Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]
Η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας εορτάζεται ετησίως στις 09 Φεβρουαρίου, αρχής γενομένης από το 2017, σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 7889 κοινή απόφαση των Υπουργών: α) Εσωτερικών, β) Εξωτερικών, γ) Παιδείας, Έρευνας, Θρησκευμάτων (ΦΕΚ της 24ης Απριλίου 2017, αριθμός 1384). Μάλιστα, από την πρώτη κιόλας στιγμή της ψήφισης και έγκρισης της εν λόγω ΚΥΑ, η Πολιτεία έχει μεριμνήσει και πετύχει μέχρι σήμερα, μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών, την αναγνώριση της Παγκόσμιας Ημέρας Ελληνικής Γλώσσας από διεθνείς οργανισμούς όπως την UNESCO, τον ΟΗΕ, ακόμα και τις Ευρωπαϊκές Ενότητες που υπάγονται στην τέως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και νυν Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Αν αναλογιστεί κανείς ότι η επιλεγείσα ημερομηνία συμπίπτει με την επέτειο θανάτου του εθνικού ποιητή μας Διονυσίου Σολωμού (1798-1857), εύκολα γίνεται αντιληπτό πως δεν είναι τυχαία. Χαρακτηρίζεται δικαιολογημένα ως μια μέρα βαθύτατης πνευματικής αξίας. Στην ουσία, η Αρχαία Ελληνική εναπόθεσε τα πρώτα σπέρματα του πολιτισμού των προγόνων μας και κατέστησε δυνατή την παγκόσμια πρόοδο και επιρροή του. Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα των λαών που σαγηνεύτηκαν από την ελληνική γλωσσική πραγματικότητα και ενσωμάτωσαν στοιχεία της στις δικές τους γλώσσες και κουλτούρες. Σε κάθε άκρη της Γης εγκωμιάζεται το δημιούργημα που διασώζεται ανά τους αιώνες μέσα από τα έργα πνευματικών ανθρώπων.
Η απήχηση της Ελληνικής Γλώσσας, του ελληνικού στοιχείου εν γένει, είναι διασκορπισμένη μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Το Κίνημα του Φιλελληνισμού, αναπτυχθέν εν μέσω της Επανάστασης κατά του Τουρκικού Ζυγού (1821), υπήρξε ένα πρώτο πολύ τολμηρό βήμα για την καλλιέργεια της αγάπης προς καθετί ελληνικό. Με τον εφοδιασμό των ελληνικών στρατευμάτων προς ενίσχυση των μαχών που επρόκειτο να δοθούν στα παράκτια και παραθαλάσσια πεδία, την πρωτοβουλία για ίδρυση κέντρων περίθαλψης ασθενών, αλλά και την εθελοντική ενεργό δράση στον Εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα, κάποια πρώτα δείγματα ειλικρινούς θαυμασμού και εκτιμήσεως προς τον πολύπαθο ελληνικό λαό εμφανίστηκαν. Σύμφωνα με τον Φιλέλληνα Άγγλο ποιητή Πέρσι Σέλλεϋ (Percy Shelley 1792-1822): «Όλοι είμαστε Έλληνες». Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα Φιλελλήνων είναι οι Βίκτωρ Ουγκώ (Victor Hugo 1802-1885), Γάλλος μυθιστοριογράφος, και Λόρδος Βύρωνας (Lord Byron 1788-1824), Βρετανός διανοούμενος.
