Παγκόσμια Ημέρα Γερμανικής Γλώσσας: Μια Πρωτοβουλία του Ομίλου «Γερμανική Γλώσσα»

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης, καθηγητής Γερμανικών, απόφοιτος του Τμήματος Γερμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ e-mail: [email protected]

Η Παγκόσμια Ημέρα Γερμανικής Γλώσσας (World German Language Day, Internationaler Tag der Deutschen Sprache) εορτάζεται ετησίως κάθε δεύτερο Σάββατο του Σεπτεμβρίου, αρχής γενομένης από το 2001 (φέτος λοιπόν 09 Σεπτεμβρίου 2023). Αξίζει να σημειωθούν κάποιες λεπτές αλλά ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες διαφορές της Παγκόσμιας Ημέρας Γερμανικής Γλώσσας σε σχέση με τις άλλες Παγκόσμιες Ημέρες Γλωσσών. Αφενός είναι μια εορτή η οποία δεν έχει τύχει αναγνώρισης ούτε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ούτε από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) / την UNESCO. Αφετέρου πρόκειται για μια κινητή ημερολογιακά εορτή, με την έννοια ότι δεν έχει σταθερή ημερομηνία εορτασμού. Σταθερό είναι μόνο το χρονικό πλαίσιο εορτασμού της, τουτέστιν το δεύτερο Σάββατο κάθε Σεπτεμβρίου. Η αφορμή εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας Γερμανικής Γλώσσας είναι άγνωστη, πιθανόν να μην υπάρχει καν. Το μόνο που είναι γνωστό στο ευρύ κοινό είναι ότι οι σχετικές εορταστικές εκδηλώσεις συνιστούν πρωτοβουλία των μελών του Ομίλου «Γερμανική Γλώσσα» (Verein Deutsche Sprache), που δεν είναι στην πράξη τίποτα άλλο από καθηγητές / καθηγήτριες Γερμανικής Γλώσσας. Τέλος, δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο ότι θεσπίστηκε -έστω και ανεπίσημα- το 2001, το οποίο έχει μείνει γνωστό στη συνείδηση των Ευρωπαίων ως το Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών (ΕΕΓ) χάρη στην ψήφιση του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠΑΓ).

Η ιστορία της Γερμανικής παρουσιάζει πλούσια ιστορία. Αρχίζει ουσιαστικά τον 2ο αι. π.Χ. με την πρώτη φθογγική μεταβολή την οποία υπέστη η Γερμανική Ομοφυλία. Με αυτό το σημείο αναφοράς μπορούμε να διακρίνουμε 3 ιστορικές-γλωσσικές φάσεις που οδήγησαν στην Στάνταρτ Γερμανική, ευρέως γνωστή ως Hochdeutsch:

  • Γοτθική (Gotisch): Επίσης γνωστή και ως Ανατολική Γερμανική (Ostdeutsch), διήρκησε ως τον 5ο αι. μ.Χ.
  • Βόρεια Γερμανική (Norddeutsch): Σημαντικό ρόλο στην υπό μελέτη περίοδο, η οποία άρχισε στα τέλη του 6ου αι. και διήρκησε ως τα τέλη του 7ου αι. μ.Χ. περίπου, διαδραμάτισε το φύλο των Λομβαρδών / Λογγοβάρδων, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Ιταλία και προοδευτικά την κατέκτησαν. Στην διάρκεια της κατακτητικής πορείας τους στη Βόρεια Ιταλία προκάλεσαν την δεύτερη σημαντική φθογγική μεταβολή. Αυτή έφτασε ως τη Νότια και Κεντρική Γερμανία, αφήνοντας ωστόσο ανεπηρέαστο το βόρειο κομμάτι της χώρας.
  • Δυτική Γερμανική (Westdeutsch): Σημείο καμπής στην ιστορία της Γερμανικής. Από τον 8ο αι. και ως τον 15ο αι. μ.Χ. άρχισε η προοδευτική ωρίμανση των συνθηκών για την εμφάνιση της Στάνταρτ Γερμανικής (Standarddeutsch), όπως είναι γνωστή και διδάσκεται σήμερα. Η φθογγική μεταβολή που προκλήθηκε από τους Λογγοβάρδους δεν ήταν ενιαία, ως εκ τούτου, εκτός από την Άνω Γερμανική (Hochdeutsch), προέκυψε και μια ακόμα γλωσσική τάση, η Κάτω Γερμανική (Niederdeutsch). Στην τελευταία οφείλουν τη γέννησή τους οι Αγγλοσαξονικές και Σκανδιναβικές Γλώσσες. Την Άνω Γερμανική (Hochdeutsch) οφείλουμε στον Μαρτίνο Λούθηρο (Martin Luther 1483-1546), ο οποίος εν μέσω της Εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης του 16ου αι. μ.Χ. της έδωσε σάρκα και οστά με τη σύνταξη των δογμάτων των Διαμαρτυρομένων / Προτεσταντών. Η Στάνταρτ Γερμανική (Standarddeutsch) οφείλει την ύπαρξή της στις ομιλούμενες στην Κεντρική και Ανατολική Γερμανία διαλέκτους, ιδιαίτερα σε εκείνη της κωμόπολης του Μάισσεν (Meißnischer Dialekt). Η εν λόγω «ντοπιολαλιά» ξεκίνησε να κερδίζει τους πόντους της όταν κατέπεσε η Διάλεκτος του Ομοσπονδιακού Κρατιδίου της Σαξονίας (Sächsischer Dialekt), που μέχρι και μια δεκαετία περίπου μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου λογιζόταν ως «Τυπική Γερμανική» (Typisch Deutsch).

