Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Στις 21 Φεβρουαρίου 1952, η ανθρωπότητα σημαδεύτηκε από ένα συγκλονιστικό περιστατικό αιματοχυσίας, πίσω από το οποίο κρυβόταν η απεγνωσμένη προσπάθεια μιας μερίδας ανθρώπων, νεαρών φοιτητών πιο συγκεκριμένα, να διαφυλάξουν την τοπική διάλεκτο της γλώσσας τους, η οποία κινδύνευε να τεθεί σε καθεστώς ανυπαρξίας, άρα να «πεθάνει», εξαιτίας της μικρής επικοινωνιακής ισχύος της. Αναλυτικότερα, κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, φοιτητές του Ανατολικού Πακιστάν, δηλαδή του σημερινού Μπαγκλαντές, ξεχύθηκαν μαζικά στους δρόμους για να διαδηλώσουν κατά της απόφασης της τότε Κυβέρνησης της χώρας να υιοθετήσει καθολικά την επίσημη πακιστανική «Ουρντού», καταργώντας τη μειονοτική διάλεκτο «Μπενγκάλι». Η εξέγερση αυτή πνίγηκε στο αίμα, καθώς κατά την διάρκεια των συγκρούσεων με την αστυνομία του Πακιστάν, η οποία προσπάθησε να διαλύσει το οργισμένο πλήθος δια της βίας, τραυματίστηκαν θανάσιμα τουλάχιστον τέσσερις άνθρωποι, ενώ δεκάδες ακόμα χρειάστηκαν να νοσηλευτούν άμεσα διατρέχοντας σοβαρό κίνδυνο να εξελιχθεί σε μη αναστρέψιμη η κατάσταση της υγείας τους. Το αιματηρό συμβάν έμεινε γνωστό ως η Σφαγή της Ντάκα. Προς τιμήν των νέων αυτών ανθρώπων που ουσιαστικά έδωσαν τις ζωές τους αγωνιζόμενοι για να μην απολέσουν τη γλωσσική και κατ’επέκταση πολιτισμική ταυτότητά τους, στο πλαίσιο του «Γλωσσικού Κινήματος» όπως ονομάστηκε και αναβιώνει σε ετήσια βάση στο Μπαγκλαντές, η Γενική Συνέλευση της UNESCO ψήφισε και θέσπισε το Νοέμβριο του 1999 την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας. Ο εορτασμός αυτής ξεκίνησε επίσημα τον Φεβρουάριο του 2000 (21 Φεβρουαρίου 2000). Έκτοτε, η ημέρα αυτή χαίρει διπλής σημασίας: αφενός μεν αποτελεί ημέρα μνήμης για τα νέα παιδιά του Πακιστάν που χάθηκαν πρόωρα και βάναυσα, αφετέρου δε είναι ημέρα-σύμβολο, με την έννοια ότι έρχεται να υπενθυμίσει στην ανθρωπότητα πως η προώθηση της πολυγλωσσίας και της γλωσσικής πολυμορφίας μπορεί να αποτελέσει εγγύηση για την ομαλή συνύπαρξη και την ισότητα όλων των λαών και των πολιτισμών τους. Σε αντίθεση με την αυθαίρετη επικράτηση των λεγόμενων «ισχυρών» γλωσσών που οδηγεί σε συγκρούσεις και συρράξεις με τραγικά αποτελέσματα, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα καθεστώς μονογλωσσίας ή αν μη τι άλλο πολύ επιλεκτικής «πολυγλωσσίας». Το 2008, η Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) επισημοποίησε την αναγνώριση της Παγκόσμιας Ημέρας Μητρικής Γλώσσας και έτσι θεσπίστηκε το Παγκόσμιο Έτος Γλωσσών. Σημειωτέον ότι είχε προηγηθεί