Παραγλωσσολογία / Παραγλώσσα, Γλώσσα του Σώματος και Μη Λεκτική Επικοινωνία

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Παραγλωσσολογία (Paralinguistics) / Παραγλώσσα (Paralanguage): Όλα τα Μη Λεκτικά Στοιχεία της Επικοινωνίας, τα οποία ουσιαστικά την διανθίζουν. Προσωδία, επιτονισμός, εστίαση και ένταση είναι μερικά μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα στοιχείων Παραγλωσσολογίας / Παραγλώσσας. Δι’ αυτών διαμορφώνεται ένα είδος Μετα-επικοινωνίας, στο οποίο η Επικοινωνία είναι μεν στο επίκεντρο, ωστόσο ξεφεύγει από τον αμιγώς γλωσσικό χαρακτήρα της και επεκτείνεται σε επίπεδο ανθρώπινης συνύπαρξης και συσχέτισης. Αν λοιπόν φανταστούμε την Παραγλωσσολογία σαν κλάδο της Γλωσσολογίας, ο βασικός ερευνητικός προβληματισμός της θα μπορούσε να συνυφανθεί στο εξής ερώτημα: «Πώς / Με ποια στοιχεία εμπλουτίζεται / διανθίζεται η Επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πάντα με θεμέλιο στήριγμα τη Γλώσσα, ώστε να αποκτήσει χρώμα και ζωντάνια;». Όχι απλά λοιπόν δεν αλλοιώνεται το νόημα των λέξεων, όπως κάποιες φωνές κυρίως ακραίων συντηρητικών υποστηρικτών της Γλώσσας κινδυνολογούν, αλλά ισχυροποιείται, παίρνει σάρκα και οστά.

Τομή στην εξέλιξη και ιστορία της Παραγλωσσολογίας υπήρξαν τα ευρήματα του Τζωρτζ Λέοναρντ Τράγκερ (George Leonard Trager 1906-1992), τέως προέδρου της Γλωσσολογικής Εταιρείας της Αμερικής (Linguistic Society of America) στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μόλις την προηγούμενη δεκαετία, δηλαδή το 1950, και ενόσω ακόμα εργαζόταν για λογαριασμό του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, είχε οραματιστεί την Παραγλώσσα. Στόχος του ήταν να περιγράψει τα χαρακτηριστικά του Λόγου τα οποία τον διανθίζουν και καταδεικνύουν πως η Επικοινωνία / Γλωσσική Πράξη είναι πολλά περισσότερα από λέξεις και φράσεις μεμονωμένες οι οποίες μπαίνουν σε λογικά προκαθορισμένη σειρά για να παραχθεί νόημα. Η δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων σε 3 διαδοχικούς τόμους (1958, 1960, 1961) ήταν το εφαλτήριο για μια σειρά διεπιστημονικών αναλύσεων και συνεργασιών στα χρόνια που ακολούθησαν.

Για παράδειγμα, ο Τσαρλς Φράνσις Χόκετ (Charles Francis Hockett 1916-2000) στήριξε πάνω στο μοντέλο της Παραγλώσσας, όπως την οραματίστηκε ο Τράγκερ, την θεωρία του περί Περιγραφικής Γλωσσολογίας και της χρησιμότητας αυτής στην Παραγλωσσολογία. Η Κινησιολογία, η οποία οφείλει την επινόηση και πρώτη χρήση της ως επιστημονικής ορολογίας στον ανθρωπολόγο Ρέιμοντ Μπίρντουιστελ (Raymond Birdwhistell 1918-1994), συμβαδίζει με την Παραγλωσσολογία και πιθανότατα θεωρείται προέκτασή της, καθώς, λόγω της φύσης και του ιδρυτή της, προσφέρει έναν μάλλον ανθρωπολογικό / ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα στην ερμηνεία της Μη Λεκτικής Επικοινωνίας. Έτσι δεν υποκαθιστά την προσέγγιση της Παραγλωσσολογίας και του Τράγκερ, ωστόσο σίγουρα τη συμπληρώνει. Η Παραγλωσσολογία και τα παρελκόμενα πεδία αυτής εμφανίστηκαν σε μια περίοδο που η Γλωσσολογία γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη. Μάλιστα, επί προεδρίας του Τράγκερ στη Γλωσσολογική Εταιρεία της Αμερικής (1960) συστηματοποιήθηκε προοδευτικά η Γλωσσολογία ως Επιστήμη με σαφή εργαλεία και συγκεκριμένες στοχοθεσίες.

