Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
«Οὐκ ἔστι Πειθοῦς ἱερόν ἄλλο πλήν λόγος.». Αυτό μας λέει ο Αρχαίος Έλληνας Τραγικός Ποιητής Ευριπίδης στη γνωστότερη ίσως Αρχαία Τραγωδία του ονόματι Αντιγόνη και μας καταδεικνύει ξεκάθαρα πόση πίστη υπήρχε στην δύναμη του λόγου / λεκτικού στοιχείου στην Αρχαία Ελλάδα. Αυτή συνίστατο -και συνίσταται- σε μια θεμελιώδη ιδιότητα του τελευταίου: την Πειθώ.
Πειθώ: όταν ο άνθρωπος εμπνέει αξιοπιστία με όσα λέει και κερδίζει τον σεβασμό του κοινωνικού περιγύρου του. Είτε πρόκειται για ρητορική, στην οποία απευθύνεται σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων προσπαθώντας να περάσει ένα οποιοδήποτε μήνυμα, είτε για διάλογο προς εύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης, είτε για έναν απλό λόγο κρίσεως προς έναν ή περισσότερους ανθρώπους, όλα αρχίζουν και τελειώνουν στην Πειθώ. Και μπορεί η Πειθώ να μην αποτελεί πάντα αυτοσκοπό σε μια γλωσσική πράξη / συζήτηση οποιουδήποτε είδους, ωστόσο είναι απαραίτητη για να καταλήξει κάπου ουσιαστικά η τελευταία για πομπό και δέκτη. Και επιθυμητή για τον πομπό, πέρα από απαραίτητη. Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το μικρό μας δαχτυλάκι, ποιος από εμάς ως πομπός δεν ήδεται όταν συνειδητοποιήσει πως μπορεί να κοινωνήσει τον κόσμο των αντιλήψεων και ιδεών του επιτυχώς σε έναν ή περισσότερους δέκτες;
Για να συνειδητοποιήσει κανείς την ευρύτητα της Πειθούς ως έννοιας, αρκεί να αναλογιστεί πως συνιστά από μόνη της πεδίο έρευνας της Γλωσσικής Επιστήμης. Χαρακτηριστικά μέσα Πειθούς:
- Επίκληση στη λογική: Κεντρική θέση εδώ κατέχουν τα επιχειρήματα και τα τεκμήρια που καθιστούν τα πρώτα αδιάσειστα. Με λογικές θέσεις, οι οποίες έχουν αποδειχθεί μέσα από έρευνες και πειράματα χρόνων, επιχειρείται να επιτευχθεί η Πειθώ και να αναθεωρήσει ο δέκτης τις πεποιθήσεις του πάνω σε κάποιο θέμα. Παραδείγματος χάριν: «Το κάπνισμα δημιουργεί σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς δύο εκ των κυριότερων ουσιών του τσιγάρου, η νικοτίνη και η πίσσα, έχουν αποδειχθεί πως προκαλούν γρήγορο εθισμό και μακροπρόθεσμο καρκίνο στους πνεύμονες αντιστοίχως. Είναι σημαντικό να μην ξεκινήσει κανείς το κάπνισμα και όσοι το έχουν ξεκινήσει να αναζητήσουν άμεσα επαγγελματική βοήθεια.».
- Επίκληση / Επίθεση στο συναίσθημα: Κεντρική θέση εδώ κατέχει ο συναισθηματικός κόσμος, με τεχνικές Πειθούς όπως η ευαισθητοποίηση και η αφύπνιση. Ενίοτε έχει και τη μορφή της επίθεσης στο συναίσθημα, καθώς χρησιμοποιούνται άλλες τεχνικές όπως ο συναισθηματικός εκβιασμός και η άμεση επίθεση στο φιλότιμο / αίσθημα τιμής του δέκτη (λασπολογία και συκοφαντική δυσφήμιση). Συνιστά ιδιαίτερα αγαπητό μέσο στη ρητορική, παίρνοντας τη μορφή ρητορικών ερωτημάτων, ερωτημάτων δηλαδή που δεν τίθενται για να απαντηθούν, αλλά για να αποτελέσουν τροφή για σκέψη, μια και οι απαντήσεις τους είναι προφανείς για την κοινή γνώμη. Παραδείγμα επίκλησης στο συναίσθημα: «Σου άνοιξα το σπίτι μου, σε φιλοξένησα, φάγαμε, ήπιαμε και συζητήσαμε μαζί. Νιώθεις εντάξει με τη συνείδησή σου ύστερα από όλη την καλή μου διάθεση απέναντί σου να με διαβάλεις κατά τον αισχρό αυτόν τρόπο στους κοινούς γνωστούς μας;». Παράδειγμα επίθεσης στο συναίσθημα: «Ποιος θα πάρει στα σοβαρά εσένα τιποτένιε άνθρωπε που με κάθε ευκαιρία λοιδορείς και εξευτελίζεις την υπόληψη των πολιτικών αντιπάλων σου ακόμα και πισώπλατα;».