το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (2001) με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Το καίριο ερώτημα που ανακύπτει με αφορμή αυτήν την ημέρα και συζητείται από ετών μεταξύ των επιστημόνων της γλώσσας (γλωσσολόγων και φιλολόγων σε πρώτη γραμμή) ακούει στον εξής προβληματισμό: «Πώς θα επιτευχθεί η ισότιμη αντιμετώπιση όλων των γλωσσών και των επιμέρους διαλέκτων της ανθρωπότητας, και μάλιστα σε έναν κόσμο που διαρκώς αλλάζει, τροποποιείται, ανανεώνεται, με γοργότατους ρυθμούς και τρόπους που άλλοτε κανείς δεν θα εδύνατο καν να διανοηθεί;». Αυτήν την στιγμή υπολογίζεται ότι ανά τον κόσμο ομιλούνται περί τις 6.000 γλώσσες, συμπεριλαμβανομένων και των διαλέκτων τους. Είναι όμως ένα νούμερο το οποίο η επιστημονική κοινότητα αντιμετωπίζει με πολύ μεγάλη επιφυλακτικότητα, διότι διαρκώς «πεθαίνουν» παλιές και «γεννιούνται» νέες γλώσσες. Οι περισσότερες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για σχεδόν βέβαιη πτωτική πορεία τα επόμενα χρόνια ως προς τον συνολικό αριθμό των ομιλούμενων ανά την υφήλιο γλωσσών. Με άλλα λόγια, οι γλώσσες και κυρίως οι επιμέρους διάλεκτοι που «σβήνουν» παρουσιάζονται δυσανάλογα περισσότερες σε σύγκριση με εκείνες που «έρχονται στο φως». Ο λόγος δεν είναι άλλος από την επικράτηση των γλωσσών παγκοσμίου κύρους, όπως είναι η Αγγλική, η Γαλλική, η Γερμανική, που αναπόφευκτα δεν αφήνουν πολλά περιθώρια σε άλλες -τουλάχιστον θεωρητικά- «ανίσχυρες» γλωσσικές διαλέκτους, όπως τα Χίντι της Ινδίας ή τα Σουαχίλι της Αφρικής, να «ανθίσουν», ιδίως μέσα στα όρια της Ευρωπαϊκής Επικράτειας. Ακόμα και αν εντός των συνόρων της τελευταίας δεν διαμένουν φυσικοί ομιλητές τοιούτων γλωσσών και διαλέκτων, δεν σημαίνει επ’ουδενί λόγω ότι η προώθησή τους, έστω και ως δεύτερων ή ακόμα και τρίτων ξένων γλωσσών, δεν θα δημιουργούσε ευνοϊκούς όρους για γλωσσικό και συνάμα διαλεκτικό εμπλουτισμό του δημοσίου λόγου στην Ευρώπη.
Εκτός όμως από τις αντικειμενικά πολυάριθμες γλώσσες που ομιλούνται παγκοσμίως, η αρμονική συνύπαρξη όλων τους δυσχεραίνεται και εξαιτίας μιας ακόμα σημαντικής παραμέτρου, που δεν είναι άλλη από τις πολλές διαφορετικές διαλεκτικές ποικιλίες που «υπάγονται» σε κάθε γλώσσα ανεξάρτητα από την ισχύ καθεμίας σε πραγματολογικό επίπεδο. Και δεν εννοούνται μόνο οι διαφορές οι οποίες παρατηρούνται σε επίπεδο λεξιλογίου και έκφρασης, για παράδειγμα μεταξύ της κρητικής και της κυπριακής διαλέκτου. Αυτές συνιστούν τις τοπικές διαλέκτους που υφίστανται σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Πέρα όμως από αυτές, υπάρχουν και οι κοινωνικές διάλεκτοι, οι οποίες εμπλουτίζουν τις πρώτες ακόμα περισσότερο. Τι συνιστά κοινωνική διάλεκτο; Το πώς επιλέγει κανείς να επικοινωνήσει κατά περίσταση με βάση τους εκάστοτε ισχύοντες δεοντολογικούς κώδικες, που βέβαια δεν είναι παντού το ίδιο και το αυτό. Άλλα εκφραστικά μέσα επιλέγει ένας άνθρωπος που ζει π.