Η Γερμανική συγκαταλέγεται στις επίσημες γλώσσες της ΕΕ, καθώς οι περισσότερες χώρες στις οποίες ομιλείται ως πρώτη-μητρική (Γ1) είναι πλήρη κράτη-μέλη της. Συγκεκριμένα είναι, μεταξύ άλλων, η Γ1 της Γερμανίας, της Αυστρίας και μεγάλου μέρους της Ελβετίας, του Βελγίου και του Λουξεμβούργου. Ανήκει στην οικογένεια των Γερμανικών, ειδικότερα των Δυτικών Γερμανικών Γλωσσών, μαζί με την Αγγλική και την Ολλανδική. Η Γερμανική τείνει να θεωρείται μάλλον υποκατηγορία των Ινδοευρωπαϊκών Γλωσσών, ωστόσο κάποια μέλη της Επιστημονικής Κοινότητας εκτιμούν πως, μετά την δεύτερη φθογγική μεταβολή που υπέστη (επί εποχής Λογγοβάρδων), έκαναν την εμφάνισή τους κάποια φωνολογικής κυρίως φύσεως χαρακτηριστικά, π.χ. απλούστερα φωνήματα και απλούστερες δομικά συλλαβές, που παραπέμπουν περισσότερο στις Ουραλοαλταϊκές Γλώσσες. Αυτή η εκτίμηση είναι ακόμα υπό συζήτηση, όμως οι περισσότερες απόψεις φαίνεται πως έχουν κατασταλάξει στο ότι η Γερμανική ανήκει στις Ινδοευρωπαϊκές -για κάποιους ειδικότερα στις Ινδογερμανικές- Γλώσσες. Οι φυσικοί ομιλητές της ανέρχονται σε περισσότερους από 100.000.000 ανθρώπους, ενώ παράλληλα είναι εντυπωσιακά και τα νούμερα όσων την μαθαίνουν ως Γ2. Σε παγκόσμια κλίμακα υπολογίζονται σε περίπου 15.000.000, οι 11.000.000 εκ των οποίων εντοπίζονται στην ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τα μεγάλα ποσοστά γερμανόφωνων πληθυσμών έξω και πέρα από τα γερμανόφωνα εδάφη (μόνο στη Βραζιλία έχουν καταγραφεί περί τους 500.000 γερμανόφωνους), αποτυπώνουν ξεκάθαρα την δυναμικότητα της Γερμανικής στον Παγκόσμιο Χάρτη. Μόνο μέσα στο Ομοσπονδιακό Κράτος της Γερμανίας επικρατούν περί τις 20 διαλεκτικές ποικιλίες. Αν σε αυτές προσθέσει κανείς τις διαλέκτους των λοιπών γερμανόφωνων κρατών, κυρίως της Αυστρίας και της Ελβετίας, γίνεται αμέσως αντιληπτό πως η Γερμανική Γλώσσα είναι μια σάρκα με πολυποίκιλα οστά.