- Επίκληση στο ήθος του πομπού: Κεντρική θέση εδώ κατέχει η εξύψωση του ήθους του πομπού συνήθως με την αναφορά του ίδιου στην ιδιότητά του ως καθ’ ύλην αρμοδίου για ένα ζήτημα, π.χ. «Οι παρέες σου μπορεί να σου λένε πως το να καπνίζεις σε κάνει μάγκα, όμως μπροστά σου έχεις τώρα έναν ιατρό ο οποίος σου παραθέτει μια σειρά από σοβαρές βλάβες που μπορούν να προκληθούν στην υγεία σου συν τω χρόνω. Ποιον θα ακούσεις;».
- Επίκληση στο ήθος του δέκτη: Κεντρική θέση εδώ κατέχει η εξύψωση του ήθους του δέκτη, ώστε να επιτευχθεί η ταύτιση με τις απόψεις του πομπού, π.χ. «Από έναν άνθρωπο που αρέσκεται τόσο πολύ να γυμνάζεται και να προάγει την υγιεινή στάση ζωής δεν θα περίμενα ποτέ πως θα τον αντίκριζα με το τσιγάρο στο χέρι. Είμαι σίγουρος πως επρόκειτο για μια στιγμή αδυναμίας, από αυτές που όλοι οι άνθρωποι έχουμε, και δεν θα επαναληφθεί.».
- Επίκληση στην αυθεντία: Κεντρική θέση εδώ κατέχει κάποια εξέχουσα προσωπικότητα της Επιστήμης, του Πνεύματος, των Γραμμάτων και των Τεχνών, η οποία με την τοποθέτησή της επί ενός ζητήματος έχει επηρεάσει διαχρονικά την στάση της ανθρωπότητας απέναντι στο εν λόγω ζήτημα. Παραδείγματος χάριν: «Ο ίδιος ο Χριστός είχε πει πως δεν πρέπει να κρίνουμε για να μην κριθούμε. Ποιοι είμαστε εμείς που θα κρίνουμε τα ελαττώματα του συνανθρώπου μας δίχως να είμαστε οι ίδιοι τέλειοι;».
Και τώρα θα ήθελα να θίξω έναν προβληματισμό που άπτεται άμεσα της θέσης της Πειθούς στον σύγχρονο κόσμο. Στον 21ο αιώνα μ.Χ., ο ανταγωνισμός είναι έντονος και αισθητός σε όλα τα επίπεδα. Από την αγορά ακινήτων και την εύρεση ερωτικών συντρόφων μέχρι την επαγγελματική αποκατάσταση και μετέπειτα ανέλιξη. Προκειμένου να πολλαπλασιάσει ο άνθρωπος την επιτυχία του μέσα σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται και να καταφέρει να βγει όσο το δυνατόν αλώβητος μέσα από αυτόν τον αγώνα, η Πειθώ είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Άπαντες το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό και αναρωτιούνται διαρκώς πώς θα καταφέρουν να γίνουν πειστικότεροι, να δώσουν το στίγμα τους και να κερδίσουν τον σεβασμό του περιγύρου τους. Απευθύνονται σε ειδικούς ψυχικής υγείας, επαγγελματικούς συμβούλους, ακόμα και σε επαγγελματίες διαφόρων κλάδων που κατάφεραν να ανελιχθούν και να καταξιωθούν στον τομέα τους. Λαμβάνουν χρήσιμες συμβουλές, τις οποίες καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να εφαρμόσουν στην πράξη, δίχως όμως πολλές φορές να βλέπουν το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Τι ευθύνεται για αυτό; Είναι σημαντικό, πριν γίνει συζήτηση, να έχουμε άπαντες μια απαράβατη αρχή υπόψιν: ότι πείθουμε με τα λόγια και όχι με τα χέρια. Δια του λόγου και όχι δια της βίας. Δανειζόμενος τα λόγια του Αρχαίου Τραγικού Ποιητή Αγάθωνος: «Γνῶμαι πλέον κρατοῦσιν ἤ σθένος χερῶν.». Επομένως, όποιος θέλει να λέει την αλήθεια ισχυριζόμενος πως πείθει, «παίρνει αυτό που θέλει», θα πρέπει να το πράττει με τα λόγια. Ειδάλλως μιλάμε για στεγνό εκφοβισμό / τραμπουκισμό και αυτό δεν έχει καμία σχέση με την Πειθώ, παρότι πολλάκις ταυτίζονται εσφαλμένα αυτές οι έννοιες.
