Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Οι ξένες γλώσσες παρουσιάζουν μακρά ιστορία στην ελληνική εκπαίδευση και εν γένει πραγματικότητα. Όπως φυσικά και σε σύσσωμη την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Πριν την οποιανδήποτε ιστορική ανασκόπηση και προσέγγιση της γλωσσικής αλλά και ξενόγλωσσης -εκπαιδευτικής και όχι μόνο- πολιτικής στη χώρα μας, κρίνεται σκόπιμη η αποσαφήνιση ορισμένων σχετικών με το θέμα όρων. Πιο συγκεκριμένα:
- Πολιτική: Πρόκειται για ένα σύνολο οργανωμένων αποφάσεων και ενεργειών εκ μέρους ανθρώπων που επέχουν κάποια θέση εξουσίας ως προς ένα συνήθως ευρύ σύνολο ανθρώπων. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι ότι -τις περισσότερες τουλάχιστον φορές- έχουν λάβει το αξίωμα της εξουσίας τους από τις πλειοψηφικές θετικές ψήφους των ανθρώπων των οποίων ηγούνται και για τις τύχες των οποίων ως έναν βαθμό αποφασίζουν και πράττουν, π.χ. σε ο,τι αφορά τους μισθούς, τις φορολογίες κ.ά. Τέτοια παραδείγματα είναι οι πρόεδροι, οι πρωθυπουργοί και οι βασιλείς. Φυσικά, για πολιτική μπορεί να γίνει λόγος και σε περιπτώσεις όπου η ισχύς -με την έννοια της εξουσίας- περιορίζεται σε έναν μικρότερο αριθμό ανθρώπων, έστω στις περιπτώσεις του διευθυντή μιας επιχείρησης ή του δασκάλου ενός σχολείου. Τότε βέβαια η εξουσία δεν είναι απόρροια θετικών ψήφων του εξουσιαζόμενου συνόλου αλλά των εκάστοτε προβλεπόμενων διαδικασιών (Διοικητικά Συμβούλια, Γενικές Συνελεύσεις κ.ά.).
- Εκπαιδευτική πολιτική: Πρόκειται ουσιαστικά για μια πιο συγκεκριμενοποιημένη εκδοχή του όρου «πολιτική» όπως ο τελευταίος ορίστηκε παραπάνω. Αναφέρεται σε ένα σύνολο μεταρρυθμίσεων που γίνονται προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης τόσο των παιδιών και εν γένει νέων ανθρώπων όσο και των ενηλίκων και ειδικότερα των δασκάλων-εκπαιδευτικών. Οι εκάστοτε εφαρμοζόμενες εκπαιδευτικές πολιτικές έχουν συνήθως ισχύ σε εθνικό επίπεδο και αποφασίζονται από το Υπουργείο Παιδείας. Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η υποχρεωτική πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Ωστόσο, εκπαιδευτικές πολιτικές ενδέχεται κατά περίσταση να εφαρμόζονται τοπικά. Αυτό ισχύει π.χ. στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, όπου καθένα τμήμα δικαιούται να προσαρμόζει τους Οδηγούς Σπουδών στις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες. Έτσι, οι προϋποθέσεις φοίτησης σε μια σχολή ενός ΑΕΙ δύνανται να διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο από εκείνες μιας άλλης ενός άλλου ΑΕΙ της ίδιας χώρας. Οι κατά τόπους επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν είναι συνήθως άσχετες με τέτοιας λογής διαφοροποιήσεις.
- Γλωσσική πολιτική: Με τον όρο αυτόν υποδηλώνεται η στάση της Πολιτείας απέναντι στα γλωσσικά ζητήματα της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η επικράτηση της Αγγλικής ως της επίσημης ξένης γλώσσας στην ΕΕ ανήκει στον άξονα της γλωσσικής πολιτικής της τελευταίας. Επίσης, η χρήση της Δημοτικής στον καθημερινό-προφορικό λόγο στην Ελλάδα είναι δείγμα εθνικής γλωσσικής πολιτικής. Και σε αυτό το θέμα παίζουν σπουδαίο ρόλο οι επικρατούσες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.
- Ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική: Άμεσα συνυφασμένη με τη γλωσσική πολιτική κάθε κράτους. Ο όρος αναφέρεται στον σχεδιασμό της ένταξης και διδασκαλίας των ξένων γλωσσών στα εκπαιδευτικά ιδρύματα (σχολεία, πανεπιστήμια, ξενόγλωσσα φροντιστήρια). Στην ΕΕ, επομένως και στην Ελλάδα, η ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική στοχεύει στην έμπρακτη εφαρμογή των αρχών που διέπουν την Ενωμένη Ευρώπη, δηλαδή την αρμονική συνύπαρξη των λαών και την μεταξύ τους αλληλεγγύη και ενότητα.
- Πολυγλωσσία: Φαινόμενο το οποίο συνεπάγεται την επικοινωνία σε περισσότερες από μια γλώσσες εντός ενός κοινωνικού πλαισίου, με ή χωρίς τη συστηματική διδασκαλία καθεμίας εξ αυτών στα άτομα που τις ομιλούν. Ενισχυτικό ρόλο στην διαμόρφωση περιβαλλόντων με γλωσσική ποικιλομορφία στην ΕΕ παίζουν, εκτός από τα πολυάριθμα κράτη-μέλη (σήμερα 27 τω αριθμώ), και οι αυξητικές τάσεις των μεταναστευτικών και προσφυγικών κυμάτων από ιδρύσεως της τελευταίας (1993) μέχρι και τις μέρες μας. Αξιοσημείωτος είναι ο διαχωρισμός του όρου της πολυγλωσσίας στην Αγγλική σε “multilingualism”, που εστιάζει περισσότερο στην κοινωνική πολυγλωσσία, δηλαδή του συνόλου, και σε “plurilingualism”, που περιγράφει την ατομική πολυγλωσσία, οπότε το άτομο έχει την ικανότητα να διαχειριστεί πολλές γλώσσες ταυτοχρόνως, χωρίς αυτό απαραιτήτως να σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο και για τον ευρύτερο κοινωνικό περίγυρό του. Στον αντίποδα όλων αυτών βρίσκεται η μονογλωσσία, είτε κοινωνική είτε ατομική (monolingualism).
Οι πρώτες σοβαρές απόπειρες θεμελίωσης των ξένων γλωσσών ως μέρους του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος εμφανίστηκαν κατά την περίοδο του Απολυταρχισμού του Όθωνα (1834). Και αυτό είναι κάτι το απολύτως λογικό αν ληφθεί υπόψιν ότι η έλευση του Όθωνα, διαδεχθέντος τον Ιωάννη Καποδίστρια μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του το 1831, έγινε σε μια κοινωνικοπολιτικά αναστατωμένη χρονική περίοδο για την Ελλάδα. Η Επανάσταση του 1821 είχε μόλις ολοκληρωθεί και το νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος αγωνιζόταν να επουλώσει τις πληγές της μακροχρόνιας υποδούλωσης στον Τουρκικό Ζυγό. Το ζήτημα της εκπαίδευσης των Ελληνόπουλων ήταν αναπόφευκτο να μπει σε δεύτερη μοίρα κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Το πρώτο στίγμα της πολυγλωσσίας στα ελληνικά σχολεία άφησε η ένταξη της Γαλλικής στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Αυτή επρόκειτο να αποτελέσει τη μοναδική διδασκόμενη Γλώσσα καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου και για ένα μεγάλο μέρος του 20ου αι. μ.Χ. Και ουδόλως τυχαίως. Η Γαλλική ήταν κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα η Γλώσσα της ναυτιλίας, του εμπορίου, των πάσης φύσεως οικονομικών δραστηριοτήτων. Με άλλα λόγια, ήταν η Lingua Franca. Επιπλέον, εξέφραζε τις ιδέες του Διαφωτισμού αλλά και της Γαλλικής Επανάστασης περί ελευθερίας, ισότητας, αδελφοσύνης. Τιμής ένεκεν λοιπόν, αλλά και προκειμένου να μην αδικηθεί το μάθημα της Ελληνικής ως Γ1 των Ελληνόπουλων, ελήφθη η εν λόγω απόφαση. Σημειωτέον ότι αν κανείς το επιθυμούσε, μπορούσε να διδαχθεί άλλες γλώσσες της επιλογής του με ατομικά-ιδιαίτερα μαθήματα, όπως συνέβαινε και με άλλα «δευτερεύοντα» μαθήματα, λ.χ. τη Μουσική και τα Καλλιτεχνικά. Η παρουσία της Γαλλικής ως μοναδικής Γ2 στα ελληνικά σχολικά προγράμματα συνεχίστηκε μέχρι και τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945.