Από δομικής σκοπιάς, η Γερμανική είναι κατά γενική ομολογία μεγάλου βαθμού δυσκολίας. Αυτό το οποίο ισχύει γενικά για τις γλώσσες, δηλαδή ότι η εκμάθησή τους απαιτεί καλή οργάνωση και συστηματική επαφή, ιδιαίτερα με φυσικούς ομιλητές, βρίσκει πολύ μεγάλη απήχηση στην περίπτωση της Γερμανικής. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμά της είναι η συνοχή και η περιεκτικότητά της: οι Γερμανοί συνηθίζουν να εκφράζουν απλά και εν ολίγοις αυτό που σκέφτονται, δίχως να αφήνουν τη γλώσσα τους να «λυθεί» σε σημείο λογοδιάρροιας. Οι υφολογικές και εκφραστικές διαφορές προφορικού και γραπτού λόγου γίνονται σεβαστές σαν Ευαγγέλιο. Οι πιο θεμελιώδεις κανόνες αφορούν τα ουσιαστικά, τα οποία γράφονται πάντα με κεφαλαία τα πρώτα γράμματα, και τα ρήματα, τα οποία μπαίνουν πάντα στην δεύτερη θέση των κύριων και -τις περισσότερες φορές- στο τέλος των δευτερευουσών προτάσεων. Από εκεί και πέρα, τα στοιχεία τα οποία την καθιστούν ιδιαίτερα απαιτητική ως προς την εκμάθησή της είναι τα 3 γένη των άρθρων των ουσιαστικών (ενδεικτικά η Αγγλική δεν έχει κανένα γένος και η Γαλλική έχει μόλις 2, αρσενικό και θηλυκό), οι πολλοί και ανομοιογενείς μεταξύ τους κανόνες κλίσης των ρημάτων (υπάρχουν κάποιες σταθερές καταλήξεις, οι οποίες όμως μπορούν κατά περίπτωση να εμπλουτίζονται με την αλλαγή κάποιου φωνήεντος στο θέμα του ρήματος ή και να καταρρίπτονται πλήρως, καθιστώντας ορισμένα ρήματα εντελώς ανώμαλα) και η κλίση των επιθέτων (διαφορετικές καταλήξεις ανά γένος, πτώση και αριθμό). Αυτό το οποίο δημιουργεί μεγάλη εντύπωση, και για αυτό θα επεξηγηθεί με παραδείγματα, είναι ότι, παρά τη γενικά αυστηρή θέση που επέχουν οι όροι των προτάσεων, μπορεί κανείς να τροποποιήσει ελαφρώς το κεντρικό νόημα των τελευταίων, εναλλάσσοντας π.χ. τις θέσεις του Υποκειμένου και του Αντικειμένου, ώστε να δώσει έμφαση στο Αντικείμενο:

Ich beantworte die Fragen.

Απαντώ τις ερωτήσεις. => Έμφαση στο (εννοούμενο) Υποκείμενο (ποιος απαντά;).

Die Fragen beantworte ich.

Τις ερωτήσεις απαντώ. => Έμφαση στο Αντικείμενο (τι απαντά;).

Ακόμα, ορισμένα ρήματα τα οποία συνοδεύονται από προθέσεις επιδέχονται προθημάτων που τις καθιστούν αχρείαστες και, παρότι το κεντρικό νόημα μένει ίδιο, μπορεί να παρατηρηθούν μικρές σημασιολογικές τροποποιήσεις. Στη βάση του προηγούμενου παραδείγματος:

Ich beantworte die Fragen.

Απαντώ τις ερωτήσεις. => Με την έννοια ότι απαντώ απευθείας στις ερωτήσεις.

Ich antworte auf die Fragen.

Απαντώ τις ερωτήσεις. => Με την έννοια ότι απαντώ στη βάση των ερωτήσεων.

Η περιπλοκότητα πολλών γραμματικοσυντακτικών δομών της Γερμανικής θυμίζει, όπως φάνηκε και από τα παραδείγματα, εν πολλοίς τους αντίστοιχους κανόνες της Αρχαίας Ελληνικής (βλ. και εκτεταμένη χρήση Δοτικής, καθώς και συχνές εναλλαγές μεταξύ Δοτικής, Αιτιατικής και σπανιότερα Γενικής). Επιπλέον, είναι μια καλή εξήγηση στο ερώτημα γιατί υπερισχύει ως Γ2 η Γαλλική. Η Αγγλική αφήνεται εσκεμμένα εκτός κάδρου, διότι είναι η Lingua Franca και διδάσκεται ασχέτως των λοιπών γλωσσικών επιλογών ενός ανθρώπου.