Κατά τη γνώμη μου, ένα συχνό λάθος, το οποίο εξηγεί γιατί πολλές κατά τα άλλα επιβλητικές προσωπικότητες υστερούν στην Πειθώ, είναι ότι παραγνωρίζουν άλλες σημαντικές πτυχές ενός ανθρώπου με Πειθώ. Δεν αρκεί ένας αμιγώς πειστικός λόγος για να εκπέμψει κανείς Πειθώ. Είναι υψίστης σημασίας και η γλώσσα του σώματος που τον συνοδεύει να είναι η κατάλληλη. Πώς είναι δυνατόν ο συνακροατής / συνομιλητής μας να πειστεί για την ισχύ όσων λέμε όταν η μη λεκτική επικοινωνία μας αποπνέει ανασφάλειες και αμφιβολίες; Αυτές αντανακλούν στο λόγο μας και έτσι οι λέξεις χάνουν το νόημα ή ακριβέστερα την πειστικότητά τους. Τι νόημα έχει π.χ. να προσπαθεί ένας άνθρωπος να πείσει για την αθωότητά του όταν ενώπιον του δικαστηρίου τα χέρια και τα χείλη του τρέμουν ενώ εκφέρει λόγο;
Επιπροσθέτως, είναι σημαντικό να έχουμε διάκριση πώς και πότε θα πούμε κάτι. Αυτά είναι πολλές φορές σημαντικότερα από αυτό που λέγεται καθαυτό, ως προς το περιεχόμενό του. Για παράδειγμα, τι νόημα έχει να προσπαθούμε να πείσουμε έναν άνθρωπο ο οποίος έχει αποφασίσει να παραιτηθεί από την δουλειά του χωρίς να έχει βρει πού θα εργαστεί μετά πως πρόκειται να κάνει μια κίνηση βεβιασμένη την οποία θα μετανιώσει; Η συναισθηματική του φόρτιση εκείνη την στιγμή έχει θολώσει την κρίση του και δεν του επιτρέπει να δει τα πράγματα καθαρά. Ή τι νόημα έχει να εκφράσουμε αγανάκτηση στον φίλο μας, ο οποίος καθυστέρησε στην προγραμματισμένη συνάντησή μας, χρησιμοποιώντας μειωτικούς χαρακτηρισμούς προς τον ίδιο; Αυτοί θα γεννήσουν αναπόφευκτα αισθήματα θυμού από την πλευρά του δέκτη και το κέντρο βάρους της συζήτησης θα μετατοπιστεί προς λανθασμένη κατεύθυνση. Ενώ αρχικά δηλαδή ήταν στραμμένο προς την ασυνέπεια του τελευταίου, μια συμπεριφορά ομολογουμένως ασεβής, θα στραφεί προς την δική μας επιθετική στάση, συμπεριφορά επίσης κοινωνικά μη αποδεκτή.