Μεσολάβησε η ίδρυση του Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών (Ι.Ξ.Γ.Φ. 1931) στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Με την έναρξη της λειτουργίας του το 1945 ενσωμάτωσε στους κόλπους του όλες τις Ξενόγλωσσες Φιλολογίες που υφίστανται σήμερα στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ονομασία που δόθηκε το 1954, έπειτα από σχετική απόφαση της Πανεπιστημιακής Συγκλήτου. Τα ιστορικά γεγονότα που διαδέχθηκαν τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως είναι η επικράτηση των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, αλλά και η ίδρυση οργανισμών και φορέων, π.χ. UNICEF, UNESCO, ΟΗΕ κ.ά., δεν επρόκειτο να αφήσουν την ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας ανεπηρέαστη. Η δυναμική της Γαλλικής άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί μπροστά στην Αγγλική. Οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί πίεζαν διαρκώς προς την κατεύθυνση της επικράτησης της Αγγλικής ως Lingua Franca και δαπανούσαν αξιόλογα χρηματικά ποσά για να φτιάξουν προγράμματα διάδοσης και διδασκαλίας της στο Εξωτερικό. Δεδομένης της σταδιακής αλλά συνάμα πολύ εμφανούς αύξησης των ομιλητών της Αγγλικής, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου η τελευταία να επικρατήσει κατά μήκος της Ευρωπαϊκής Επικρατείας. Αναπόφευκτα λοιπόν και τα ελληνικά Curricula αναδιαμορφώθηκαν. Η Αγγλική εισήλθε σε αυτά μαζί με τη Γαλλική, που όμως είχε αρχίσει να χάνει σημαντικά σε επιρροή και δυναμισμό. Σε αυτό έπαιξε σπουδαίο ρόλο, μεταξύ άλλων, η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ, 1957), στην οποία όλες οι Ευρωπαϊκές Χώρες κλήθηκαν να επιδιώξουν να ενταχθούν για να διατηρηθούν η ομόνοια και η ειρήνη μεταξύ των λαών. Ήταν μια κίνηση πέρα για πέρα αναγκαία εν μέσω της διαίρεσης του κόσμου σε Ανατολικό και Δυτικό Μπλόκο και των επακόλουθων αυτής σε όλα τα επίπεδα.