χ. στην Κρήτη για να επικοινωνήσει με οικεία πρόσωπά του, άλλα ένας άνθρωπος που ζει π.χ. στην Κύπρο για τον ίδιο σκοπό, ομοίως και για επισημότερες περιστάσεις. Τοπική και κοινωνική διάλεκτος είναι έννοιες τόσο αλληλένδετες όσο και ποικιλόμορφες μεταξύ διαφορετικών εθνών με την ίδια όμως μητρική γλώσσα, βλ. μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Ενίοτε ωστόσο και μεταξύ γεωγραφικών περιοχών της ίδιας χώρας, π.χ. μεταξύ Αττικής και Θεσσαλονίκης, όπως μπορεί να φανεί μέσα από το παράδειγμα του ανθρακούχου ποτού του οποίου συστατικό στοιχείο παραγωγής είναι το λεμόνι. Στην μεν πρωτεύουσα αναφέρεται ως «λεμονίτα», στην δε συμπρωτεύουσα ως «λεμονάδα».
Πώς συσχετίζεται η μητρική γλώσσα με την πολυγλωσσία και τη γλωσσική πολυμορφία; Και, το κυριότερο, πώς και γιατί συμβάλλει στην διασυνοριακή προώθησή τους; Η απάντηση σε τούτο το διπλό ερώτημα δίδεται αν ληφθεί υπόψιν ότι καθεμία γλώσσα είναι μητρική σε έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο γεωγραφικά και δημογραφικά τόπο, όπως επίσης και με λιγότερους ή περισσότερους φυσικούς ομιλητές. Αν γίνουν σοβαρές και οργανωμένες προσπάθειες εκμάθησης και διάδοσης όλων των γλωσσών ως μητρικών, εν ευθέτω χρόνω θα καταστεί εφικτό να διαδοθούν και ως ξένες (πρώτες, δεύτερες κλπ.). Στο παράδειγμα του γεγονότος το οποίο αποτέλεσε το εφαλτήριο για την έναρξη του ετήσιου εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Μητρικής Γλώσσας, η μειονοτική διάλεκτος «Μπενγκάλι» δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να «ανθίσει» ούτε καν εντός των συνόρων του τότε Ανατολικού Πακιστάν και σημερινού Μπαγκλαντές. Ο λόγος; Η ίδια η Κυβέρνηση τότε εκούσια δεν προέβη στις δέουσες οργανωμένες ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση, παρά προτίμησε να την «θυσιάσει» στον «βωμό» της επίσημης «Ουρντού». Όταν ένα κράτος δεν μεριμνά, ώστε να φέρει σε επαφή τους πολίτες του ήδη από τα πρώτα χρόνια της βασικής εκπαίδευσής τους με όσο το δυνατόν περισσότερες, αν όχι και όλες τις διαλέκτους της γλώσσας ή των γλωσσών που προβλέπονται ως μητρικές από το ισχύον νομοθετικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο, αυτές καταδικάζονται μοιραία σε βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο «θάνατο». Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό σε χώρες που δεν είναι καν σε θέση να παράσχουν τα βασικότερα των αγαθών στους ανθρώπους τους, όπως συμβαίνει στις κοινωνίες της Αφρικής. Και βέβαια, έχει οξυνθεί επικίνδυνα στην Ευρώπη εξαιτίας των συνθηκών διαπολιτισμικότητας στις κοινωνίες που συνεπάγονται μεταξύ άλλων συνθήκες διαπολιτισμικότητας και στην εκπαίδευση, με τις πολυπολυτισμικές πολυγλωσσικές τάξεις να έχουν κατακλύσει στην κυριολεξία ιδίως τα δημόσια σχολεία. Οι διδακτικές ανάγκες της τάξης άλλαξαν από τη μια στιγμή στην άλλη χωρίς καμία προειδοποίηση και οι εκπαιδευτικοί καλούνται πλέον να αντιμετωπίζουν καταστάσεις για τις οποίες δυστυχώς δεν διαθέτουν την κατάλληλη επιμόρφωση, αλλά ούτε και τα απαραίτητα εργαλεία. Από τα διδακτικά εγχειρίδια μέχρι και τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό που εξακολουθεί να απουσιάζει ή έστω να είναι ελλιπής σε πολλές αίθουσες διδασκαλίας ακόμα και σήμερα.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν ορισμένα αποφθέγματα ανθρώπων μεγάλης καλλιτεχνικής και πνευματικής εμβέλειας που άφησαν το στίγμα τους στην πορεία και εξέλιξη της ανθρωπότητας ανά τους αιώνες σχετικά με την αξία της μητρικής γλώσσας και τη συμβολή της στην προώθηση της πολυγλωσσίας και γλωσσικής πολυμορφίας:
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (Ludwig Wittgenstein 1889-1951), Αυστριακός Φιλόσοφος: «Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις.» / «Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του.» / «Όταν μιλάμε μιαν άλλη γλώσσα, αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο κάπως διαφορετικά.»
Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe 1749-1832), Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος: «Όταν μαθαίνει κανείς μια ξένη γλώσσα, έχει την ευκαιρία να μάθει καλύτερα τη μητρική του γλώσσα.»
Ρεμί ντε Γκουρμόν (Remy de Gourmont 1858-1915), Γάλλος ποιητής: «Όταν ένας λαός δεν τολμά να υπερασπιστεί τη γλώσσα του, είναι έτοιμος πια να υποδουλωθεί.»
Εμίλ Μ. Σιοράν (Emile M. Cioran 1911-1995), Γαλλορουμάνος φιλόσοφος: «Κατοικούμε μια γλώσσα παρά μια χώρα.»
Φεντερίκο Φελίνι (Federico Felini 1920-1993), Ιταλός σκηνοθέτης: «Κάθε γλώσσα βλέπει τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο.»
Ούγκο φον Χόφμανσταλ (Hugo von Hofmannsthal 1874-1929), Αυστριακός δοκιμιογράφος: «Η γλώσσα είναι το μόνο που απομένει σ’ αυτόν που έχει φύγει από την πατρίδα του. Αλλά είναι αλήθεια πως η γλώσσα τα περιέχει όλα.»
Γουίλιαμ Γκίμπσον (William Gibson 1948-σήμερα): «Η γλώσσα είναι για το μυαλό περισσότερα απ’ ο,τι είναι το φως για το μάτι.»