Η τίμηση της Ελληνικής δεν περιορίζεται όμως στην εποχή της Επανάστασης του 1821. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) υποστήριζε πως «Ἔστι δ᾽ ἀρχὴ τῆς λέξεως τὸ ἑλληνίζειν», δηλαδή πως το βασικότερο στοιχείο για την εποικοδομητική επικοινωνία των ανθρώπων είναι η επαρκής γνώση της Ελληνικής. Επιπροσθέτως, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996) έλεγε: «Τη Γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική». Ακόμα και γνωμικά αλλοεθνών πνευματικών ανθρώπων αντανακλούν τη σημαντικότητα της Ελληνικής Γλώσσας και του εξ αυτής γεννηθέντος πολιτισμού. Γερμανός ποιητής Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe 1749-1832): «Άκουσα στον Άγιο Πέτρο της Ρώμης το Ευαγγέλιο σε όλες τις γλώσσες. Η Ελληνική αντήχησε άστρο λαμπρότερο μέσα στη νύχτα». Σε μερικά παραδείγματα μάλιστα, η σαγήνη του ελληνικού γλωσσικού στοιχείου ήταν τόσο μεγάλη, που δεν δίστασαν να το συγκρίνουν με άλλες γλώσσες. Κλοντ Σαρλ Φοριέλ (Claude Charles Fauriel 1772-1844), Γάλλος ακαδημαϊκός: «Η Ελληνική Γλώσσα έχει ομοιογένεια σαν τη Γερμανική, είναι όμως πιο πλούσια από αυτήν. Έχει τη σαφήνεια της Γαλλικής, έχει όμως μεγαλύτερη ακριβολογία. Είναι πιο ευλύγιστη από την Ιταλική και πολύ πιο αρμονική από την Ισπανική. Έχει δηλαδή ο,τι χρειάζεται για να θεωρηθεί η ωραιότερη γλώσσα της Ευρώπης». Ή ο Χάμφρι Ντέιβι Φίντλεϊ Κίττο (Humphrey Davy Findley Kitto 1778-1829), Βρετανός πανεπιστημιακός: «Είναι στη φύση της Ελληνικής Γλώσσας να είναι ακριβής, καθαρή και περίπλοκη. Η ασάφεια και η έλλειψη ενόρασης, που χαρακτηρίζουν μερικές φορές τα Αγγλικά, καθώς και τα Γερμανικά, είναι εντελώς ξένες προς την Ελληνική Γλώσσα». Και τέλος, η εκ βαθέων ψυχής ευχή του Φρανσουά Μαρί Αρουέ (François-Marie Arouet 1694-1778), μάλλον γνωστού και ως Βολταίρου (Voltaire), ενός εκ των επιφανέστερων διανοουμένων και φορέων του Κινήματος του Διαφωτισμού (18ος αι.), η οποία μαρτυρά με τον πλέον βαρύγδουπο τόνο την ανεκτίμητη αξία της Ελληνικής: «Είθε η Ελληνική Γλώσσα να γίνει κοινή όλων των λαών». Σε καθένα από τα παραπάνω αποφθέγματα αποτυπώνεται αριστουργηματικά η απήχηση της Ελληνικής στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά. Και υπάρχουν κάμποσα ακόμα ρητά, ων ουκ έστιν αριθμός, τα οποία κανείς μπορεί να εντοπίσει απλά και μόνο πραγματοποιώντας μια σχετική αναζήτηση στο Διαδίκτυο και σε άλλες εγκυκλοπαιδικές πηγές.
Μια πρόσφατη και ιδιαίτερα αξιοσημείωτη εξέλιξη του 21ου αιώνα, που εκτός όλων των άλλων πρόκειται να αποτελέσει καμπή στην ιστορία του Facebook και γενικότερα των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, είναι η προσεχής μετονομασία του πρώτου σε ένα «τρισδιάστατο» περιβάλλον ονόματι “Meta(verse)”. Όπως επιβεβαιώνει και ο Μαρκ Έλιοτ Ζάκερμπεργκ (Mark Elliot Zuckerberg), η ονομασία αυτής της εξελιγμένης μορφής του ίσως πλέον χρησιμοποιημένου κοινωνικού δικτύου επελέγη με στόχο να καταδειχθεί η μεταγενέστερη και πιο προηγμένη ψηφιακή επικοινωνία που αποσκοπείται, όπως ακριβώς υποδηλώνει και ο ελληνικής προέλευσης χρονικός σύνδεσμος «μετά». Πρόκειται για ένα σύγχρονο παράδειγμα όπου η Ελληνική Γλώσσα εξακολουθεί να διευκολύνει την απόδοση του περιεχομένου εξελίξεων στον χώρο της τεχνολογίας και εν προκειμένω της επικοινωνίας. Εξυπακούεται πως αυτό το οποίο δημιουργεί τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι η εξέλιξη αυτή καθαυτή στον τρόπο επικοινωνίας. Από την άλλη όμως, η επιλογή του όρου που θα αποδώσει την πλήρη διάσταση αυτής της εξέλιξης με ακρίβεια και ρεαλισμό είναι καθοριστική. Ο γνώστης της Ελληνικής Γλώσσας γίνεται αυθόρμητα οικείος με αυτήν την εξέλιξη σε σημασιολογικό επίπεδο από την στιγμή που ο όρος που τον περιγράφει είναι, έστω και κατά το ήμισυ, ελληνικός (μετά, meta).