Κατά τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, οι οποίες υπήρξαν ιστορικοί σταθμοί για τα ελληνικά δεδομένα εξαιτίας του Πραξικοπήματος του 1967 και της επακόλουθης καλούμενης «Δικτατορίας των Συνταγματαρχών» (1967-1974), η ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας δεν επηρεάστηκε αρνητικά. Ίσα ίσα δρομολογήθηκε για να οδηγηθεί η χώρα στην πλήρη ένταξή της στην ΕΟΚ, η οποία ξεκίνησε το 1961 και ολοκληρώθηκε το 1980. Εξάλλου, μέχρι τότε είχαν ήδη ξεκινήσει τη λειτουργία τους όλα τα Ξενόγλωσσα Τμήματα του Ι.Ξ.Γ.Φ., με την αρχή να γίνεται από το Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας (1951-1952), τη συνέχεια να έπεται με το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας (1954-1955), και τελευταία κατά σειρά λειτούργησαν τα Τμήματα Ιταλικής και Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας (1960-1961). Τα Τμήματα Βαλκανικών και Ανατολικών Γλωσσών και Φιλολογιών δε λειτούργησαν ποτέ. Σε όλη αυτήν την κάθε άλλο παρά σταθερή για τη χώρα περίοδο θεσπίστηκαν η Αγγλική και η Γαλλική ως οι προβλεπόμενες Γ2 σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αρχής γενομένης από τα Λύκεια και τα καλούμενα «Γυμνάσια Ξένων Γλωσσών» (1962). Μόλις μια τετραετία μετά το πέρας της Στρατιωτικής Δικτατορίας και την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (1978), η Γερμανική κατέλαβε, κατόπιν σχετικού διατάγματος, την θέση της στα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών, αρχής γενομένης από τις τάξεις του Κλασικού Λυκείου. Αυτό το αποφασιστικό βήμα στην ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική της Ελλάδας επρόκειτο να αποτελέσει το εφαλτήριο για την δρομολόγηση της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών, πρώτα της Αγγλικής, έπειτα της Γερμανικής και της Γαλλικής, στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση στα τέλη της επόμενης δεκαετίας. Παράλληλα, τα ξενόγλωσσα ακαδημαϊκά τμήματα αυτονομήθηκαν και πήραν τη μορφή που ξέρουμε σήμερα, σηματοδοτώντας τον τερματισμό της λειτουργίας του Ι.Ξ.Γ.Φ. στην Θεσσαλονίκη. Τέλος, δημιουργήθηκαν σπουδαία προγράμματα προώθησης της πολυγλωσσίας και της διαπολιτισμικής κατανόησης στην Ευρώπη, όπως είναι το Erasmus+ (ανταλλαγή αλλοεθνών φοιτητών και συνακόλουθη ενίσχυση της κινητικότητάς τους μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κρατών), το Lingua (πρόγραμμα γλωσσομάθειας) και το Eurydice (σύστημα παροχής πληροφοριών αναφορικά με εκπαιδευτικά συστήματα και πολιτικές στις Ευρωπαϊκές Χώρες και τις κοινότητες αυτών). Και φυσικά, η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να απέχει από τη συμμετοχή σε όλα αυτά τα εκ των πραγμάτων πρωτοποριακά προγράμματα.
Οι επόμενες δεκαετίες, δηλαδή του 1990 και του 2000, αποτέλεσαν ιστορική τομή σε επίπεδο ξενόγλωσσης εκπαιδευτικής πολιτικής για όλα τα Ευρωπαϊκά Κράτη, επομένως και την Ελλάδα. Η Πρώην Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε (ΣΕ 1991) και έδωσε την θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 1992-1993). Οι ευρωπαϊκές αλλά και παγκόσμιες ανατροπές ως απόρροια των εν λόγω γεγονότων ήταν αναπόφευκτες και πέρα για πέρα αναμενόμενες. Η επισημοποίηση της τελευταίας πραγματοποιήθηκε στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας με την υπογραφή της ομώνυμης συνθήκης που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Νοεμβρίου 1993. Το 2001 (Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών) εγκρίθηκε και ψηφίστηκε το Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑΓ), το οποίο ορίζει μέχρι και σήμερα τις ικανότητες και δεξιότητες που θα πρέπει καθένας μαθητευόμενος μιας Γλώσσας να αποκτήσει, προκειμένου η διαδικασία της γλωσσομάθειας να θεωρείται επιτυχής. Τα ελληνικά σχολεία κλήθηκαν να δώσουν βαρύτητα στην «επικοινωνιακή προσέγγιση της Γλώσσας», σύμφωνα με την οποία η ξενόγλωσση εκπαιδευτική διαδικασία θα πρέπει να εστιάζει στην καλλιέργεια της ικανότητας των μαθητών να επικοινωνούν κατάλληλα και εποικοδομητικά σε διαφορετικά (πολυ)γλωσσικά και (πολυ)πολιτισμικά περιβάλλοντα. Για να καταστεί όμως κάτι τέτοιο εφικτό θα πρέπει πρώτα και κύρια να καλλιεργηθεί στα παιδιά η αξία του σεβασμού και της αποδοχής της πολιτισμικής ετερότητας, στο οποίο φυσικά δύναται να εξυπηρετήσει και η διαδικασία της γλωσσομάθειας. Αυτό ορίζεται ξεκάθαρα άλλωστε και στο Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγράμματος Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών (ΑΠΣ), τα οποία θεσπίστηκαν από το Υπουργείο Παιδείας σχεδόν ταυτόχρονα με την δημοσίευση του ΚΕΠΑΓ και είναι ουσιαστικά έμπρακτη εφαρμογή των προτάσεων του τελευταίου. Προς πανομοιότυπη κατεύθυνση κινήθηκε και το Ευρωπαϊκό Portfolio (2002), με στόχο την αυτοαξιολόγηση των μαθητών των ξένων γλωσσών σχετικά με τις γλωσσικές-επικοινωνιακές δεξιότητές τους σε πολυγλωσσικές-πολυπολιτισμικές περιστάσεις, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Πρόκειται στην ουσία για ένα είδος «γλωσσικής βιογραφίας» καθενός γλωσσομαθούς ανθρώπου. Πάνω σε αυτά τα πονήματα, μα πρωτίστως στο ΚΕΠΑΓ, το θεωρούμενο ως «Ευαγγέλιο των γλωσσών της Ευρώπης», βασίζεται από την αρχή του νέου αιώνα μέχρι και τις μέρες μας η εκμάθηση και διδασκαλία των 3 κύριων ξένων γλωσσών στα ελληνικά σχολεία: της Αγγλικής, της Γαλλικής, της Γερμανικής. Η αρχή έγινε από την Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (Γυμνάσια, Λύκεια), ενώ ακολούθησαν αργότερα οι 3 τελευταίες τάξεις του Δημοτικού (Δ’, Ε’, ΣΤ’ Δημοτικού). Σταδιακά, και κατόπιν πολλών ψηφισμάτων και νομοθετημάτων από τις διάφορες κυβερνήσεις που πέρασαν, η Αγγλική εξελίχθηκε σε πρώτη ξένη και διδάσκεται σε σχεδόν καθημερινή βάση εβδομαδιαίως από εκεί που διδασκόταν ως Γ2 μαζί με τη Γαλλική τον πρώτο καιρό της ένταξης των ξένων γλωσσών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα για 2-3 ώρες ανάλογα με την εκπαιδευτική βαθμίδα. Παράλληλα, η Γερμανική και η Γαλλική έγιναν Γ2 κατ’ επιλογή και οι διδακτικές ώρες τους ως τέτοιων τόσο στην Πρωτοβάθμια όσο και στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση δεν υπερβαίνουν τις 2 ώρες εβδομαδιαίως. Από την άλλη, κρίνεται σημαντικό να επισημανθεί ότι όλες οι υπόλοιπες ομιλούμενες στην ΕΕ γλώσσες δεν αδικούνται λόγω της μη εισαγωγής τους στα ελληνικά σχολεία, καθότι προβλέπεται η διδασκαλία τους σε ξενόγλωσσα κέντρα ή φροντιστήρια, όπως επίσης και η δυνατότητα ιδιαίτερων μαθημάτων, με οδηγό πάντα το ΚΕΠΑΓ τόσο στην εκμάθηση όσο και στις εξετάσεις καθεμίας εξ αυτών.