Η Γλώσσα και οι λειτουργίες της βρίσκονται στο επίκεντρο των Γλωσσικών Επιστημών. Ο χρονικός προσδιορισμός της γέννησης της Γλώσσας αποτελεί δύσκολο εγχείρημα και οι σχετικές εκτιμήσεις ποικίλουν και αντιφάσκουν. Κάποιες κάνουν λόγο για σταδιακή εμφάνισή της κατά την Παλαιολιθική (1.000.000-10.000 π.Χ.), άλλες κατά τη Νεολιθική Εποχή (6.500-3.000 π.Χ.). Αρκετή απήχηση φαίνεται να έχει η αφήγηση της Γενέσεως, του γνωστότερου πιθανώς βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης και γενικότερα της Αγίας Γραφής, που αναφέρεται στον Πύργο της Βαβέλ και πώς αυτός, όπως όλα δείχνουν, εναπέθεσε τα πρώτα σπέρματα Γλώσσας στην ανθρωπότητα. Πιο συγκεκριμένα, η Θεόσταλτη Γλωσσική Σύγχυση, που στόχο είχε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να αγγίξουν με το οικοδόμημά τους τον Ουρανό ως Θείο Κτίσμα, ανέδειξε την ανάγκη θέσπισης κοινών Κωδικών Επικοινωνίας προς επίτευξη προόδου. Καμία όμως από αυτές τις εκδοχές δεν έχει στοιχειοθετηθεί πλήρως, ως εκ τούτου αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα με επιφυλακτικότητα και μετριοπάθεια. Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η Γλώσσα του Σώματος, η επονομαζόμενη Μη Λεκτική Επικοινωνία.

Η Γλώσσα του Σώματος είναι πολύμορφη. Θα μπορούσαμε να ισχυριζόμασταν ότι το ίδιο το Εξωτερικό Περίβλημα συνιστά Γλωσσικό Τύπο. Βλέμμα και κορμοστασιά αποτυπώνουν με σαφήνεια και στόμφο όσα μερικές φορές στόμα και γλώσσα δεν βρίσκουν τις κατάλληλες λέξεις να εκφράσουν. Ακόμα, η σιωπήείναι εκφραστικό μέσο με ανυπολόγιστη ισχύ. Το γνωστό ρητό «Η σιωπή μου προς απάντησή σου» μαρτυρά, μεταξύ άλλων, πόσο εκφραστικός δύναται κανείς να γίνει απλά και μόνο κρατώντας χείλη σφραγισμένα και στόμα κλειστό. Επιπροσθέτως, αξιόλογο ενδιαφέρον εμφανίζουν τα αγγίγματα, η σωματική επαφή. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε δύο κατηγορίες Μη Λεκτικής Επικοινωνίας: α) την θετικά φορτισμένη, β) την αρνητικά φορτισμένη.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα για την πρώτη κατηγορία θα μπορούσαν να ήταν η αγκαλιά, το φιλί και το χάδι ως εκφραστές ανιδιοτελούς και ειλικρινούς αγάπης προς οικεία πρόσωπα. Με τη σειρά τους, αυτά τα παραδείγματα μπορούν να υποδιαιρεθούν σε υποκατηγορίες, π.χ. στην περίπτωση του φιλιού έχουμε το φιλικό φιλί στο μάγουλο και το ερωτικό φιλί στο στόμα.

Στην δεύτερη κατηγορία θα μπορούσαμε να κατατάσσαμε την κλωτσιά, την σπρωξιά, το χαστούκι και πάσα σωματική βία. Στόχος αυτών των αρνητικών μορφών Μη Λεκτικής Επικοινωνίας, των οποίων οι εντάσεις παρουσιάζουν διακυμάνσεις, είναι προφανώς να εκφράσουν απέχθεια, θυμό και ίσως μίσος.