Όταν ο λόγος είναι για τη Γερμανική Γλώσσα, όπως φυσικά και για την ιστορία και τον πολιτισμό του Γερμανικού Έθνους, κανείς δεν ξέρει πού να αρχίσει και πού να τελειώσει. Η συνεισφορά τους στην Παγκόσμια Κληρονομιά, στις Τέχνες και στο Πνεύμα έχει υπάρξει διαχρονικά πολύτιμη. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι Γερμανία και Ελλάδα θεωρούνται οι πυλώνες της Φιλοσοφίας, της Ανθρωπολογίας, όλου αυτού εν γένει που η ανθρωπότητα συλλαμβάνει ως Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Ο Φιλελληνισμός, που γνώρισε σημαντική έξαρση εν μέσω της Επανάστασης του 1821, εμφάνισε αξιόλογες τάσεις εντός των γερμανικών συνόρων και αποτυπώθηκε εμφατικά στα έργα πνευματικών ανθρώπων, π.χ. του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe 1749-1832) και του Φρίντριχ Σίλλερ (Friedrich Schiller 1759-1805). Οι στενοί ιστορικοί, πολιτισμικοί και διπλωματικοί δεσμοί Γερμανίας και Ελλάδας συνεπάγονται τον εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Γερμανικής Γλώσσας με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο εκ μέρους της Πανελλήνιας Ένωσης Καθηγητών Γερμανικής Γλώσσας Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης (ΠΕΚΑΓΕΠΕ), καθώς τη βλέπουν, λόγω των διαχρονικών ιστορικών διαστάσεών της, σαν ένα είδος «διπλής εορτής»: της καταγωγής τους αφενός (Ελλάδα), του τομέα επαγγελματικής δραστηριοποίησής τους αφετέρου (Γερμανία).

Δεν θα ήταν δεοντολογικά ορθό να επιτρέψουμε οι αιματοβαμμένες σελίδες της εθνικής ιστορίας της Γερμανίας να αμφισβητήσουν το κύρος της Γερμανικής και την θέση της στον Παγκόσμιο Χάρτη και τον αγώνα για την επίτευξη της πολυπόθητης Γλωσσικής Ισότητας και Πολυμορφίας. Σαφέστατα, οι πληγές από την περίοδο του Τρίτου Ράιχ και της Ναζιστικής Γερμανίας είναι πολλές και σε μεγάλο βαθμό ανεπούλωτες, όμως ίσως είναι πλέον καιρός να δούμε το ρου της ιστορίας πιο σφαιρικά, αποστασιοποιημένοι από συναισθηματικές φορτίσεις που πολύ δικαιολογημένα μας καλλιεργούν συγκεκριμένα γεγονότα, όπως η εξόντωση των Εβραίων στο Άουσβιτς και στα λοιπά Στρατόπεδα Συγκέντρωσης. Εξάλλου, η όλη ιστορία του Ναζισμού και η ιδέα της υποταγής της ανθρωπότητας στη Γερμανία, όπως τη συνέλαβε ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler 1889-1945), δεν υποκρύπτουν κάποιο γλωσσικό υπόβαθρο. Η ιστορία γράφει και δεν ξεγράφει ούτε τα αρνητικά ούτε τα θετικά συμβάντα που σημάδεψαν την Παγκόσμια Ιστορία. Χωρίς λοιπόν να παραγνωρίζουμε ότι η Ναζιστική Γερμανία αιματοκύλησε ανηλεώς την ανθρωπότητα επί μια δεκαετία τουλάχιστον (1933-1945), δεν θα πρέπει να λησμονάμε τη μέγιστη συνεισφορά της Γερμανικής Γλώσσας στην Παγκόσμια Κληρονομιά. Ειδικά εμείς οι Έλληνες έχουμε ηθικό χρέος να θυμόμαστε ότι είναι πολλά τα κοινά μας σημεία με τους Γερμανούς σε επίπεδο τόσο Γλώσσας όσο και Πολιτισμού, για αυτό, παρά τις όποιες ιστορικές διαφορές μας, είναι καλό οι διμερείς σχέσεις μας να διατηρηθούν στο καλύτερο δυνατό επίπεδο και εμείς να επιδιώκουμε να γινόμαστε γνώστες της Γερμανικής, όπως αυτοί αποδεδειγμένα επιδιώκουν σε μεγάλο ποσοστό να γίνονται γνώστες της Ελληνικής. Οι δρόμοι που ανοίγονται στους συγκεκριμένους και στους υπολοίπους λαούς με τον τρόπο αυτόν είναι συναρπαστικοί και αξίζει κανείς να τους διαβεί.