Ουσιαστικό φόρο τιμής προς την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας και τα νέα παιδιά-αγωνιστές και τελικώς θύματα, εις μνήμην των οποίων ψηφίστηκε και θεσπίστηκε, δεν αποτίνουν ούτε οι βαρύγδουπες δηλώσεις για τη σημασία της γλώσσας, αλλά ούτε και η απλή ανάκληση των συμβάντων της 21ης του Φλεβάρη του 1952 στη μνήμη. Αν πραγματικά επιθυμούμε να ζήσουμε και αναδείξουμε το μεγαλείο της εν λόγω ημέρας μνήμης και συνάμα ημέρας-συμβόλου, χρειάζονται πράξεις. Οι μειονοτικές γλωσσικές διάλεκτοι δικαιούνται και πρέπει να έρθουν στο φως, να αποκτήσουν φωνή και «λαλιά». Οι ομιλητές αυτών έχουν ηθικό πρωτίστως χρέος να διεκδικήσουν την προσοχή που τους αξίζει, κόντρα στα όποια εμπόδια ενδέχεται να τους βάζουν οι γλωσσικές «ασθένειές» τους, καθώς οι γλώσσες τους, έστω και αν λογίζονται «ασθενείς», δεν παύουν να αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ατομικής και συλλογικής ταυτότητάς τους, για τις οποίες οφείλουν να αισθάνονται υπερήφανοι, εφόσον καθεμία τους είναι μοναδική. Από την άλλη, τα κράτη που έχουν ως μητρικές τις λεγόμενες «ισχυρές» γλώσσες και διαλέκτους αντίστοιχα δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύονται αυτό το προνόμιο για να επιβάλλουν την αποκλειστική κυριαρχία τους στον δημόσιο λόγο, αλλά να το αξιοποιούν για να αναδεικνύουν τις άλλες λιγότερο γνωστές γλωσσικές διαλέκτους, ευνοώντας την «άνθηση» της πολυγλωσσίας και της γλωσσικής πολυμορφίας. Ενδεικτικά αυτό είναι επιτεύξιμο μέσω στοχευμένων και ευθυγραμμισμένων με τη γλωσσική πραγματικότητα εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων ή και μέσω εκδηλώσεων και ενημερωτικών σεμιναρίων προς τιμήν της γλωσσικής ποικιλότητας. Όλα αυτά φυσικά μέσα σε ένα πλαίσιο που δεν εκθέτει ουδεμία γλώσσα σε κίνδυνο απώλειας μήτε της αυτονομίας μήτε και της ισχύος της. Όλες οι γλώσσες, μητρικές και ξένες, προορίζονται για να συνιστούν ισχυρούς συνδετικούς κρίκους και κοινή συναινέσει υπογεγραμμένα συμβόλαια ειρήνης μεταξύ των ανθρώπων και των πολιτισμών τους, λειτουργώντας όπως οι τροφικές αλυσίδες, όπου το σπάσιμο έστω και μιας αλυσίδας μπορεί να αποβεί μοιραίο για την επιβίωση των έμβιων οργανισμών συνολικά. Ακόμα και αν είναι ανέφικτο μέσα στον χρόνο να εξασφαλιστεί η διαβίωση όλων των γλωσσών και διαλέκτων ανεξαιρέτως, οφείλουμε, τουλάχιστον στον βαθμό του δυνατού, να μην δημιουργούμε ευνοϊκές συνθήκες για την πρόωρη εξαφάνισή τους, ενώ αυτή θα μπορούσε έστω να είχε καθυστερήσει.
Αν εξετάσει κανείς σημασιολογικά τον χαρακτηρισμό της γλώσσας που μαθαίνουμε από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής μας ως «μητρικής», βγαίνουν πολλά χρήσιμα συμπεράσματα. Τι μαρτυρά ο εν λόγω χαρακτηρισμός; Ότι συνδεόμαστε μαζί της με μια τόσο στενή, εξαρτημένη πιθανότατα, σχέση όσο είναι αυτή που μας συνδέει με τη μητέρα μας. Και για αυτό θα πρέπει να της επιδεικνύουμε ανάλογο σεβασμό. Η μητέρα μας μας έχει γεννήσει και φροντίζει για την πρόοδο και εξέλιξή μας. Το αυτό ισχύει και για τη γλώσσα ως «μητέρα» υπεύθυνη για την πρόοδο και εξέλιξη του πολιτισμού ως «παιδιού» που η ίδια έχει «γεννήσει».
Σεβόμαστε τη μητρική γλώσσα μας! Προάγουμε την πολυγλωσσία και τη γλωσσική ποικιλότητα! Εξασφαλίζουμε την επιβίωση και ισότητα όλων των γλωσσικών και διαλεκτικών ποικιλιών! Τιμάμε ουσιαστικά και επί του πρακτέου την Παγκόσμια Ημέρα Μητρικής Γλώσσας στην καθημερινότητά μας, όχι μόνο μια φορά κάθε 365 μέρες!