Ενίοτε, οι αρνητικές μορφές Μη Λεκτικής Επικοινωνίας μπορούν να έχουν και θετικό περιεχόμενο, για παράδειγμα οι ήπιες φιλικές «κλωτσιές» και τα επιπόλαια ερωτικά «χαστούκια». Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε πως ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή πως οι θετικές μορφές Μη Λεκτικής Επικοινωνίας ενέχουν αρνητικό πρόσημο. Αποτελεί πραγματικά κάτι το αξιοθαύμαστο πώς κινήσεις και χειρονομίες φαινομενικά απλές και καθημερινές στην πραγματικότητα υποκρύπτουν βαθύτερα μηνύματα.

Η πολυπλοκότερη όψη της Μη Λεκτικής Επικοινωνίας είναι η Γλώσσα της Τεχνολογίας. Η εκδοχή που επιστημονικά κερδίζει τους περισσότερους πόντους μεταξύ των κύκλων της Γλωσσολογίας στηρίζεται στην πεποίθηση ότι πρόκειται για έναν αρκετά πρωτότυπο συνδυασμό Λεκτικής και Μη Λεκτικής Επικοινωνίας. Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται οι προσωπικότερες μορφές τηλεπικοινωνίας, π.χ. οι βιντεοκλήσεις, ενώ στην δεύτερη οι πιο απρόσωπες, π.χ. τα γραπτά μηνύματα και οι τηλεφωνικές κλήσεις χωρίς βιντεοκάμερα. Μάλλον όμως τείνει στο σύνολό της περισσότερο προς τη Μη Λεκτική Επικοινωνία, κυρίως επειδή δεν γίνονται πάντοτε σεβαστοί οι θεμελιώδεις κανόνες της Καθομιλουμένης και Γραπτής Γλώσσας. Μια εξέλιξη σίγουρα ανησυχητική για το μέλλον της Ανθρώπινης Γλώσσας και Επικοινωνίας. Διότι, αν η τελευταία αφομοιωθεί από τη Γλώσσα της Τεχνολογίας, οι ανά τον κόσμο γλώσσες αργά ή γρήγορα θα «αφανιστούν». Πλέον η Επικοινωνία θα ορίζεται από εξωγενείς παράγοντες και όχι από εμάς τους ίδιους. Επιπροσθέτως, η Γλώσσα του Σώματος θα πάψει ουσιαστικά να υφίσταται λόγω της απόστασης που επιτρέπουν τα Τεχνολογικά Μέσα.

Βλέπουμε λοιπόν πως με τη Γλώσσα του Σώματος δεχόμαστε και στέλνουμε μηνύματα από και προς το περιβάλλον μας. Συχνά επαρκεί για να εκπέμψουμε προς τον έξω κόσμο την αλήθεια της ψυχής μας. Αδικήθηκε πολύ επί της πανδημίας του COVID-19 με τα προστατευτικά μέτρα που αυτός εισήγαγε, κυρίως εξαιτίας της κοινωνικής αποστασιοποίησης που δεν επέτρεπε σωματική και άρα συναισθηματική εγγύτητα. Σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τη Λεκτική Επικοινωνία, την ειδοποιό διαφορά μας από τα υπόλοιπα έμβια όντα. Αν τη χρησιμοποιούμε συνετά, μπορεί να ομορφύνει τη συμβίωσή μας στον υπερθετικό βαθμό. Αντιθέτως, η εσφαλμένη χρήση της συνεπάγεται παρεξηγήσεις. Στο τέλος της ημέρας, η Παραγλωσσολογία και ειδικά η Γλώσσα του Σώματος δεν αποτελούν φαινόμενα μεμονωμένα, ασυντόνιστα και αόριστα «να είχαμε να λέγαμε». Σε αυτές κρύβονται συχνά οι απλές απαντήσεις που αναζητάμε στα περίπλοκα υπαρξιακά ερωτήματά μας.

Ιδού́ νυν καιρός ευπρόσδεκτος αν θέλουμε η Παραγλωσσολογία / Παραγλώσσα να γίνει -στον βαθμό́ του δυνατού́- παράγοντας ενισχυτικός και όχι τοξικός για τη Γλώσσα και να μας επιτρέψει να οραματιζόμαστε την τελευταία πολυποίκιλη, ζωντανή́ και βιώσιμη μέσα στον πανδαμάτορα χρόνο.