Και βέβαια, το κυριότερο κατ’ εμέ στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν για να γίνει ο λόγος μας πειστικότερος δεν είναι άλλο από την (α)καταλληλότητα της εκάστοτε περίστασης. Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω πόσο σημαντικό είναι να μην υποτιμούμε την δύναμη της σιωπής, εφόσον οι περιστάσεις την επιτάσσουν. Μερικές φορές, όσο δύσκολο και αν μπορεί να είναι για τον εγωισμό και την ενδόμυχη ανάγκη μας να συμβαδίσουν οι άλλοι με τη νοοτροπία μας, η σιωπή είναι η καλύτερη λύση για να επιτύχουμε την Πειθώ μας αλλά προπάντων για να μην χάσουμε την ψυχική ηρεμία μας. Ας αναρωτηθούμε λίγο σε τι ωφελεί μια στιγμιαία ευχαρίστηση πως πείθουμε, επιβαλλόμαστε, έχουμε πέραση, μπροστά στην απώλεια της ψυχικής ηρεμίας μας που θα χρειαστεί χρόνο και προσπάθεια για να επανέλθει; Σιωπή. Μια λέξη, μια ριζική λύση για πολλά (φαινομενικά) προβλήματα. Για παράδειγμα, όταν προσπαθούμε να πείσουμε έναν άνθρωπο πως η πεποίθησή του πως απέχοντας από τις εθνικές εκλογές κάνει καλό στα κοινά του τόπου του είναι εσφαλμένη, είναι πολύ πιθανόν κάθε μας προσπάθεια, επιχείρημα, τεκμήριο, επίκληση παντός είδους να μην αποδώσει, μια και ο ίδιος έχει ήδη πάρει τις αποφάσεις του. Με το να επιμένουμε στον διάλογο, ενώ είναι ξεκάθαρο πως ακούει για να πει αυτά που πιστεύει ο ίδιος και όχι για να επεξεργαστεί αυτά που του παρατίθενται, δεν καταφέρνουμε παρά να κάνουμε μια τρύπα στο νερό. Σεβόμενοι λοιπόν τόσο τον εαυτό μας όσο και το δικαίωμα του ίδιου να αποφασίζει χωρίς να του κουνά κάποιος το δάχτυλο, θα πρέπει να επιλέξουμε τη σιωπή. Και ποιος ξέρει; Μπορεί αυτή η σιωπή να ηχήσει τόσο δυνατά στη συνείδησή του που να τον κάνει μελλοντικά να αναθεωρήσει την στάση του απέναντι στο ζήτημα της συμμετοχής στις κάλπες. Αν συμβεί αυτό, θα είμαστε κερδισμένοι χάρη στην Πειθώ που αποπνεύσαμε. Αν δεν συμβεί, πάλι θα είμαστε κερδισμένοι, διότι θα έχουμε φερθεί με σεβασμό απέναντι στον εαυτό μας και στην ελεύθερη βούληση του άλλου.
Θα παρομοίαζα την Πειθώ με το κλασικό πρότυπο ανθρώπινης συμπεριφοράς, η οποία γίνεται απόμακρη και δυσπρόσιτη όσο κυνηγείται ο άνθρωπος λυσσαλέα, ωστόσο κεντρίζεται το ενδιαφέρον της όταν κανείς εκπέμπει αυτοπεποίθηση, αυτοεκτίμηση και μαχητικότητα. Στην δική μου κρίση, το τρίπτυχο της Πειθούς είναι το εξής: α) (α)καταλληλότητα περίστασης, β) τι πρέπει να ειπωθεί και (κυρίως) πώς και πότε και γ) σωστός συνδυασμός λεκτικής και μη λεκτικής επικοινωνίας όταν εκφέρεται προφορικός (δημόσιος) λόγος. Εφόσον όλες οι προαναφερθείσες πτυχές αξιολογούνται σωστά κατά περίσταση, μπορεί κανείς να πει πως έχει κάνει τα πρώτα τολμηρά βήματα προς την κατεύθυνση του να γίνει πιο πειστικός.
Η Πειθώ είναι μια τέχνη του (δια)λόγου, της ομιλίας και προπάντων της ίδιας της ζωής. Παρά τις κάποιες κοινές αρχές που την διέπουν και αναφέρθηκαν παραπάνω, δεν είναι απαραίτητο πως όλοι την αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Μπορεί λ.χ. κάποιος να θεωρήσει Πειθώ ακόμα και το γεγονός ότι οι άλλοι αφιέρωσαν χρόνο για να ακούσουν και να επεξεργαστούν την δική του οπτική, ακόμα και αν στο τέλος δεν ήταν αυτή η οποία «πέρασε» ως η σωστή. Κάθε άνθρωπος λοιπόν θα πρέπει να αναζητήσει μέσα του πώς ακριβώς αντιλαμβάνεται την έννοια της Πειθούς, τι επιθυμεί να επιτύχει κάθε φορά μέσα από αυτήν και, υπό την καθοδήγηση εξειδικευμένων επαγγελματιών, να αναγνωρίσει ποια βήματα θα τον οδηγήσουν στον πολυπόθητο στόχο της επίτευξης του μέγιστου δυνατού βαθμού Πειθούς. Θέλει πολλή δουλειά, πειθαρχία και υπομονή όλη αυτή η διαδικασία, ωστόσο αξίζει τον κόπο, καθώς ο μεστός και πειστικός λόγος μπορεί να μαλακώσει και γλυκάνει τα οστά, το σώμα, την ψυχή, τη φύση ολόκληρη του ανθρώπου. «Λόγος καλός ὀστοῦν κατεάξει» σύμφωνα με μια αρχαιοελληνική παροιμία και «Πάντες τοῖς λόγοις αναπτεροῦνται» κατά τον Αρχαίο Έλληνα Κωμωδιογράφο Αριστοφάνη (βλ. Αριστοφάνους Όρνιθες).