Στο παρόν κείμενο επιχειρήθηκε μια πρόχειρη και γενική, σε καμία περίπτωση όμως συστηματική ή επιστημονική, χρονολογική προσέγγιση της θέσης των ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, και πιο συγκεκριμένα στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, με απώτερο πάντα στόχο την προώθηση της πολυγλωσσίας δια των εφαρμοζόμενων γλωσσικών και ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών πρακτικών. Η εθνική ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική ανανεώνεται, τροποποιείται και επικαιροποιείται με βάση τις εξελίξεις στην Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Μεσούσης μιας περιόδου κατά την οποία μετανάστευση και προσφυγιά λαμβάνουν ογκώδεις διαστάσεις, καθιστώντας το Ελληνικό Κράτος πόλο έλξης για πολλούς ανθρώπους που αναζητούν απεγνωσμένα καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και επιβίωσης, κυρίως λόγω της γεωγραφικής θέσης της Ελλάδας στη Λεκάνη της Μεσογείου, γλωσσικά ζητήματα στην εκπαίδευση δεν μπορούν παρά να είναι μονίμως παρόντα σε σχετικές συζητήσεις και διαβουλεύσεις. Γεννάται έτσι μεταξύ άλλων το ερώτημα του βαθμού επάρκειας της κατάρτισης των ξενόγλωσσων εκπαιδευτικών τόσο στα σχολεία όσο και στα ξενόγλωσσα φροντιστήρια και κέντρα. Κατά πόσο επηρεάζονται οι στάσεις των ντόπιων απέναντι στα προφίλ των ξένων ανθρώπων μέσα από δημοσιεύματα του Τύπου ή τον τρόπο διδασκαλίας μαθημάτων, όπως της Ιστορίας, στα ελληνικά σχολεία, ιδιωτικά και δημόσια; Πώς θα επιτευχθεί η εξισορρόπηση ανάμεσα στην Ελληνική και τις γλώσσες όσων εισέρχονται στην Ελλάδα ως πρόσφυγες ή μετανάστες; Μήπως θα ήταν σκόπιμο να δημιουργούνταν κέντρα εκμάθησης της Ελληνικής αποκλειστικά για αλλοδαπούς, με παράλληλη παροχή υποστήριξης στις Γ1 τους; Τούτα είναι ορισμένα και μόνο ενδεικτικά ερωτήματα πάνω στα οποία η Ελληνική Πολιτεία θα κληθεί τα επόμενα χρόνια να δρομολογήσει την ξενόγλωσση εκπαιδευτική πολιτική της, καθώς όλα συγκλίνουν στο ότι η χώρα μας εξελίσσεται σε αγαπητό προορισμό για πολλούς ξεριζωμένους από χώρες όπως την Αλβανία, τη Συρία, τη Γεωργία και όχι μόνο. Επομένως θα πρέπει να γίνει μια σοβαρή προσπάθεια εξάλειψης διαφόρων αρνητικών στερεοτύπων εις βάρος των ξένων, που τείνουν να δημιουργούν προκαταλήψεις που διαιωνίζονται και κλονίζουν κάθε ισορροπία της από αρχαιοτάτων χρόνων ανοιχτής και φιλόξενης ελληνικής κοινωνίας. Τα στατιστικά στοιχεία σχετικών με την στάση των ντόπιων απέναντι στους μετανάστες και πρόσφυγες ερευνών που έχουν διεξαχθεί από αρμόδια ιδρύματα, όπως το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ), οδηγούν στον 21ο αιώνα σε θλιβερότατα συμπεράσματα για την αντιμετώπιση των τελευταίων από τους πρώτους. Αυτή είναι μια κατάσταση που είναι στο χέρι καθενός Έλληνα πολίτη να καταπολεμήσει, σε στενή συνεργασία πάντα με την Πολιτεία.