υποδιαιρούνται σε μικρότερες υποκατηγορίες, με κορωνίδα την Αραβική, ενώ υψηλά εμφανίζονται και τα ποσοστά της Εβραϊκής, ιδιαίτερα σε όσους είναι θρησκευόμενοι και ασχολούνται με θεολογικές σπουδές. Τέλος, άξια αναφοράς είναι η γλωσσική «οικογένεια» των Σινοθιβετικών Γλωσσών, η οποία φιλοξενεί στους κόλπους της περί τις 250 γλωσσικές ποικιλίες και έχει τους περισσότερους ομιλητές αμέσως μετά τις Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες, οι οποίοι κυμαίνονται μέσα σε άκρες στους 1.000.000.000.
Εν κατακλείδι, γίνεται αντιληπτό πως, αν κανείς προσπαθήσει να ψηλαφίσει και αναλύσει μια προς μια τις υφιστάμενες γλωσσικές «οικογένειες», θα του προκληθεί πονοκέφαλος βλέποντας όχι μόνο πόσες πολλές γλώσσες και διάλεκτοι ομιλούνται παγκοσμίως, αλλά πολύ περισσότερο πόσα μεθοδολογικά κενά υπάρχουν τα οποία πάντα θα αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης του πραγματικού αριθμού των πρώτων. Η απουσία γραπτών διαπιστευτηρίων, κυρίως για πολλές «νεκρές» πλέον γλώσσες, είναι ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ακριβή καταγραφή του συνολικού αριθμού γλωσσών και γλωσσικών «οικογενειών» και ο κλάδος της Συγκριτικής Γλωσσολογίας προσπαθεί να βρει εναλλακτικές διόδους για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αν και πότε θα συμβεί αυτό παραμένει άγνωστο. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το οποίο οφείλουμε να κάνουμε ως πολίτες του κόσμου είναι να σεβαστούμε και να προάγουμε όλες τις γλώσσες και τις «οικογένειές» τους ως ισάξιες και ισότιμες. Να μην επιτρέψουμε, όσο περνά από το χέρι μας βεβαίως, να «θανατωθεί» καμία άλλη γλώσσα, κάτι που θα καθιστούσε κάποια «οικογένεια» γλωσσών εκεί έξω φτωχότερη και θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να οδηγήσει στην αποδόμησή της. Γιατί καθεμία γλωσσική «οικογένεια», ανεξαρτήτως αριθμού γλωσσών, ποσοστού ομιλητών και γεωγραφικής έκτασης που καταλαμβάνει, είναι υψίστης σημασίας για την παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά για την οποία έδωσαν μάχη οι αρχαίοι πρόγονοί μας και την κράτησαν ελευθέρα και ζώσα κόντρα στις αντιξοότητες των καιρών.