Το εδώ και τώρα του σήμερα, κυρίως με την ανάπτυξη του Διαδικτύου, χαρακτηρίζεται από ραγδαίες αλλαγές στους τρόπους επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Σε αυτό το περιβάλλον επικοινωνίας φαίνεται να έχει επηρεαστεί περισσότερο ο γραπτός λόγος, κυρίως αυτός που χρησιμοποιείται κατά την ανταλλαγή γραπτών μηνυμάτων ή σύντομων κειμένων. Ο τελευταίος απλουστεύεται, γίνεται φτωχότερος σε περιεχόμενο πολλάκις χάριν συντομίας, για παράδειγμα με ξενόφερτες λέξεις όπως «λοκντάουν» αντί για «εγκλεισμός» και συντομογραφίες όπως «σμρ» αντί για «σήμερα», ή παραμορφώνεται χάριν «ευκολίας». Ο λόγος στην δεύτερη περίπτωση για τα περίφημα Greeklish, τουτέστιν τα Ελληνικά με λατινικούς χαρακτήρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της επικοινωνιακής ειδικά ισχύος της γλώσσας σε εθνικό, ευρωπαϊκό, αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, δεδομένου ότι οι χρήστες των Greeklish είναι πρώτα και κύρια οι ομιλούντες αυτήν ως μητρική. Προς αυτήν την κατεύθυνση έρχεται η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας να επιτελέσει έναν σπουδαίο ρόλο, υπενθυμίζοντας σε καθέναν ομιλητή της Ελληνικής την υποχρέωσή του να διασφαλίσει την ποιοτική αρτιότητά της από κάθε άποψη. Με λίγα λόγια, ανεξάρτητα από την εκάστοτε επικοινωνιακή περίσταση και τον βαθμό επισημότητάς της ή μη, η Ελληνική διαθέτει ιδιαίτερα ορθογραφικά και πραγματολογικά χαρακτηριστικά, τα οποία λειτουργούν ως έκτακτα εργαλεία και, όταν γίνονται σεβαστά, ανταποκρίνονται με ακρίβεια στις ανάγκες της ανθρώπινης επικοινωνίας και συνύπαρξης, όσο σύνθετες και πολύπλοκες και αν αυτές μπορεί να μοιάζουν.
Η γλώσσα του κάθε λαού αποτελεί το μοναδικό στοιχείο της υπαρκτικής ετερότητας και ταυτότητάς του, στοιχείων απαραίτητων για να έρθει σε κοινωνία με τον άλλον, τον διαφορετικό, διατηρώντας παράλληλα την ιστορική συνέχειά του, στον βαθμό που σέβεται τους κανόνες και την δομή της γλώσσας που ομιλεί. Μεταξύ των γλωσσών της ανθρωπότητας, στην Ελληνική αναγνωρίζεται διαχρονικά η προσφορά της στη γέννηση και εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού, δίδοντάς του περιεχόμενο, διάσταση, αλλά και ουσία μέχρι και σήμερα. Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, με όλες τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της, η ορθή γνώση και χρήση της Ελληνικής Γλώσσας είναι το ισχυρότερο εργαλείο στη χειραφέτηση των συναισθημάτων και των σκέψεών μας, στην δημιουργικότερη μεταξύ μας επικοινωνία, και βέβαια στην ικανοποίηση των αναγκών έκφρασής μας ως ατόμων, σε έναν κόσμο με πολλά αδιέξοδα, κυρίως υπαρξιακά και νοηματοδότησης της ζωής.
Εν κατακλείδι, άξιος αναφοράς είναι ο τίτλος μιας σύγχρονης εκπομπής η οποία προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση: «Σὲ προσκυνῶ, γλώσσα». Σε αυτόν αποτυπώνεται γλαφυρά η δεητική στάση την οποία καθένας Έλληνας και καθεμία Ελληνίδα οφείλει να κρατά απέναντι στη γλώσσα που μας έχει δωρίσει πολιτισμό και κληρονομιά που μετρούν αιώνες ζωής και ύπαρξης.